Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (2.12.1-2.13.9)

[2.12.1] Τοσαῦτα εἰπὼν καὶ διαλύσας τὸν ξύλλογον ὁ Ἀρχίδαμος Μελήσιππον πρῶτον ἀποστέλλει ἐς τὰς Ἀθήνας τὸν Διακρίτου ἄνδρα Σπαρτιάτην, εἴ τι ἄρα μᾶλλον ἐνδοῖεν οἱ Ἀθηναῖοι ὁρῶντες σφᾶς ἤδη ἐν ὁδῷ ὄντας. [2.12.2] οἱ δὲ οὐ προσεδέξαντο αὐτὸν ἐς τὴν πόλιν οὐδ᾽ ἐπὶ τὸ κοινόν· ἦν γὰρ Περικλέους γνώμη πρότερον νενικηκυῖα κήρυκα καὶ πρεσβείαν μὴ προσδέχεσθαι Λακεδαιμονίων ἐξεστρατευμένων· ἀποπέμπουσιν οὖν αὐτὸν πρὶν ἀκοῦσαι καὶ ἐκέλευον ἐκτὸς ὅρων εἶναι αὐθημερόν, τό τε λοιπὸν ἀναχωρήσαντας ἐπὶ τὰ σφέτερα αὐτῶν, ἤν τι βούλωνται, πρεσβεύεσθαι. ξυμπέμπουσί τε τῷ Μελησίππῳ ἀγωγούς, ὅπως μηδενὶ ξυγγένηται. [2.12.3] ὁ δ᾽ ἐπειδὴ ἐπὶ τοῖς ὁρίοις ἐγένετο καὶ ἔμελλε διαλύσεσθαι, τοσόνδε εἰπὼν ἐπορεύετο ὅτι «ἥδε ἡ ἡμέρα τοῖς Ἕλλησι μεγάλων κακῶν ἄρξει.» [2.12.4] ὡς δὲ ἀφίκετο ἐς τὸ στρατόπεδον καὶ ἔγνω ὁ Ἀρχίδαμος ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι οὐδέν πω ἐνδώσουσιν, οὕτω δὴ ἄρας τῷ στρατῷ προυχώρει ἐς τὴν γῆν αὐτῶν. [2.12.5] Βοιωτοὶ δὲ μέρος μὲν τὸ σφέτερον καὶ τοὺς ἱππέας παρείχοντο Πελοποννησίοις ξυστρατεύειν, τοῖς δὲ λειπομένοις ἐς Πλάταιαν ἐλθόντες τὴν γῆν ἐδῄουν.
[2.13.1] Ἔτι δὲ τῶν Πελοποννησίων ξυλλεγομένων τε ἐς τὸν Ἰσθμὸν καὶ ἐν ὁδῷ ὄντων, πρὶν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν Ἀττικήν, Περικλῆς ὁ Ξανθίππου στρατηγὸς ὢν Ἀθηναίων δέκατος αὐτός, ὡς ἔγνω τὴν ἐσβολὴν ἐσομένην, ὑποτοπήσας, ὅτι Ἀρχίδαμος αὐτῷ ξένος ὢν ἐτύγχανε, μὴ πολλάκις ἢ αὐτὸς ἰδίᾳ βουλόμενος χαρίζεσθαι τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ παραλίπῃ καὶ μὴ δῃώσῃ, ἢ καὶ Λακεδαιμονίων κελευσάντων ἐπὶ διαβολῇ τῇ ἑαυτοῦ γένηται τοῦτο, ὥσπερ καὶ τὰ ἄγη ἐλαύνειν προεῖπον ἕνεκα ἐκείνου, προηγόρευε τοῖς Ἀθηναίοις ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ὅτι Ἀρχίδαμος μέν οἱ ξένος εἴη, οὐ μέντοι ἐπὶ κακῷ γε τῆς πόλεως γένοιτο, τοὺς δὲ ἀγροὺς τοὺς ἑαυτοῦ καὶ οἰκίας ἢν ἄρα μὴ δῃώσωσιν οἱ πολέμιοι ὥσπερ καὶ τὰ τῶν ἄλλων, ἀφίησιν αὐτὰ δημόσια εἶναι καὶ μηδεμίαν οἱ ὑποψίαν κατὰ ταῦτα γίγνεσθαι. [2.13.2] παρῄνει δὲ καὶ περὶ τῶν παρόντων ἅπερ καὶ πρότερον, παρασκευάζεσθαί τε ἐς τὸν πόλεμον καὶ τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐσκομίζεσθαι, ἔς τε μάχην μὴ ἐπεξιέναι, ἀλλὰ τὴν πόλιν ἐσελθόντας φυλάσσειν, καὶ τὸ ναυτικόν, ᾗπερ ἰσχύουσιν, ἐξαρτύεσθαι, τά