Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Συμπόσιον ἢ Λαπίθαι (15-17)


[15] Ἤδη δὲ καὶ ἐς τοὺς ἄλλους συνεχῶς περιεσοβεῖτο ἡ κύλιξ καὶ φιλοτησίαι καὶ ὁμιλίαι καὶ φῶτα εἰσεκεκόμιστο. ἐν τοσούτῳ δ᾽ ἐγὼ τὸν παρεστῶτα τῷ Κλεοδήμῳ παῖδα οἰνοχόον ὄντα ὡραῖον ἰδὼν ὑπομειδιῶντα —χρὴ γάρ, οἶμαι, καὶ ὅσα πάρεργα τῆς ἑστιάσεως εἰπεῖν, καὶ μάλιστα εἴ τι πρὸς τὸ γλαφυρώτερον ἐπράχθη— μάλα ἤδη παρεφύλαττον ὅ τι καὶ μειδιάσειε. καὶ μετὰ μικρὸν ὁ μὲν προσῆλθεν ὡς ἀποληψόμενος παρὰ τοῦ Κλεοδήμου τὴν φιάλην, ὁ δὲ τόν τε δάκτυλον ἀπέθλιψεν αὐτοῦ καὶ δραχμὰς δύο, οἶμαι, συνανέδωκε μετὰ τῆς φιάλης· ὁ παῖς δὲ πρὸς μὲν τὸν δάκτυλον θλιβόμενον αὖθις ἐμειδίασεν, οὐ μὴν συνεῖδεν, οἶμαι, τὸ νόμισμα, ὥστε μὴ δεξαμένου ψόφον αἱ δύο δραχμαὶ παρέσχον ἐκπεσοῦσαι, καὶ ἠρυθρίασαν ἄμφω μάλα σαφῶς. ἠπόρουν δὲ οἱ πλησίον οὗτινος εἴη τὰ νομίσματα, τοῦ μὲν παιδὸς ἀρνουμένου μὴ ἀποβεβληκέναι, τοῦ δὲ Κλεοδήμου, καθ᾽ ὃν ὁ ψόφος ἐγένετο, μὴ προσποιουμένου τὴν ἀπόρριψιν. ἠμελήθη οὖν καὶ παρώφθη τοῦτο οὐ πάνυ πολλῶν ἰδόντων πλὴν μόνου, ὡς ἐμοὶ ἔδοξε, τοῦ Ἀρισταινέτου· μετέστησε γὰρ τὸν παῖδα μικρὸν ὕστερον ἀφανῶς ὑπεξαγαγὼν καὶ τῷ Κλεοδήμῳ τινὰ παραστῆναι διένευσε τῶν ἐξώρων ἤδη καὶ καρτερῶν, ὀρεωκόμον τινὰ ἢ ἱπποκόμον. καὶ τοῦτο μὲν ὧδέ πως ἐκεχωρήκει, μεγάλης αἰσχύνης αἴτιον ‹ἂν› τῷ Κλεοδήμῳ γενόμενον, εἰ ἔφθη διαφοιτῆσαν εἰς ἅπαντας, ἀλλὰ μὴ κατέσβη αὐτίκα, δεξιῶς πάνυ τοῦ Ἀρισταινέτου τὴν παροινίαν ἐνέγκαντος.
