Μιλώντας όπως μίλησε, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά εχάθη
στο πέλαγος το ατρύγητο, αφήνοντας την όμορφη Σχερία·
80στον Μαραθώνα φτάνοντας και στην πλατύδρομη μεγάλη Αθήνα,
όπου κατέφυγε στο ασφαλισμένο Ερεχθείο. Τότε κι ο Οδυσσέας
προχώρησε να μπει στου Αλκινόου το σπίτι, όμως σταμάτησε
μπροστά στο χάλκινο κατώφλι, θάμπωσε ο νους του αναλογίζοντας:
λες κι ήταν ήλιος ή σελήνη το φως κι η λάμψη
που ανακλούσε το ψηλόστεγο παλάτι του μεγαλόψυχου Αλκινόου.
Χάλκινοι οι τοίχοι πέρα ως πέρα, αριστερά δεξιά,
από την είσοδο ως πίσω στον μυχό, και το διάζωμα ολόγυρα από σμάλτο·
χρυσές οι θύρες του σπιτιού, να το ασφαλίζουν· οι παραστάτες από ασήμι,
που πατούσαν πάνω στο χάλκινο κατώφλι·
90το υπέρθυρο κι αυτό ασημένιο, της πόρτας η λαβή μάλαμα καθαρό·
στο κάθε πλάι δίδυμοι δυο σκύλοι, μαλαματένιοι κι αργυροί,
έργα του Ηφαίστου, κατόρθωμα μεγάλο της σοφής του τέχνης,
να στέκουν φύλακες μπροστά στο αρχοντικό του μεγαλόψυχου Αλκινόου,
αγέραστοι κι αθάνατοι εις τον αιώνα.
Στην αίθουσα υποδοχής τριγύρω οι θρόνοι, στις δυο μεριές του τοίχου
ακουμπισμένοι, ένας κατόπιν του αλλουνού, από την είσοδο ως το βάθος·
και πάνω τους καλύμματα λεπτά κι ωραία, από το χέρι υφασμένα
γυναικών που ξέρουν. Εκεί οι πρώτοι των Φαιάκων πίνουν, τρων,
και δεν τους λείπει τίποτε μέσα στον χρόνο.
100Κούροι χρυσοί, σε στέρεους στυλοβάτες, ορθοί κρατούσαν
αναμμένες δάδες, να φέγγουνε τη νύχτα, να φωτίζουν
συνδαιτυμόνες και παλάτι.
Μέσα στο αρχοντικό πενήντα δούλες, στη διάθεσή του·
άλλες αλέθουν στον χερόμυλο ξανθό σιτάρι, κάποιες υφαίνουν
μπρος στον αργαλειό ή και τη ρόκα στρέφουν, καθισμένες στη σειρά,
πυκνές σαν φύλλα άγριας λεύκας —
απ᾽ τα λινά τους υφαντά περνά το λάδι κι αποστάζει.
Όπως οι άντρες Φαίακες καλύτερα απ᾽ τους άλλους ξέρουν την τέχνη
πώς να κυβερνούν στο πέλαγος καράβια γρήγορα,
παρόμοια κι οι γυναίκες τους
110γνωρίζουν την τέχνη του αργαλειού· η Αθηνά τις δίδαξε
να φτιάχνουν υφαντά πανέμορφα, κι ο νους τους να προκόβει.
Έξω από την αυλή, πλάι στην εξώθυρα, ένα μεγάλο περιβόλι
τέσσερα στρέμματα, κι ο φράχτης γύρω να το προστατεύει.
Εκεί ήσαν φυτεμένα δέντρα ψηλά και φουντωμένα·
ροδιές κι οι απιδιές, μηλιές με μήλα χρυσοκόκκινα,
συκιές με σύκα μέλι, κι οι καρπερές ελιές.
Ποτέ τους ο καρπός δεν τους απόλειψε μήτε και πάει χαμένος·
χειμώνα καλοκαίρι, αδιάκοπα, με τις πυκνές πνοές του ο ζέφυρος
άλλα τα κάνει να καρπίζουν, άλλα να ωριμάζουν·
120το απίδι γίνεται πάνω στο γινομένο απίδι, μήλο στο μήλο,
σταφύλι στο σταφύλι και στο σύκο σύκο.
Εκεί ριζώνει, δικό του και πολύκαρπο, το αμπέλι:
σ᾽ ένα του ίσιωμα το αλώνι, όπου στεγνώνει ο ήλιος τα σταφύλια·
όσα στην ώρα τους είναι για τρύγο, τα τρυγούν· άλλα στο πατητήρι
τα πατούν πιο πέρα, οι αγουρίδες τώρα ανθίζουν, αλλού μόλις
που πήραν τα σταφύλια να μαυρίζουν.
Κι όπου τα κλήματα τελειώνουν, οι βραγιές αρχίζουν
κάθε λογής, πράσινες και με τάξη, όλον τον χρόνο λάμποντας.
Υπάρχουν και δυο κρήνες: ποτίζει η μια απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη
130το μεγάλο περιβόλι· κάτω από το κατώφλι της αυλής η άλλη,
φέρνει νερό στο αρχοντικό, δροσίζει τους πολίτες που περνούν.
Τέτοιος παράδεισος τα δώρα των θεών στον βασιλιά Αλκίνοο·
εκεί, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, θαύμαζε.
Κι όταν όλο το θαύμα αυτό κατέβηκε στα βάθη της ψυχής του,
απότομα κινήθηκε πατώντας το κατώφλι και μπήκε στο παλάτι.
Βρήκε τους Φαίακες, άρχοντες και συμβούλους, που με τα κύπελλά τους
έκαναν σπονδή στον άγρυπνον Αργοφονιά,
θεό που τον θυμούνται στις σπονδές τους τελευταίον,
προτού τους συνεπάρει η ιδέα του ύπνου.
Τότε προχώρησε στο σπίτι, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
140αόρατος μες στην πυκνή νεφέλη, περιβολή της Αθηνάς.
Και μόνο όταν βρέθηκε αντίκρυ στην Αρήτη και στον Αλκίνοο μπροστά,
τυλίγοντας τα χέρια του στα γόνατά της,
έπεσε τότε το θεσπέσιο σύννεφο από πάνω του, και τον φανέρωσε.
Έμειναν άφωνοι εκείνοι να κοιτούν μπροστά τους ξένον άνθρωπο,
απορημένοι, ο Οδυσσέας όμως τώρα ικέτευε:
«Αρήτη, κόρη του λαμπρού Ρηξήνορα, στον άντρα σου προσβλέπω,
προσπέφτω στα δικά σου γόνατα, εξαντλημένος απ᾽ τον μόχθο και τα βάσανα, επικαλούμαι και τους ομοτράπεζούς σας·
άμποτε οι θεοί να δίνουν και στο μέλλον ευτυχία και πλούτη,
όσο θα ζείτε να τα χαίρεστε, κι ύστερα καθένας στα παιδιά του
να τα κληροδοτεί, όσα αγαθά το σπίτι σας τιμούν και την τιμή
150που ο λαός σάς δείχνει.
Μόνο και το δικό μου κατευόδιο σκεφτείτε, να φτάσω στην πατρίδα
δίχως καθυστέρηση, αφού, απ᾽ τους δικούς μου χωρισμένος τόσα χρόνια,
πάσχω και βασανίζομαι.»
|