[15] Στο μεταξύ κυκλοφορούσε συνεχώς και μεταξύ των άλλων το κρασοπότηρο και οι φιλικές προπόσεις και οι ομιλίες, καθώς είχανε φέρει μέσα και φώτα. Στο μεταξύ εγώ έβλεπα τον νεαρό υπηρέτη που στεκόταν δίπλα στον Κλεόδημο, και ήταν ένας όμορφος οινοχόος, να μισοχαμογελάει —θα πρέπει, φαντάζομαι, να σου πω και όλα τα δευτερεύοντα του συμποσίου, και μάλιστα οτιδήποτε χαριτωμένο έγινε— κι άρχισα να παρατηρώ προσεκτικά, για να δω για ποιόν λόγο χαμογελούσε. Κι έπειτα από λίγο αυτός πλησίασε τάχα για να παραλάβει την κούπα από τον Κλεόδημο, εκείνος όμως του έσφιξε δυνατά το δάχτυλο, δίνοντάς του συγχρόνως και δύο δραχμές, νομίζω, μαζί με την κούπα. Ο υπηρέτης χαμογέλασε αμέσως για το σφίξιμο του δαχτύλου του, δεν αντιλήφτηκε όμως, υποθέτω, το νόμισμα, με αποτέλεσμα να μην το συγκρατήσει, και οι δύο δραχμές να του πέσουν κάτω και να κάνουν θόρυβο· έγινε ολοφάνερο πως και οι δυο τους κατακοκκίνισαν. Οι διπλανοί τους αναρωτιούνταν τίνος ήταν τα νομίσματα, καθώς ο υπηρέτης διαβεβαίωνε πως δεν του έπεσαν, ενώ ο Κλεόδημος, κοντά στον οποίο έγινε ο θόρυβος, δεν παραδεχόταν πως τα έριξε. Δεν δόθηκε λοιπόν συνέχεια και ξεχάστηκε το γεγονός, μια και δεν το είδανε και πάρα πολλοί, κατά τη δική μου εκτίμηση, παρά μόνο ο Αρισταίνετος. Λίγο αργότερα πάντως αντικατέστησε διακριτικά τον νεαρό υπηρέτη, απομακρύνοντάς τον από το συμπόσιο, και έκανε νόημα να σταθεί κοντά στον Κλεόδημο κάποιος άνδρας περασμένης ηλικίας και γεροδεμένος, κάποιος από αυτούς που φρόντιζαν τα μουλάρια ή τα άλογα. Αυτή λοιπόν η υπόθεση έτσι εξελίχτηκε, και θα είχε προξενήσει μεγάλη ντροπή στον Κλεόδημο, αν είχε προλάβει να διαδοθεί σε όλους, κι αν δεν είχε αποσιωπηθεί αμέσως, καθώς ο Αρισταίνετος χειρίστηκε πολύ επιδέξια αυτή την άπρεπη συμπεριφορά εξαιτίας του κρασιού. [16] Ο κυνικός Αλκιδάμαντας όμως, που ήταν ήδη πιωμένος, ζήτησε να μάθει πώς ονομαζόταν η κοπέλα που παντρευότανε και, προστάζοντας μεγαλόφωνα να γίνει ησυχία, στράφηκε προς τις γυναίκες και είπε: «Πίνω στην υγειά σου, Κλεανθίδα, στο όνομα του Ηρακλή, του αρχηγού μας». Καθώς όμως όλοι γέλασαν μ᾽ αυτό, συνέχισε: «Γελάσατε, καθάρματα, που έκανα πρόποση για τη νύμφη στο όνομα του δικού μας του θεού, του Ηρακλή; Κι όμως, θα πρέπει να ξέρετε καλά πως, αν δεν παραλάβει από μένα το κύπελλο, ποτέ δεν θα μπορέσει να αποκτήσει τέτοιον γιο σαν κι εμένα, ακατάβλητο στη δύναμη, ελεύθερο στην έκφραση άποψης, και τόσο γεροδεμένο στο σώμα». Και ταυτόχρονα ξεγύμνωνε τον εαυτό του όλο και περισσότερο, σε σημείο που να προκαλεί ντροπή. Γέλασαν και πάλι μ᾽ αυτά οι συμποσιαστές, κι αυτός εξοργισμένος ξεσηκώθηκε κοιτάζοντας με αγριότητα και παραλογισμό, και ήταν ολοφάνερο πως δεν θα συμπεριφερόταν ειρηνικά στο εξής. Ίσως μάλιστα να κατέβαζε το μπαστούνι του πάνω σε κάποιον, αν την κρίσιμη στιγμή δεν έφερναν μέσα ένα πολύ μεγάλο γλύκισμα, στο οποίο έστρεψε τα μάτια του κι έγινε πιο ήμερος και σταμάτησε τον θυμό του κι άρχισε να το καταβροχθίζει ακολουθώντας τους σερβιτόρους ολόγυρα. [17] Ήδη οι περισσότεροι ήταν μεθυσμένοι, και το συμπόσιο ήταν γεμάτο φωνές. Από τη μια ο Διονυσόδωρος ο ρήτορας εκφωνούσε κάποιους δικούς του λόγους υποστηρίζοντας με τη σειρά αντικρουόμενες απόψεις, και τον επευφημούσαν οι υπηρέτες που στέκονταν πίσω του, κι από την άλλη ο Ιστιαίος ο γραμματικός, ξαπλωμένος στην τελευταία θέση, απάγγελλε ραψωδίες και συγχώνευε σε ένα σύνολο στίχους του Πινδάρου και του Ησιόδου και του Ανακρέοντα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια σύνθεση εντελώς γελοία, ιδιαίτερα στα εξής σημεία, σαν να προέλεγε τα μέλλοντα: και μαζί τις ασπίδες χτυπήσαν και μα και θρήνος εκεί ακουγόταν, και αντάμα θριάμβου κραυγές. Και ο Ζηνόθεμης πήρε από τον υπηρέτη του κι άρχισε να διαβάζει ένα πυκνογραμμένο βιβλίο.
|