Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1131a-1131b)

[III] Ἐπεὶ δ᾽ ὅ τ᾽ ἄδικος ἄνισος καὶ τὸ ἄδικον ἄνισον, δῆλον ὅτι καὶ μέσον τι ἔστι τοῦ ἀνίσου. τοῦτο δ᾽ ἐστὶ τὸ ἴσον· ἐν ὁποίᾳ γὰρ πράξει ἔστι τὸ πλέον καὶ τὸ ἔλαττον, ἔστι καὶ τὸ ἴσον. εἰ οὖν τὸ ἄδικον ἄνισον, τὸ δίκαιον ἴσον· ὅπερ καὶ ἄνευ λόγου δοκεῖ πᾶσιν. ἐπεὶ δὲ τὸ ἴσον μέσον, τὸ δίκαιον μέσον τι ἂν εἴη. ἔστι δὲ τὸ ἴσον ἐν ἐλαχίστοις δυσίν. ἀνάγκη τοίνυν τὸ δίκαιον μέσον τε καὶ ἴσον εἶναι καὶ πρός τι καὶ τισίν, καὶ ᾗ μὲν μέσον, τινῶν (ταῦτα δ᾽ ἐστὶ πλεῖον καὶ ἔλαττον), ᾗ δ᾽ ἴσον, δυοῖν, ᾗ δὲ δίκαιον, τισίν. ἀνάγκη ἄρα τὸ δίκαιον ἐν ἐλαχίστοις εἶναι τέτταρσιν· οἷς τε γὰρ δίκαιον τυγχάνει ὄν, δύο ἐστί, καὶ ἐν οἷς, τὰ πράγματα, δύο. καὶ ἡ αὐτὴ ἔσται ἰσότης, οἷς καὶ ἐν οἷς· ὡς γὰρ ἐκεῖνα ἔχει, τὰ ἐν οἷς, οὕτω κἀκεῖνα ἔχει· εἰ γὰρ μὴ ἴσοι, οὐκ ἴσα ἕξουσιν, ἀλλ᾽ ἐντεῦθεν αἱ μάχαι καὶ τὰ ἐγκλήματα, ὅταν ἢ μὴ ἴσα ἴσοι ἢ μὴ ἴσοι ἴσα ἔχωσι καὶ νέμωνται. ἔτι ἐκ τοῦ κατ᾽ ἀξίαν τοῦτο δῆλον· τὸ γὰρ δίκαιον ἐν ταῖς νομαῖς ὁμολογοῦσι πάντες κατ᾽ ἀξίαν τινὰ δεῖν εἶναι, τὴν μέντοι ἀξίαν οὐ τὴν αὐτὴν λέγουσι πάντες [ὑπάρχειν], ἀλλ᾽ οἱ μὲν δημοκρατικοὶ ἐλευθερίαν, οἱ δ᾽ ὀλιγαρχικοὶ πλοῦτον, οἳ δ᾽ εὐγένειαν, οἱ δ᾽ ἀριστοκρατικοὶ ἀρετήν. ἔστιν ἄρα τὸ δίκαιον ἀνάλογόν τι. τὸ γὰρ ἀνάλογον οὐ μόνον ἐστὶ μοναδικοῦ ἀριθμοῦ ἴδιον, ἀλλ᾽ ὅλως ἀριθμοῦ· ἡ γὰρ ἀναλογία ἰσότης ἐστὶ λόγων, καὶ ἐν τέτταρσιν ἐλαχίστοις. ἡ μὲν οὖν διῃρημένη ὅτι ἐν τέτταρσι, δῆλον. ἀλλὰ καὶ ἡ συνεχής· τῷ γὰρ ἑνὶ ὡς δυσὶ χρῆται [1131b] καὶ δὶς λέγει, οἷον ὡς ἡ τοῦ α πρὸς τὴν τοῦ β, οὕτως ἡ τοῦ β πρὸς τὴν τοῦ γ. δὶς οὖν ἡ τοῦ β εἴρηται· ὥστ᾽ ἐὰν ἡ τοῦ β τεθῇ δίς, τέτταρα ἔσται τὰ ἀνάλογα. ἔστι δὲ καὶ τὸ δίκαιον ἐν τέτταρσιν ἐλαχίστοις, καὶ ὁ λόγος ὁ αὐτός· διῄρηται γὰρ ὁμοίως οἷς τε καὶ ἅ. ἔσται ἄρα ὡς ὁ α ὅρος πρὸς τὸν β, οὕτως ὁ γ πρὸς τὸν δ, καὶ ἐναλλὰξ ἄρα, ὡς ὁ α πρὸς τὸν γ, ὁ β πρὸς τὸν δ. ὥστε καὶ τὸ ὅλον πρὸς τὸ ὅλον· ὅπερ ἡ νομὴ συνδυάζει, κἂν οὕτω συντεθῇ, δικαίως συνδυάζει.
