Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (256.1-260.1)


256. ΧΗΝΕΣ ΚΑΙ ΓΕΡΑΝΟΙ
[256.1] χῆνες καὶ γέρανοι τὸν αὐτὸν λειμῶνα ἐνέμοντο. ἐπιφανέντων δὲ αὐτοῖς θηρευτῶν αἱ μὲν γέρανοι ἐλαφραὶ οὖσαι ἀπέπτησαν, οἱ δὲ χῆνες μείναντες διὰ τὸ βάρος τῶν σωμάτων συνελήφθησαν.
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἐπὰν στάσις ἐν πόλει γένηται, οἱ μὲν πένητες εὐπρόφοροι ὄντες ῥᾳδίως ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν σῴζονται, οἱ δὲ πλούσιοι διὰ τὴν τῶν ὑπαρχόντων ὑπερβολὴν μένοντες πολλάκις δουλεύουσιν.

257. ΟΝΑΓΡΟΣ ΚΑΙ ΛΥΚΟΣ
[257.1] χωλὸς ὄναγρος ὑπὸ σκόλοπος ἐγκεντρισμένος ὀδυνηρῶς ἔφερε τὸν πόδα ἀλγῶν καὶ διαβῆναι τὸν ποταμὸν μὴ δυνάμενος. λύκος δὲ βριαρὸς αὐτὸν συναντήσας ἔμελλε κατεσθίειν ἕτοιμον εὑρὼν θήραμα. ὁ ὄναγρος δὲ αὐτοῦ ἐδέετο λέγων· «παῦσόν με πρῶτον τοῦ πόνου τὸν σκόλοπα ἐκ τοῦ ποδὸς ἑλκύσας». τοῦ δὲ λύκου τοῖς ὀδοῦσι τὸν σκόλοπα ἐξελκύσαντος ὁ ὄνος κουφισθεὶς τῆς τοῦ ποδὸς ἀλγηδόνος λακτίσας αὐτὸν τοῖς ποσὶ νεκρὸν ἀφῆκε καὶ εἰς ὄρος δραμὼν ἐσώθη.
διδάσκει ἡμᾶς ὁ λόγος, ὅτι κακῷ καλὸν ποιήσας οὐχ ἕξεις εὐχαριστίαν, ἀλλὰ μᾶλλον λοιδορίαν.

258. ΧΕΛΙΔΩΝ ΚΑΙ ΚΟΡΩΝΗ
[258.1] χελιδὼν καὶ κορώνη περὶ κάλλους ἐφιλονείκουν. ὑποτυχοῦσα δὲ ἡ κορώνη πρὸς αὐτὴν εἶπεν· «ἀλλὰ τὸ μὲν σὸν κάλλος τὴν ἐαρινὴν ὥραν ἀνθεῖ, τὸ δὲ ἐμὸν σῶμα καὶ χειμῶνι ἀντιτάσσεται».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἡ τοῦ σώματος παράτασις εὐπρεπείας καλλίων.

259. ΧΕΛΩΝΗ ΚΑΙ ΑΕΤΟΣ
[259.1] χελώνη θεασαμένη ἀετὸν πετόμενον ἐπεθύμησε καὶ αὐτὴ πέτεσθαι. προσελθοῦσα δὲ τοῦτον παρεκάλει ἐφ᾽ ᾧ βούλεται μισθῷ διδάξαι αὐτήν. τοῦ δὲ λέγοντος ἀδύνατον εἶναι καὶ ἔτι αὐτῆς ἐπικειμένης καὶ ἀξιούσης, ἄρας αὐτὴν καὶ μετέωρος ἀρθεὶς ἀφῆκεν ἐπί τινος πέτρας, ὅθεν κατενεχθεῖσα διερράγη [καὶ ἀπέθανεν].
ὅτι πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν φιλονεικίαις τῶν φρονιμωτέρων παρακούσαντες ἑαυτοὺς καταβλάπτουσιν.

260. ΨΥΛΛΑ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΗΣ
[260.1] ψύλλα ποτὲ πηδήσασα ἐκάθισεν ἐπὶ πόδα ἀνδρὸς ἀθλητοῦ σοβοῦντος καὶ ἁλομένη ἐνῆκε δῆγμα. ὁ δὲ ἀκροχολήσας ‹καὶ› εὐτρεπίσας τοὺς ὄνυχας οἷός τε ἦν συνθλάσαι τὴν ψύλλαν. ἡ δ᾽ ὑφ᾽ ὁρμῆς φυσικῆς πήδημα λαβοῦσα ἀπέδρα τοῦ θανεῖν ἀπαλλαγεῖσα. καὶ ὃς στενάξας εἶπεν· «ὦ Ἡράκλεις, ὅταν πρὸς ψύλλαν οὕτως, πῶς ἐπὶ τοὺς ἀνταγωνιστὰς συνεργὸς ἔσῃ;»
ὁ λόγος δηλοῖ μὴ δεῖν ἐπὶ τὰ ἐλάχιστα καὶ ἀκίνδυνα ἐπ᾽ εὐθεῖαν τοὺς θεοὺς ἐπικαλεῖν, ἀλλ᾽ ἐπὶ ταῖς μείζοσιν ἀνάγκαις.