[16] Ὁ Κυνικὸς δὲ Ἀλκιδάμας, ἐπεπώκει γὰρ ἤδη, πυθόμενος ἥτις ἡ γαμουμένη παῖς καλοῖτο, σιωπὴν παραγγείλας μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἀποβλέψας ἐς τὰς γυναῖκας, Προπίνω σοι, ἔφη, ὦ Κλεανθί, Ἡρακλέους ἀρχηγέτου. ὡς δ᾽ ἐγέλασαν ἐπὶ τούτῳ ἅπαντες, Ἐγελάσατε, εἶπεν, ὦ καθάρματα, εἰ τῇ νύμφῃ προὔπιον ἐπὶ τοῦ ἡμετέρου θεοῦ τοῦ Ἡρακλέους; καὶ μὴν εὖ εἰδέναι χρὴ ὡς, ἢν μὴ λάβῃ παρ᾽ ἐμοῦ τὸν σκύφον, οὔποτε τοιοῦτος ἂν υἱὸς αὐτῇ γένοιτο οἷος ἐγώ, ἄτρεπτος μὲν ἀλκήν, ἐλεύθερος δὲ τὴν γνώμην, τὸ σῶμα δὲ οὕτω καρτερός· καὶ ἅμα παρεγύμνου ἑαυτὸν μᾶλλον ἄχρι πρὸς τὸ αἴσχιστον. αὖθις ἐπὶ τούτοις ἐγέλασαν οἱ συμπόται, καὶ ὃς ἀγανακτήσας ἐπανίστατο δριμὺ καὶ παράφορον βλέπων καὶ δῆλος ἦν οὐκέτι εἰρήνην ἄξων. τάχα δ᾽ ἄν τινος καθίκετο τῇ βακτηρίᾳ, εἰ μὴ κατὰ καιρὸν εἰσεκεκόμιστο πλακοῦς εὐμεγέθης, πρὸς ὃν ἀποβλέψας ἡμερώτερος ἐγένετο καὶ ἔληξε τοῦ θυμοῦ καὶ ἐνεφορεῖτο συμπεριιών. [17] καὶ οἱ πλεῖστοι ἐμέθυον ἤδη καὶ βοῆς μεστὸν ἦν τὸ συμπόσιον· ὁ μὲν γὰρ Διονυσόδωρος ὁ ῥήτωρ αὑτοῦ ῥήσεις τινὰς ἐν μέρει διεξῄει καὶ ἐπῃνεῖτο ὑπὸ τῶν κατόπιν ἐφεστώτων οἰκετῶν, ὁ δὲ Ἱστιαῖος ὁ γραμματικὸς ἐρραψῴδει ὕστερος κατακείμενος καὶ συνέφερεν ἐς τὸ αὐτὸ τὰ Πινδάρου καὶ Ἡσιόδου καὶ Ἀνακρέοντος, ὡς ἐξ ἁπάντων μίαν ᾠδὴν παγγέλοιον ἀποτελεῖσθαι, μάλιστα δ᾽ ἐκεῖνα ὥσπερ προμαντευόμενος τὰ μέλλοντα,
σὺν δ᾽ ἔβαλον ῥινούς·
καὶ
ἔνθα δ᾽ ἄρ᾽ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν.
ὁ Ζηνόθεμις δ᾽ ἀνεγίνωσκε παρὰ τοῦ παιδὸς λαβὼν λεπτόγραμμόν τι βιβλίον.


[15] Στο μεταξύ κυκλοφορούσε συνεχώς και μεταξύ των άλλων το κρασοπότηρο και οι φιλικές προπόσεις και οι ομιλίες, καθώς είχανε φέρει μέσα και φώτα. Στο μεταξύ εγώ έβλεπα τον νεαρό υπηρέτη που στεκόταν δίπλα στον Κλεόδημο, και ήταν ένας όμορφος οινοχόος, να μισοχαμογελάει —θα πρέπει, φαντάζομαι, να σου πω και όλα τα δευτερεύοντα του συμποσίου, και μάλιστα οτιδήποτε χαριτωμένο έγινε— κι άρχισα να παρατηρώ προσεκτικά, για να δω για ποιόν λόγο χαμογελούσε. Κι έπειτα από λίγο αυτός πλησίασε τάχα για να παραλάβει την κούπα από τον Κλεόδημο, εκείνος όμως του έσφιξε δυνατά το δάχτυλο, δίνοντάς του συγχρόνως και δύο δραχμές, νομίζω, μαζί με την κούπα. Ο υπηρέτης χαμογέλασε αμέσως για το σφίξιμο του δαχτύλου του, δεν αντιλήφτηκε όμως, υποθέτω, το νόμισμα, με αποτέλεσμα να μην το συγκρατήσει, και οι δύο δραχμές να του πέσουν κάτω και να κάνουν θόρυβο· έγινε ολοφάνερο πως και οι δυο τους κατακοκκίνισαν. Οι διπλανοί τους αναρωτιούνταν τίνος ήταν τα νομίσματα, καθώς ο υπηρέτης διαβεβαίωνε πως δεν του έπεσαν, ενώ ο Κλεόδημος, κοντά στον οποίο έγινε ο θόρυβος, δεν παραδεχόταν πως τα έριξε. Δεν δόθηκε λοιπόν συνέχεια και ξεχάστηκε το γεγονός, μια και δεν το είδανε και πάρα πολλοί, κατά τη δική μου εκτίμηση, παρά μόνο ο Αρισταίνετος. Λίγο αργότερα πάντως αντικατέστησε διακριτικά τον νεαρό υπηρέτη, απομακρύνοντάς τον από το συμπόσιο, και έκανε νόημα να σταθεί κοντά στον Κλεόδημο κάποιος άνδρας περασμένης ηλικίας και γεροδεμένος, κάποιος από αυτούς που φρόντιζαν τα μουλάρια ή τα άλογα. Αυτή λοιπόν η υπόθεση έτσι εξελίχτηκε, και θα είχε προξενήσει μεγάλη ντροπή στον Κλεόδημο, αν είχε προλάβει να διαδοθεί σε όλους, κι αν δεν είχε αποσιωπηθεί αμέσως, καθώς ο Αρισταίνετος χειρίστηκε πολύ επιδέξια αυτή την άπρεπη συμπεριφορά εξαιτίας του κρασιού.