Ἡ ἄρα τοῦ α ὅρου τῷ γ καὶ ἡ τοῦ β τῷ δ σύζευξις τὸ ἐν διανομῇ δίκαιόν ἐστι, καὶ μέσον τὸ δίκαιον τοῦτ᾽ ἐστί, ‹τὸ δ᾽ ἄδικον› τὸ παρὰ τὸ ἀνάλογον· τὸ γὰρ ἀνάλογον μέσον, τὸ δὲ δίκαιον ἀνάλογον. καλοῦσι δὲ τὴν τοιαύτην ἀναλογίαν γεωμετρικὴν οἱ μαθηματικοί· ἐν γὰρ τῇ γεωμετρικῇ συμβαίνει καὶ τὸ ὅλον πρὸς τὸ ὅλον ὅπερ ἑκάτερον πρὸς ἑκάτερον. ἔστι δ᾽ οὐ συνεχὴς αὕτη ἡ ἀναλογία· οὐ γὰρ γίνεται εἷς ἀριθμῷ ὅρος, ᾧ καὶ ὅ. τὸ μὲν οὖν δίκαιον τοῦτο, τὸ ἀνάλογον· τὸ δ᾽ ἄδικον τὸ παρὰ τὸ ἀνάλογον. γίνεται ἄρα τὸ μὲν πλέον τὸ δ᾽ ἔλαττον, ὅπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἔργων συμβαίνει· ὁ μὲν γὰρ ἀδικῶν πλέον ἔχει, ὁ δ᾽ ἀδικούμενος ἔλαττον τοῦ ἀγαθοῦ. ἐπὶ δὲ τοῦ κακοῦ ἀνάπαλιν· ἐν ἀγαθοῦ γὰρ λόγῳ γίνεται τὸ ἔλαττον κακὸν πρὸς τὸ μεῖζον κακόν· ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος, τὸ δ᾽ αἱρετὸν ἀγαθόν, καὶ τὸ μᾶλλον μεῖζον. τὸ μὲν οὖν ἓν εἶδος τοῦ δικαίου τοῦτ᾽ ἐστίν.

[3] Με δεδομένο α) ότι ο άδικος άνθρωπος δεν τηρεί την ισότητα και β) ότι «άδικη πράξη» θα πει ανισότητα, γίνεται πια φανερό ότι υπάρχει επίσης ένα μέσον ανάμεσα στα δύο άκρα της ανισότητας. Αυτό είναι το ίσον. Γιατί σε κάθε πράξη όπου υπάρχει το περισσότερο και το λιγότερο, υπάρχει και το ίσον. Αν λοιπόν το άδικο είναι το άνισο, τότε το δίκαιο είναι το ίσον — κάτι που γίνεται δεκτό από όλους τους ανθρώπους, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται γι᾽ αυτό καμιά αποδεικτική διαδικασία. Από τη στιγμή όμως που το ίσον είναι μέσον, το δίκαιο δεν μπορεί, λέω, παρά να είναι κάποιο μέσον. Φυσικά, το ίσον προϋποθέτει δύο τουλάχιστον όρους. Κατά λογική λοιπόν συνέπεια το δίκαιο είναι αφενός μέσον και ίσον και αφετέρου δηλώνει σχέση (σχέση με ορισμένα άτομα). Ως μέσον, βρίσκεται ανάμεσα σε κάποια πράγματα (αυτά είναι το περισσότερο και το λιγότερο)· ως ίσον, προϋποθέτει δύο πράγματα· ως δίκαιο, είναι για ορισμένους ανθρώπους. Άρα το δίκαιο προϋποθέτει αναγκαστικά τέσσερις τουλάχιστον όρους, αφού τα πρόσωπα για τα οποία είναι δίκαιο είναι δύο και αυτά στα οποία το δίκαιο εκδηλώνεται και συγκεκριμενοποιείται (τα διανεμόμενα δηλαδή πράγματα) είναι δύο. Και θα πρέπει να υπάρχει η ίδια ισότητα ανάμεσα στα πρόσωπα και ανάμεσα στα πράγματα· η σχέση δηλαδή που υπάρχει ανάμεσα στα μεν, πρέπει να υπάρχει και ανάμεσα στα δε· αυτό θα πει ότι, αν τα πρόσωπα δεν είναι ίσα μεταξύ τους, δεν θα λάβουν ίσα μερτικά — από εδώ, ίσα ίσα, ξεκινούν όλες οι διαμάχες και όλα τα παράπονα: όταν άτομα που είναι ίσα μεταξύ τους δεν λαμβάνουν και δεν έχουν ίσα μερτικά, ή άτομα που δεν είναι ίσα μεταξύ τους λαμβάνουν και έχουν ίσα μερτικά. Το πράγμα γίνεται φανερό και από την αρχή της διανομής σύμφωνα με την αξία. Όλοι, πράγματι, οι άνθρωποι συμφωνούν ότι στις διανομές το δίκαιο πρέπει να προσδιορίζεται από κάποια αξία, μόνο που όλοι οι άνθρωποι, λέγοντας «αξία», δεν εννοούν το ίδιο πράγμα: για τους δημοκρατικούς «αξία» είναι η ελευθερία, για τους ολιγαρχικούς ο πλούτος (για μερικούς από αυτούς η ευγενική καταγωγή), ενώ για τους αριστοκρατικούς η αρετή.