τε τῶν ξυμμάχων διὰ χειρὸς ἔχειν, λέγων τὴν ἰσχὺν αὐτοῖς ἀπὸ τούτων εἶναι τῶν χρημάτων τῆς προσόδου, τὰ δὲ πολλὰ τοῦ πολέμου γνώμῃ καὶ χρημάτων περιουσίᾳ κρατεῖσθαι. [2.13.3] θαρσεῖν τε ἐκέλευε προσιόντων μὲν ἑξακοσίων ταλάντων ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ φόρου κατ᾽ ἐνιαυτὸν ἀπὸ τῶν ξυμμάχων τῇ πόλει ἄνευ τῆς ἄλλης προσόδου, ὑπαρχόντων δὲ ἐν τῇ ἀκροπόλει ἔτι τότε ἀργυρίου ἐπισήμου ἑξακισχιλίων ταλάντων (τὰ γὰρ πλεῖστα τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια ἐγένετο, ἀφ᾽ ὧν ἔς τε τὰ προπύλαια τῆς ἀκροπόλεως καὶ τἆλλα οἰκοδομήματα καὶ ἐς Ποτείδαιαν ἀπανηλώθη), [2.13.4] χωρὶς δὲ χρυσίου ἀσήμου καὶ ἀργυρίου ἔν τε ἀναθήμασιν ἰδίοις καὶ δημοσίοις καὶ ὅσα ἱερὰ σκεύη περί τε τὰς πομπὰς καὶ τοὺς ἀγῶνας καὶ σκῦλα Μηδικὰ καὶ εἴ τι τοιουτότροπον, οὐκ ἐλάσσονος [ἦν] ἢ πεντακοσίων ταλάντων. [2.13.5] ἔτι δὲ καὶ τὰ ἐκ τῶν ἄλλων ἱερῶν προσετίθει χρήματα οὐκ ὀλίγα, οἷς χρήσεσθαι αὐτούς, καὶ ἢν πάνυ ἐξείργωνται πάντων, καὶ αὐτῆς τῆς θεοῦ τοῖς περικειμένοις χρυσίοις· ἀπέφαινε δ᾽ ἔχον τὸ ἄγαλμα τεσσαράκοντα τάλαντα σταθμὸν χρυσίου ἀπέφθου, καὶ περιαιρετὸν εἶναι ἅπαν. χρησαμένους τε ἐπὶ σωτηρίᾳ ἔφη χρῆναι μὴ ἐλάσσω ἀντικαταστῆσαι πάλιν. [2.13.6] χρήμασι μὲν οὖν οὕτως ἐθάρσυνεν αὐτούς, ὁπλίτας δὲ τρισχιλίους καὶ μυρίους εἶναι ἄνευ τῶν ἐν τοῖς φρουρίοις καὶ τῶν παρ᾽ ἔπαλξιν ἑξακισχιλίων καὶ μυρίων. [2.13.7] τοσοῦτοι γὰρ ἐφύλασσον τὸ πρῶτον ὁπότε οἱ πολέμιοι ἐσβάλοιεν, ἀπό τε τῶν πρεσβυτάτων καὶ τῶν νεωτάτων, καὶ μετοίκων ὅσοι ὁπλῖται ἦσαν. τοῦ τε γὰρ Φαληρικοῦ τείχους στάδιοι ἦσαν πέντε καὶ τριάκοντα πρὸς τὸν κύκλον τοῦ ἄστεως, καὶ αὐτοῦ τοῦ κύκλου τὸ φυλασσόμενον τρεῖς καὶ τεσσαράκοντα (ἔστι δὲ αὐτοῦ ὃ καὶ ἀφύλακτον ἦν, τὸ μεταξὺ τοῦ τε μακροῦ καὶ τοῦ Φαληρικοῦ), τὰ δὲ μακρὰ τείχη πρὸς τὸν Πειραιᾶ τεσσαράκοντα σταδίων, ὧν τὸ ἔξωθεν ἐτηρεῖτο· καὶ τοῦ Πειραιῶς ξὺν Μουνιχίᾳ ἑξήκοντα μὲν σταδίων ὁ ἅπας περίβολος, τὸ δ᾽ ἐν φυλακῇ ὂν ἥμισυ τούτου. [2.13.8] ἱππέας δὲ ἀπέφαινε διακοσίους καὶ χιλίους ξὺν ἱπποτοξόταις, ἑξακοσίους δὲ καὶ χιλίους τοξότας, καὶ τριήρεις τὰς πλωίμους τριακοσίας. [2.13.9] ταῦτα γὰρ ὑπῆρχεν Ἀθηναίοις καὶ οὐκ ἐλάσσω ἕκαστα τούτων, ὅτε ἡ ἐσβολὴ τὸ πρῶτον ἔμελλε Πελοποννησίων ἔσεσθαι καὶ ἐς τὸν πόλεμον καθίσταντο. ἔλεγε δὲ καὶ ἄλλα οἷάπερ εἰώθει Περικλῆς ἐς ἀπόδειξιν τοῦ περιέσεσθαι τῷ πολέμῳ.

