Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Περὶ πένθους (21-24)


[21] Καὶ μέχρι μὲν θρήνων ὁ αὐτὸς ἅπασι νόμος τῆς ἀβελτερίας· τὸ δὲ ἀπὸ τούτου διελόμενοι κατὰ ἔθνη τὰς ταφὰς ὁ μὲν Ἕλλην ἔκαυσεν, ὁ δὲ Πέρσης ἔθαψεν, ὁ δὲ Ἰνδὸς ὑάλῳ περιχρίει, ὁ δὲ Σκύθης κατεσθίει, ταριχεύει δὲ ὁ Αἰγύπτιος· οὗτος μέν γε —λέγω δὲ ἰδών— ξηράνας τὸν νεκρὸν σύνδειπνον καὶ συμπότην ἐποιήσατο. πολλάκις δὲ καὶ δεομένῳ χρημάτων ἀνδρὶ Αἰγυπτίῳ ἔλυσε τὴν ἀπορίαν ἐνέχυρον ἢ ὁ ἀδελφὸς ἢ ὁ πατὴρ ἐν καιρῷ γενόμενος.
[22] Χώματα μὲν γὰρ καὶ πυραμίδες καὶ στῆλαι καὶ ἐπιγράμματα πρὸς ὀλίγον διαρκοῦντα πῶς οὐ περιττὰ καὶ παιδιαῖς προσεοικότα; [23] καίτοι καὶ ἀγῶνας ἔνιοι διέθεσαν καὶ λόγους ἐπιταφίους εἶπον ἐπὶ τῶν μνημάτων ὥσπερ συναγορεύοντες ἢ μαρτυροῦντες παρὰ τοῖς κάτω δικασταῖς τῷ νεκρῷ.
[24] Ἐπὶ πᾶσι τούτοις τὸ περίδειπνον, καὶ πάρεισιν οἱ προσήκοντες καὶ τοὺς γονέας παραμυθοῦνται τοῦ τετελευτηκότος καὶ πείθουσι γεύσασθαι, οὐκ ἀηδῶς μὰ Δία οὐδ᾽ αὐτοὺς ἀναγκαζομένους, ἀλλὰ ἤδη ὑπὸ λιμοῦ τριῶν ἑξῆς ἡμερῶν ἀπηυδηκότας. καί, «Μέχρι μὲν τίνος, ὦ οὗτος, ὀδυρόμεθα; ἔασον ἀναπαύσασθαι τοὺς τοῦ μακαρίτου δαίμονας· εἰ δὲ καὶ τὸ παράπαν κλάειν διέγνωκας, αὐτοῦ γε τούτου ἕνεκα χρὴ μὴ ἀπόσιτον εἶναι, ἵνα καὶ διαρκέσῃς πρὸς τοῦ πένθους τὸ μέγεθος.» τότε δὴ τότε ῥαψωδοῦνται πρὸς ἁπάντων δύο τοῦ Ὁμήρου στίχοι·
καὶ γάρ τ᾽ ἠΰκομος Νιόβη ἐμνήσατο σίτου·
καὶ
γαστέρι δ᾽ οὔπως ἐστὶ νέκυν πενθῆσαι Ἀχαιούς.
οἱ δὲ ἅπτονται μέν, αἰσχυνόμενοι δὲ τὰ πρῶτα καὶ δεδιότες εἰ φανοῦνται μετὰ τὴν τελευτὴν τῶν φιλτάτων τοῖς ἀνθρωπίνοις πάθεσιν ἐμμένοντες.
Ταῦτα καὶ πολὺ τούτων γελοιότερα εὕροι τις ἂν ἐπιτηρῶν ἐν τοῖς πένθεσι γιγνόμενα διὰ τὸ τοὺς πολλοὺς τὸ μέγιστον τῶν κακῶν τὸν θάνατον οἴεσθαι.


[21] Και όσο ο λόγος είναι για τους θρήνους, ισχύει για όλους ο ίδιος κανόνας της ανοησίας. Από κει και πέρα, έχοντας μοιράσει ανάλογα με την εθνικότητα τον τρόπο ταφής, ο Έλληνας καίει τον νεκρό του, ο Πέρσης τον θάβει, ο Ινδός τον περιβάλλει με γυαλί, ο Σκύθης τον καταβροχθίζει, ενώ ο Αιγύπτιος τον ταριχεύει. Αυτός μάλιστα ο τελευταίος —και το λέω επειδή το είδα— αποξηραίνει τον νεκρό και τον στήνει στο τραπέζι για να τρώνε και να πίνουνε μαζί. Πολλές φορές μάλιστα κάποιον Αιγύπτιο, που είχε απόλυτη ανάγκη από χρήματα, τον έβγαλε από το αδιέξοδο ή ο αδελφός ή ο πατέρας του, που δόθηκε ενέχυρο την κατάλληλη στιγμή.
[22] Όσο για τους χωμάτινους τύμβους και τις πυραμίδες και τις επιτύμβιες στήλες και τα επιγράμματα, που δεν έχουν και μεγάλη αντοχή, πώς να μην πει κανείς ότι είναι περιττά και ότι μοιάζουν με παιχνίδια; [23] Παρόλα αυτά, και αγώνες οργανώνουν κάποιοι, και επιτάφιους λόγους απαγγέλλουν πάνω στα μνήματα, σαν να είναι συνήγοροι ή μάρτυρες υπεράσπισης του νεκρού μπροστά στους δικαστές του κάτω κόσμου.
[24] Στο τέλος όλων αυτών έρχεται το νεκρόδειπνο, όπου είναι παρόντες οι συγγενείς και προσπαθούν να παρηγορήσουν τους γονείς του νεκρού και να τους πείσουν να φάνε κάτι, πράγμα που εκείνοι το κάνουν ευχαρίστως, μά τον Δία, και όχι αναγκαστικά, μια και ήδη έχουν εξαντληθεί από την πείνα τριών συνεχόμενων ημερών. Και «Μέχρι πότε, φίλε μου, θα θρηνούμε; Άσε να αναπαυτεί η ψυχή του μακαρίτη. Ακόμη κι αν αποφάσισες να κλαις παντοτινά, ακριβώς γι᾽ αυτό και μόνο πρέπει να μη μένεις χωρίς τροφή, για να αντέξεις στο μέγεθος του πένθους».
Τότε ακριβώς είναι που όλοι απαγγέλλουν δύο ομηρικούς στίχους:
κι η Νιόβη η ομορφόμαλλη θυμήθηκε να φάει·
και
οι Αχαιοί με την κοιλιά νεκρό δεν τον πενθάνε.
κι αυτοί αρχίζουνε να τρώνε, στην αρχή με ντροπή και με φόβο, μήπως φανεί πως μετά τον θάνατο των πολυαγαπημένων τους εξακολουθούν να παρασύρονται από τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Αυτά, και άλλα πολύ γελοιότερα απ᾽ αυτά, θα μπορούσε να διαπιστώσει κανείς εξετάζοντας όσα γίνονται σε καταστάσεις πένθους, επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν την εντύπωση ότι ο θάνατος αποτελεί τη μεγαλύτερη συμφορά τους.