[16] Ο κυνικός Αλκιδάμαντας όμως, που ήταν ήδη πιωμένος, ζήτησε να μάθει πώς ονομαζόταν η κοπέλα που παντρευότανε και, προστάζοντας μεγαλόφωνα να γίνει ησυχία, στράφηκε προς τις γυναίκες και είπε: «Πίνω στην υγειά σου, Κλεανθίδα, στο όνομα του Ηρακλή, του αρχηγού μας». Καθώς όμως όλοι γέλασαν μ᾽ αυτό, συνέχισε: «Γελάσατε, καθάρματα, που έκανα πρόποση για τη νύμφη στο όνομα του δικού μας του θεού, του Ηρακλή; Κι όμως, θα πρέπει να ξέρετε καλά πως, αν δεν παραλάβει από μένα το κύπελλο, ποτέ δεν θα μπορέσει να αποκτήσει τέτοιον γιο σαν κι εμένα, ακατάβλητο στη δύναμη, ελεύθερο στην έκφραση άποψης, και τόσο γεροδεμένο στο σώμα». Και ταυτόχρονα ξεγύμνωνε τον εαυτό του όλο και περισσότερο, σε σημείο που να προκαλεί ντροπή. Γέλασαν και πάλι μ᾽ αυτά οι συμποσιαστές, κι αυτός εξοργισμένος ξεσηκώθηκε κοιτάζοντας με αγριότητα και παραλογισμό, και ήταν ολοφάνερο πως δεν θα συμπεριφερόταν ειρηνικά στο εξής. Ίσως μάλιστα να κατέβαζε το μπαστούνι του πάνω σε κάποιον, αν την κρίσιμη στιγμή δεν έφερναν μέσα ένα πολύ μεγάλο γλύκισμα, στο οποίο έστρεψε τα μάτια του κι έγινε πιο ήμερος και σταμάτησε τον θυμό του κι άρχισε να το καταβροχθίζει ακολουθώντας τους σερβιτόρους ολόγυρα. [17] Ήδη οι περισσότεροι ήταν μεθυσμένοι, και το συμπόσιο ήταν γεμάτο φωνές. Από τη μια ο Διονυσόδωρος ο ρήτορας εκφωνούσε κάποιους δικούς του λόγους υποστηρίζοντας με τη σειρά αντικρουόμενες απόψεις, και τον επευφημούσαν οι υπηρέτες που στέκονταν πίσω του, κι από την άλλη ο Ιστιαίος ο γραμματικός, ξαπλωμένος στην τελευταία θέση, απάγγελλε ραψωδίες και συγχώνευε σε ένα σύνολο στίχους του Πινδάρου και του Ησιόδου και του Ανακρέοντα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια σύνθεση εντελώς γελοία, ιδιαίτερα στα εξής σημεία, σαν να προέλεγε τα μέλλοντα:
και μαζί τις ασπίδες χτυπήσαν
και
μα και θρήνος εκεί ακουγόταν,
και αντάμα θριάμβου κραυγές.
Και ο Ζηνόθεμης πήρε από τον υπηρέτη του κι άρχισε να διαβάζει ένα πυκνογραμμένο βιβλίο.