[2.12.1] Μετά τα λίγα αυτά λόγια, ο Αρχίδαμος διάλυσε την συνάθροιση και, πριν από οτιδήποτε άλλο, έστειλε στην Αθήνα τον Σπαρτιάτη Μελήσιππο του Διακρίτου για να μάθει μήπως οι Αθηναίοι, βλέποντας τον εχθρό να βρίσκεται κιόλας κοντά, θα ήσαν περισσότερο ενδοτικοί. [2.12.2] Οι Αθηναίοι, όμως, δεν τον άφησαν να μπει στην πόλη ούτε φυσικά να παρουσιαστεί στην Εκκλησία του Λαού και τούτο επειδή, προηγουμένως, είχε ψηφιστεί πρόταση του Περικλή, να μην γίνει δεκτός κανένας κήρυκας ή πρεσβεία των Λακεδαιμονίων από την στιγμή που θα είχαν αρχίσει αυτοί την εκστρατεία. Έδιωξαν, λοιπόν, τον Μελήσσιππο χωρίς να τον ακούσουν και τον διάταξαν να βγει, αυθημερόν, από τα σύνορα της Αττικής. Πρόσθεσαν ότι από τότε κι ύστερα θα μπορούν οι Λακεδαιμόνιοι, αν θέλουν, να στέλνουν πρέσβεις μόνο αν αποσυρθούν στο έδαφός τους. Έστειλαν και φρουρούς με τον Μελήσιππο, ώστε να μην επικοινωνήσει με κανέναν. [2.12.3] Όταν έφτασε στα σύνορα κι έπρεπε να χωριστεί απ᾽ τους συνοδούς, πριν ξεκινήσει, γύρισε και είπε τα λίγα αυτά λόγια: «Η μέρα η σημερινή είναι αρχή μεγάλων κακών για τους Έλληνες». [2.12.4] Όταν έφτασε στο στρατόπεδο και ο Αρχίδαμος έμαθε ότι οι Αθηναίοι δεν είχαν καμιά πρόθεση να φανούν υποχωρητικοί, σήκωσε το στρατόπεδο και προχώρησε στο έδαφός τους. [2.12.5] Οι Βοιωτοί έστειλαν κι εκείνοι στους Πελοποννησίους όσο πεζικό και ιππικό είχαν υποχρέωση να παραχωρήσουν στην κοινή εκστρατεία και με τον υπόλοιπο στρατό τους πήγαν στην Πλάταια και ρήμαξαν τα χωράφια.
[2.13.1] Όταν οι Πελοποννήσιοι συγκεντρώνονταν ακόμα στον Ισθμό και προτού εισβάλουν στην Αττική, ο Περικλής του Ξανθίππου, που ήταν, τότε, ένας από τους Δέκα Στρατηγούς των Αθηναίων, βλέποντας ότι επίκειται η εισβολή, φοβήθηκε μήπως ο Αρχίδαμος, που τύχαινε να είναι φίλος του, για να του κάνει χάρη, δώσει από δική του πρωτοβουλία διαταγή να μην καταστραφούν τα κτήματά του, είτε ακόμα και μετά από διαταγή των Λακεδαιμονίων για να τον εκθέσουν στους Αθηναίους, όπως το είχαν προσπαθήσει, απαιτώντας να εξαγνιστεί η πολιτεία από το Κυλώνειο άγος. Για τον λόγο αυτόν ο Περικλής ανακοίνωσε στην Εκκλησία του Λαού ότι ο Αρχίδαμος ήταν φίλος του, αλλά ότι αυτό δεν θα προκαλούσε καμιά βλάβη στα συμφέροντα της πολιτείας και ότι, αν ο εχθρός δεν κατάστρεφε τα κτήματά του και τα εξοχικά του, τότε τα χάριζε στο δημόσιο για να μην δημιουργηθεί, από τον λόγο αυτό, καμιά υποψία εναντίον του. [2.13.2] Τους έδωσε και συμβουλές για την κατάσταση, λέγοντάς τους, και πάλι, ότι έπρεπε να ετοιμάζονται για πόλεμο και να μεταφέρουν μέσα στα τείχη όλην την κινητή τους περιουσία από την ύπαιθρο. Ότι έπρεπε να μην επιχειρήσουν να κάνουν έξοδο αλλά, αντίθετα, να μπουν όλοι μέσα στην πόλη και να την φρουρούν, ότι