Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Δὶς κατηγορούμενος (10-11)


ΠΑΝ
[10] Χαίρετε, ὦ Ἑρμῆ καὶ Δίκη.
ΕΡΜΗΣ
Καὶ σύ γε, ὦ Πάν, μουσικώτατε καὶ πηδητικώτατε Σατύρων ἁπάντων, Ἀθήνησι δὲ καὶ πολεμικώτατε.
ΠΑΝ
Τίς δὲ ὑμᾶς, ὦ Ἑρμῆ, χρεία δεῦρο ἤγαγεν;
ΕΡΜΗΣ
Αὕτη σοι διηγήσεται τὰ πάντα· ἐγὼ δὲ ἐπὶ τὴν ἀκρόπολιν ἄπειμι καὶ τὸ κήρυγμα.
ΔΙΚΗ
Ὁ Ζεύς, ὦ Πάν, κατέπεμψέ με ἀποκληρώσουσαν τὰς δίκας. σοὶ δὲ πῶς τὰ ἐν Ἀθήναις ἔχει;
ΠΑΝ
Τὸ μὲν ὅλον οὐ κατ᾽ ἀξίαν πράττω παρ᾽ αὐτοῖς, ἀλλὰ πολὺ καταδεέστερον τῆς ἐλπίδος, καὶ ταῦτα τηλικοῦτον ἀπωσάμενος κυδοιμὸν τὸν ἐκ τῶν βαρβάρων. ὅμως δὲ δὶς ἢ τρὶς τοῦ ἔτους ἀνιόντες ἐπιλεξάμενοι τράγον ἔνορχην θύουσί μοι πολλῆς τῆς κινάβρας ἀπόζοντα, εἶτ᾽ εὐωχοῦνται τὰ κρέα, ποιησάμενοί με τῆς εὐφροσύνης μάρτυρα καὶ ψιλῷ τιμήσαντες τῷ κρότῳ. πλὴν ἀλλ᾽ ἔχει τινά μοι ψυχαγωγίαν ὁ γέλως αὐτῶν καὶ ἡ παιδιά.
ΔΙΚΗ
[11] Τὰ δ᾽ ἄλλα, ὦ Πάν, ἀμείνους πρὸς ἀρετὴν ἐγένοντο ὑπὸ τῶν φιλοσόφων;
ΠΑΝ
Τίνας λέγεις τοὺς φιλοσόφους; ἆρ᾽ ἐκείνους τοὺς κατηφεῖς, τοὺς συνάμα πολλούς, τοὺς τὸ γένειον ὁμοίους ἐμοί, τοὺς λάλους;
ΔΙΚΗ
Καὶ μάλα.
ΠΑΝ
Οὐκ οἶδα ὅλως ὅ τι καὶ λέγουσιν οὐδὲ συνίημι τὴν σοφίαν αὐτῶν· ὄρειος γὰρ ἔγωγε καὶ τὰ κομψὰ ταῦτα ῥημάτια καὶ ἀστικὰ οὐ μεμάθηκα, ὦ Δίκη. πόθεν γὰρ ἐν Ἀρκαδίᾳ σοφιστὴς ἢ φιλόσοφος; μέχρι τοῦ πλαγίου καλάμου καὶ τῆς σύριγγος ἐγὼ σοφός, τὰ δ᾽ ἄλλα αἰπόλος καὶ χορευτὴς καὶ πολεμιστής, ἢν δέῃ. πλὴν ἀλλ᾽ ἀκούω γε αὐτῶν ἀεὶ κεκραγότων καὶ ἀρετήν τινα καὶ ἰδέας καὶ φύσιν καὶ ἀσώματα διεξιόντων, ἄγνωστα ἐμοὶ καὶ ξένα ὀνόματα. καὶ τὰ πρῶτα μὲν εἰρηνικῶς ἐνάρχονται τῶν πρὸς ἀλλήλους λόγων, προιούσης δὲ τῆς συνουσίας ἐπιτείνουσι τὸ φθέγμα μέχρι πρὸς τὸ ὄρθιον, ὥστε ὑπερδιατεινομένων καὶ ἅμα λέγειν ἐθελόντων τό τε πρόσωπον ἐρυθριᾷ καὶ ὁ τράχηλος οἰδεῖ καὶ αἱ φλέβες ἐξανίστανται ὥσπερ τῶν αὐλητῶν ὁπόταν εἰς στενὸν τὸν αὐλὸν ἐμπνεῖν βιάζωνται. διαταράξαντες γοῦν τοὺς λόγους καὶ τὸ ἐξ ἀρχῆς ἐπισκοπούμενον συγχέαντες ἀπίασι λοιδορησάμενοι ἀλλήλοις οἱ πολλοί, τὸν ἱδρῶτα ἐκ τοῦ μετώπου ἀγκύλῳ τῷ δακτύλῳ ἀποξυόμενοι, καὶ οὗτος κρατεῖν ἔδοξεν ὃς ἂν μεγαλοφωνότερος αὐτῶν ᾖ καὶ θρασύτερος καὶ διαλυομένων ἀπέλθῃ ὕστερος. πλὴν ἀλλ᾽ ὅ γε λεὼς ὁ πολὺς τεθήπασιν αὐτούς, καὶ μάλιστα ὁπόσους μηδὲν τῶν ἀναγκαιοτέρων ἀσχολεῖ, καὶ παρεστᾶσι πρὸς τὸ θράσος καὶ τὴν βοὴν κεκηλημένοι. ἐμοὶ μὲν οὖν ἀλαζόνες τινὲς ἐδόκουν ἀπὸ τούτων καὶ ἠνιώμην ἐπὶ τῇ τοῦ πώγωνος ὁμοιότητι. εἰ δέ γε δημωφελές τι ἐνῆν τῇ βοῇ αὐτῶν καί τι ἀγαθὸν ἐκ τῶν ῥημάτων ἐκείνων ἀνεφύετο αὐτοῖς, οὐκ ἂν εἰπεῖν ἔχοιμι. πλὴν ἀλλ᾽ εἴ γε δεῖ μηδὲν ὑποστειλάμενον τἀληθὲς διηγήσασθαι —οἰκῶ γὰρ ἐπὶ σκοπῆς, ὡς ὁρᾷς— πολλοὺς αὐτῶν πολλάκις ἤδη ἐθεασάμην περὶ δείλην ὀψίαν—


ΠΑΝ
[10] Χαίρετε, Ερμή και Δίκη.
