Τον λόγο παίρνοντας του αντιμίλησε ο Αλκίνοος:
«Ξένε, δεν συμφωνώ πως ήταν αξιέπαινη αυτή η απόφαση
300της κόρης μου, που δεν σε οδήγησε με τις ακόλουθές της
στο παλάτι, μόλο που πρόλαβες εσύ να την παρακαλέσεις.»
Αμέσως τότε του ανταπάντησε ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Ευγενικέ μου άρχοντα, δεν πρέπει να κατηγορείς γι᾽ αυτό
την άψογή σου κόρη· εκείνη με παρότρυνε ν᾽ ακολουθήσω
τις ακόλουθες, όμως εγώ το αρνήθηκα διστάζοντας κι από ντροπή,
μήπως εξοργιζόσουν, αν μαζί τους μ᾽ έβλεπες, κι εσύ·
φιλύποπτοι είμαστε όλοι οι άνθρωποι σ᾽ αυτή τη γη.»
Τώρα τον λόγο ξαναπήρε ο Αλκίνοος, να του μιλήσει:
«Ξένε, στα στήθη αυτά δεν κρύβεται καρδιά που να θυμώνει
310δίχως λόγο· καλύτερο το μέτρο, πάντοτε και παντού.
Άμποτε να ᾽ταν, Δία, Αθηνά κι Απόλλων,
όμοιος μ᾽ εσένα, ίδιος στο φρόνημα μ᾽ εμένα, εκείνος
που την κόρη μου θα πάρει ταίρι· θα τον ονόμαζα γαμπρό
σε τούτο το παλάτι — έχω και σπίτι κι αγαθά να παραδώσω,
αν ήθελες εδώ να μείνεις. Αλλά δεν πρόκειται άθελά σου
κανείς να σε κρατήσει από τους Φαίακες — μη δώσει ο Δίας
τ᾽ άδικο αυτό να γίνει.
Και για να δεις, την αναχώρησή σου ορίζω: θα σε ξεπροβοδίσουμε
αύριο· και θα βρεθείς εσύ στον ύπνο βυθισμένος, ενώ μες
στη γαλήνη του πελάγου εκείνοι τα κουπιά τους θα χτυπούν,
320ωσότου φτάσεις στην πατρίδα και στο σπίτι σου,
όπου ποθεί η ψυχή σου· έστω κι αν είναι κι απ᾽ την Εύβοια
μακρύτερα, που λεν πως βρίσκεται τόσο μακριά όσοι
την είδαν από μας. Τότε που τον ξανθό Ραδάμανθη
ταξίδεψαν, να επισκεφθεί τον Τιτυό, της Γης τον γιο·
δίχως να κουραστούν καθόλου, φτάνουν εκεί
και, πετυχαίνοντας τον στόχο τους, αυθημερόν γύρισαν πίσω.
Θα δεις και μόνος σου, θα το παραδεχτείς πως είναι τα πλεούμενά μου
τα καλύτερα, κι οι νέοι ναυτικοί μας άριστοι, καθώς ψηλά
πετούν με τα κουπιά το κύμα.»
Τον άκουσε με φανερή χαρά, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
330κι ύψωσε ευθύς ευχή, ονόματα και λέξεις ξεχωρίζοντας:
«Πατέρα Δία, όλες ας γίνουν οι υποσχέσεις του Αλκινόου
πράξη· στην καρπερή του χώρα άσβηστη δόξα ν᾽ απλωθεί,
κι εγώ ας γυρίσω πίσω στην πατρίδα.»
Κι όπως αυτοί μιλούσαν, τα λόγια μεταξύ τους συναλλάσσοντας,
όμορφη και λευκή η Αρήτη δίνει εντολή στις παρακόρες·
να στρώσουν για τον ξένο σε μέρος σκεπαστό,
απλώνοντας στρωσίδια πορφυρά κι ωραία, πάνω τους
μαλακές ζεστές κουβέρτες κι ακόμη τις σγουρές φλοκάτες,
να τις έχει κλινοσκέπασμα.
Βγήκαν εκείνες από τη μεγάλη σάλα με δαδιά στα χέρια,
340κι όταν με πρόθυμη φροντίδα ετοίμασαν τη σταθερή του κλίνη,
τον Οδυσσέα πλησίασαν και τον παρακινούσαν:
«Έλα να πέσεις, ξένε· το στρώμα σου σε περιμένει.»
Κι όπως του μίλησαν, ένιωσε μέσα του αγαλλίαση
που τον καλούσαν να κοιμηθεί.
Εκεί λοιπόν κοιμήθηκε, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
σε κλίνη τρυπητή, σε μέρος σκεπαστό που αντιλαλεί τη μέρα.
Έγειρε τότε κι ο Αλκίνοος στο βάθος του ψηλόστεγου μεγάρου,
με τη γυναίκα του στο πλάι, σε κλίνη και σε στρώμα που τα φρόντιζε
η δέσποινα του παλατιού.
|