Συμπέρασμα: Το δίκαιο είναι ένα είδος αναλογίας (η αναλογία δεν είναι, βέβαια, χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνο του αριθμού που αποτελείται από αφηρημένες μονάδες, αλλά γενικά του αριθμού). Γιατί η αναλογία είναι ισότητα λόγων, και χρειάζονται τέσσερις τουλάχιστον όροι. Ότι η «διαιρεμένη» αναλογία έχει τέσσερις όρους είναι φανερό, το ίδιο όμως συμβαίνει και στη «συνεχή» αναλογία, αφού τον έναν όρο αυτή τον χρησιμοποιεί ως δύο [1131b] και τον μνημονεύει δύο φορές, π.χ. σε όποια σχέση βρίσκεται η γραμμή α προς τη γραμμή β, βρίσκεται και η γραμμή β προς τη γραμμή γ: όπως βλέπουμε, στην αναλογία αυτή η γραμμή β μνημονεύθηκε δύο φορές, με αποτέλεσμα, αν η γραμμή β τεθεί στην αναλογία δύο φορές, οι όροι της αναλογίας να είναι τέσσερις. Αλλά και το δίκαιο προϋποθέτει επίσης τέσσερις τουλάχιστον όρους, και η σχέση των δύο όρων του πρώτου ζευγαριού είναι η ίδια με τη σχέση των δύο όρων του δεύτερου ζευγαριού· γιατί τα πρόσωπα και τα πράγματα «διαιρέθηκαν» με όμοιο τρόπο. Σε όποια, επομένως, σχέση βρίσκεται ο όρος α προς τον όρο β, στην ίδια βρίσκεται και ο όρος γ προς τον όρο δ, άρα και με εναλλαγή: σε όποια σχέση βρίσκεται ο όρος α προς τον όρο γ, στην ίδια βρίσκεται και ο όρος β προς τον όρο δ. Κατά συνέπεια και το ένα σύνολο βρίσκεται στην ίδια σχέση προς το άλλο σύνολο· Αυτός είναι ο συνδυασμός που προκύπτει από τη διανομή των μεριδίων, και αν έχει γίνει με αυτόν τον τρόπο, είναι ένας δίκαιος συνδυασμός. Συμπέρασμα: Η σύζευξη του όρου α με τον όρο γ και του όρου β με τον όρο δ είναι το δίκαιο στη διανομή, και αυτό το δίκαιο είναι μέσον, οπότε το άδικο δεν είναι παρά αυτό που βιάζει την αναλογία· γιατί η αναλογία είναι μέσον, και το δίκαιο είναι αναλογία. Αυτού του είδους την αναλογία οι μαθηματικοί τη λένε γεωμετρική· γιατί στη γεωμετρική αναλογία είναι που συμβαίνει ώστε και το ένα σύνολο να βρίσκεται προς το άλλο σύνολο στην ίδια σχέση στην οποία βρίσκεται ο καθένας από τους δύο πρώτους όρους προς τον αντίστοιχό του από τους άλλους δύο όρους. Η αναλογία αυτή δεν είναι συνεχής, γιατί δεν μπορούμε να έχουμε έναν (αριθμητικά έναν) όρο που να δηλώνει πρόσωπο και πράγμα.
Αυτό είναι λοιπόν το δίκαιο: αυτό που τηρεί την αναλογία. Το άδικο, πάλι, είναι αυτό που βιάζει την αναλογία. Ο ένας, επομένως, όρος της αναλογίας γίνεται μεγαλύτερος, ο άλλος μικρότερος — όπως συμβαίνει και στην πράξη: ο άνθρωπος που διαπράττει αδικία έχει μεγαλύτερο μέρος του αγαθού, ενώ αυτός που αδικείται έχει μικρότερο μέρος. Στην περίπτωση, πάλι, του κακού συμβαίνει το αντίθετο· γιατί το λιγότερο κακό καταντάει να λογαριάζεται αγαθό σε σύγκριση με το περισσότερο κακό, αφού το λιγότερο κακό προτιμάται και επιλέγεται πιο πολύ από το περισσότερο κακό, και αυτό που προτιμάται και επιλέγεται είναι αγαθό — και, φυσικά, καθετί που προτιμάται και επιλέγεται περισσότερο είναι μεγαλύτερο αγαθό.
Αυτό είναι λοιπόν το ένα είδος του δικαίου.