ΔΙΚΗ
Χαίρε, Παν, που είσαι ο καλύτερος από τους Σατύρους στον χορό και στη μουσική κι ο πιο καλός πολεμιστής σ᾽ όλη την Αθήνα.
ΠΑΝ
Και πώς αποδώ,Ερμή;
ΕΡΜΗΣ
Η Δίκη θα σου τα διηγηθεί. Εγώ πάω στην Ακρόπολη να κηρύξω.
ΔΙΚΗ
Ο Ζευς μ᾽ έστειλε να κληρώσω τους δικαστές. Γιά πες μου, πώς τα περνάς εδώ στην Αθήνα;
ΠΑΝ
Τί να σου πω… Με τιμούν πολύ λιγότερο παρ᾽ όσο περίμενα, μόλο που εγώ τους βόηθησα τόσο στην επιδρομή των βαρβάρων. Όπως να ᾽ναι όμως, δυο-τρεις φορές τον χρόνο ανεβαίνουν δω πάνω και θυσιάζουν έναν ακέριο τράγο, που μυρίζει τραγίλα, κι ύστερα κάθονται και τρώνε τα κρέατα κι εγώ τους κοιτάζω από μακριά κι απολαμβάνω μόνο την τιμή. Αλλ᾽ αδιάφορο, διασκεδάζω κι εγώ κάπως, όταν τους βλέπω να γελούν και να παίζουν.
ΔΙΚΗ
[11] Καλά, δεν βρίσκεις ότι τους έκαμαν πιο ενάρετους τώρα οι φιλόσοφοι;
ΠΑΝ
Και ποιοί είν᾽ αυτοί οι φιλόσοφοι που λες; Μήπως εκείνοι οι κατσουφιασμένοι, που πάνε πολλοί μαζί, που έχουν γενειάδα σαν τη δική μου κι αδιάκοπα πολυλογούνε;
ΔΙΚΗ
Αυτούς λέω.
ΠΑΝ
Ούτε ξέρω τί λένε, ούτε και τη σοφία τους καταλαβαίνω. Εγώ, βλέπεις, είμαι βουνίσιος και δεν τα ᾽χω μάθει αυτά τα λόγια τα ντελικάτα και τα κομψά, που μιλούνε στις πολιτείες. Πού να βρεθεί στην Αρκαδία σοφιστής και φιλόσοφος! Όλη μου η σοφία εμένα είναι στη φλογέρα και στη σύριγγα, κι αν χρειαστεί, ξέρω να βόσκω γίδια και να χορεύω και να πολεμώ. Ωστόσο, τους ακούω που βάζουν τις φωνές και μιλούνε για αρετή, για ιδέες, για άυλες ψυχές — πράγματα ξένα κι άγνωστα για μένα. Στην αρχή, συζητούνε ήσυχα και τακτικά, αλλά όσο προχωρεί η συζήτηση, τους βλέπεις και δυναμώνουν τη φωνή και βάζουν τα δυνατά τους και λένε όλοι μαζί. Τότε ανάβει το πρόσωπό τους και φουσκώνουν οι φλέβες στον λαιμό τους σαν τους σαλπιχτές, όταν φυσούνε σε στενή σάλπιγγα. Και στο τέλος, αφού τα κάμουν θάλασσα και ξεχάσουν κι οι ίδιοι τί ήθελαν ν᾽ αποδείξουν, σηκώνονται και φεύγουν βρίζοντας ο ένας τον άλλο και σκουπίζοντας με το δάχτυλο τον ίδρωτα από το μέτωπό τους. Κι όποιος έβαλε τις μεγαλύτερες φωνές κι έδειξε το μεγαλύτερο θράσος και φύγει και τελευταίος, αυτός θεωρείται νικητής. Ο κοσμάκης όμως τους θαυμάζει, ιδίως όσοι δεν έχουν σοβαρότερες ασχολίες και κάθονται και κάνουν χάζι με τη φωνή και το κακό που γίνεται. Όσο για μένα, νομίζω ότι είναι αγύρτες και, μά την αλήθεια, ντρέπομαι που μου μοιάζουν έτσι στα γένια. Τώρα, αν βγαίνει τίποτε καλό από τη βοή τους κι από τη φασαρία τους. δεν είμαι σε θέση να ξέρω. Ένα όμως ξέρω να πω, αν πρέπει να τα πει κανείς όλα χωρίς να κρύψει τίποτε (κάθομαι βλέπεις ψηλά και βλέπω παντού): ότι πολλές φορές πήρε το μάτι μου μερικούς απ᾽ αυτούς, αργά κατά το βραδάκι…