έπρεπε να έχουν ετοιμοπόλεμο ναυτικό που ήταν η δύναμή τους και να σφίξουν το χαλινάρι στους συμμάχους τους, αφού η πολιτεία αντλούσε την κύρια δύναμή της από τις χρηματικές τους εισφορές και στον πόλεμο η σωφροσύνη και η αφθονία χρημάτων είναι οι κύριοι συντελεστές της επιτυχίας. [2.13.3] Τους είπε ότι έπρεπε να είναι βέβαιοι για την νίκη, αφού η πολιτεία, εκτός από τις άλλες προσόδους, είχε ετήσιο εισόδημα εξακόσια τάλαντα από τον συμμαχικό φόρο και είχε στην Ακρόπολη έξι χιλιάδες τάλαντα σε ασημένια νομίσματα. Το απόθεμα είχε φτάσει, προς στιγμή, τα εννέα χιλιάδες επτακόσια τάλαντα, αλλ᾽ απ᾽ αυτά είχαν γίνει οι δαπάνες για τα Προπύλαια και τ᾽ άλλα οικοδομήματα καθώς και για την εκστρατεία της Ποτίδαιας. [2.13.4] Εκτός απ᾽ αυτά υπήρχαν χρυσάφι και ασήμι άκοπο σε αφιερώματα ιδιωτικά και δημόσια, σε ιερά σκεύη που χρησιμοποιούσαν στις πομπές και στους αγώνες, τα λάφυρα από τα μηδικά κι άλλα αντικείμενα, που η αξία τους ήταν πεντακόσια, τουλάχιστον, τάλαντα. [2.13.5] Πρόσθεσε σ᾽ όλα αυτά και τα όσα είχαν οι άλλοι ναοί —και δεν ήσαν λίγα— και είπε ότι, αν έφταναν στο έσχατο σημείο να μην έχουν κανένα πόρο, θα είχαν ακόμα και το χρυσάφι του αγάλματος της Αθηνάς. Υπολόγιζε ότι το άγαλμα είχε καθαρό χρυσό σαράντα τάλαντα, που μπορούσε όλος ν᾽ αφαιρεθεί. Είπε πως, αν χρησιμοποιούσαν το χρυσάφι αυτό, θα έπρεπε μετά την νίκη να το αντικαταστήσουν. [2.13.6] Έτσι, τους ενθάρρυνε για τα οικονομικά. Για την στρατιωτική προετοιμασία είπε ότι είχαν δεκατρείς χιλιάδες οπλίτες, εκτός από τους δεκαέξι χιλιάδες που ήσαν φρουροί στα διάφορα φρούρια και φύλαγαν και τα τείχη. [2.13.7] Τόσοι ήσαν, αρχικά, όσοι, στις πρώτες εισβολές του εχθρού, φρουρούσαν τα τείχη. Ήσαν οι πιο ηλικιωμένοι και οι πιο νέοι και όσοι από τους μετοίκους ήσαν οπλίτες. Το μάκρος του Φαληρικού τείχους ήταν τριανταπέντε περίπου στάδια, από το Φάληρο έως την πόλη. Τα τείχη της πολιτείας που είχαν φρουρά είχαν περίγυρο σαράντα τρία στάδια κι ένα μέρος του τείχους αυτού, που βρισκόταν ανάμεσα στο Φαληρικό και τα Μακρά Τείχη, δεν είχε φρουρά. Τα Μακρά Τείχη προς τον Πειραιά είχαν μάκρος σαράντα στάδια, αλλά μόνο το εξωτερικό είχε φρουρά. Το τείχος του Πειραιά και της Μουνιχίας είχε συνολικό μάκρος εξήντα στάδια, αλλά μόνον το μισό είχε φρουρά. [2.13.8] Ο Περικλής πρόσθεσε ότι οι ιππείς ήσαν χίλιοι διακόσιοι μαζί με τους ιπποτοξότες και οι τοξότες χίλιοι εξακόσιοι. Τα ετοιμοπόλεμα καράβια ήσαν τριακόσια. [2.13.9] Τόσες ήσαν, και ασφαλώς όχι πιο λίγες, οι δυνάμεις της Αθήνας σε κάθε όπλο στις παραμονές της πελοποννησιακής εισβολής, στην αρχή του πολέμου. Ο Περικλής είπε και άλλα πολλά από εκείνα που συνήθιζε, για ν᾽ αποδείξει στους Αθηναίους ότι θα είναι οι νικητές του πολέμου.