256. Οι χήνες και οι γερανοί.
[256.1] Μια φορά βοσκούσαν πλάι-πλάι στο ίδιο λιβάδι οι χήνες και οι γερανοί, όταν ξάφνου ξεπρόβαλαν κάτι κυνηγοί και έρχονταν καταπάνω τους. Τότε οι γερανοί, που είναι ελαφροί, πέταξαν αμέσως μακριά. Οι χήνες, όμως, καθηλώθηκαν από τα βαριά κορμιά τους και αιχμαλωτίστηκαν.
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Άμα ξεσπάσουν εσωτερικές ταραχές σε καμιά πόλη, οι φτωχοί μετακινούνται εύκολα σε άλλο μέρος και τη γλιτώνουν. Οι πλούσιοι, όμως, επειδή έχουν μεγάλες περιουσίες επιτόπου, μένουν πίσω, με αποτέλεσμα να καταντούν πολλές φορές δούλοι.

257. Ο όναγρος και ο λύκος.
[257.1] Μια φορά ήταν ένας όναγρος που μπήχτηκε στο πόδι του αγκάθι και πονούσε. Κούτσαινε λοιπόν, σέρνοντας το πονεμένο πόδι του με οδύνη. Και φυσικά, όταν έφτασε μπροστά στο ποτάμι, ήταν ανίκανος να περάσει απέναντι. Εκεί πέρα, που λέτε, τον πρόφτασε ένας βαρβάτος λύκος: τούτος, όλο χαρά που βρήκε θήραμα στρωμένο έτοιμο μπροστά του, άνοιγε ήδη το στόμα του για να τον καταβροχθίσει. Εκείνη τη στιγμή, όμως, ο όναγρος το έριξε στα παρακάλια και στις εκκλήσεις: «Αχ, να χαρείς, σταμάτησε πρώτα τον πόνο μου: νά, δες εδώ, βγάλε μου τούτο το αγκάθι από το ποδάρι μου». Όντως, ο λύκος άδραξε το αγκάθι με τα δόντια του και το τράβηξε έξω. Τότε ο όναγρος ανακουφίστηκε αμέσως από τους πόνους στο πέλμα. Έτσι, κατάφερε να τραβήξει μια γερή κλωτσιά με τα κανιά του στον λύκο, τόσο που τον ξάπλωσε χάμω ψόφιο. Μετά, το έβαλε στα πόδια προς το βουνό και γλίτωσε.
Το δίδαγμα του μύθου: Άμα κάνεις καλό στον αχρείο, μην περιμένεις να σου πει ευχαριστώ· αντίθετα, θα σε περιγελάσει και από πάνω.

258. Το χελιδόνι και η κουρούνα.
[258.1] Μια φορά τσακώνονταν μεταξύ τους η χελιδόνα και η κουρούνα, ποιά από τις δυο τους είναι η πιο όμορφη. Σε κάποια στιγμή, λοιπόν, η κουρούνα διέκοψε την αντίπαλό της και της πέταξε: «Καλά όλα αυτά, αλλά πρόσεξε: Η δική σου ομορφιά κρατιέται ακμαία μονάχα για μία εποχή, την άνοιξη. Ενώ το κορμί το δικό μου αντέχει και αντιστέκεται και στον χειμώνα».
Το δίδαγμα του μύθου: Η σωματική αντοχή σε βάθος χρόνου είναι καλύτερη από την εξωτερική ομορφιά.

259. Η χελώνα και ο αετός.
[259.1] Κάποτε η χελώνα παρακολούθησε τον αετό να πετάει και λαχτάρησε να κάνει το ίδιο και αυτή. Πλησίασε, που λέτε, τον αετό και τον παρακαλούσε να την εκπαιδεύσει στο πέταγμα· και για αμοιβή, ας ζητήσει όση θέλει. Το πουλί βέβαια της εξήγησε ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Έλα όμως που η χελώνα επέμενε και τον πίεζε και άλλο με την απαίτησή της. Στο τέλος, λοιπόν, ο αετός τη σήκωσε πάνω, ανυψώθηκε πετώντας στον αέρα και την αμόλησε από ψηλά σε κάτι βράχια. Εκεί πάνω γκρεμοτσακίστηκε η χελώνα και έγινε κομμάτια.
Δίδαγμα: Πολλοί άνθρωποι, άμα μπλέξουν σε διενέξεις, παραγνωρίζουν τις συμβουλές των πιο μυαλωμένων, με αποτέλεσμα να ζημιώνουν τον ίδιο τον εαυτό τους.

260. Ο ψύλλος και ο αθλητής.
[260.1] Μια φορά ο ψύλλος έδωσε έναν πήδο και στρογγυλοκάθισε πάνω στην ποδάρα κάποιου αθλητή. Καθώς λοιπόν τούτος περπατούσε με μεγάλες δρασκελιές, χοροπήδαγε ο ψύλλος, και τελικά κατάφερε στον άνθρωπο μια δαγκωματιά. Του αθλητή, βέβαια, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι: επιστράτευσε ευθύς τα νύχια του και ετοιμαζόταν να γραπώσει τον ψύλλο και να τον λιώσει. Το έντομο, όμως, με τη φυσική φόρα που είχε πάρει, έκανε άλμα πάλι και του ξέφυγε, γλιτώνοντας τον θάνατο. Τότε ο άνθρωπος στέναξε και αναφώνησε: «Αμάν βρε Ηρακλή, ωραία βοήθεια μου πρόσφερες με τον ψύλλο! Έτσι λογαριάζεις να με συντρέξεις και στον αγώνα με τους αντιπάλους μου;».
Το δίδαγμα του μύθου: Για προβλήματα μηδαμινά και ακίνδυνα δεν πρέπει να επικαλούμαστε κατευθείαν τους θεούς σε βοήθεια. Ας τους φυλάμε καλύτερα για τις κρίσιμες ώρες ανάγκης.