Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Μένιππος ἢ Νεκυομαντεία (1212-14)

ΜΕΝΙΠΠΟΣ

[12] Ὁ δ᾽ οὖν Μίνως ἐπιμελῶς ἐξετάζων ἀπέπεμπεν ἕκαστον εἰς τὸν τῶν ἀσεβῶν χῶρον δίκην ὑφέξοντα κατ᾽ ἀξίαν τῶν τετολμημένων, καὶ μάλιστα ἐκείνων ἥπτετο τῶν ἐπὶ πλούτοις τε καὶ ἀρχαῖς τετυφωμένων καὶ μονονουχὶ καὶ προσκυνεῖσθαι περιμενόντων, τήν τε ὀλιγοχρόνιον ἀλαζονείαν αὐτῶν καὶ τὴν ὑπεροψίαν μυσαττόμενος, καὶ ὅτι μὴ ἐμέμνηντο θνητοί τε ὄντες αὐτοὶ καὶ θνητῶν ἀγαθῶν τετυχηκότες. οἳ δὲ ἀποδυσάμενοι τὰ λαμπρὰ ἐκεῖνα πάντα, πλούτους λέγω καὶ γένη καὶ δυναστείας, γυμνοὶ κάτω νενευκότες παρειστήκεσαν ὥσπερ τινὰ ὄνειρον ἀναπεμπαζόμενοι τὴν παρ᾽ ἡμῖν εὐδαιμονίαν· ὥστ᾽ ἔγωγε ταῦτα ὁρῶν ὑπερέχαιρον καὶ εἴ τινα γνωρίσαιμι αὐτῶν, προσιὼν ἂν ἡσυχῇ πως ὑπεμίμνησκον οἷος ἦν παρὰ τὸν βίον καὶ ἡλίκον ἐφύσα τότε, ἡνίκα πολλοὶ μὲν ἕωθεν ἐπὶ τῶν πυλώνων παρειστήκεσαν τὴν πρόοδον αὐτοῦ περιμένοντες ὠθούμενοί τε καὶ ἀποκλειόμενοι πρὸς τῶν οἰκετῶν· ὁ δὲ μόλις ἄν ποτε ἀνατείλας αὐτοῖς πορφυροῦς τις ἢ περίχρυσος ἢ διαποίκιλος εὐδαίμονας ᾤετο καὶ μακαρίους ἀποφαίνειν τοὺς προσειπόντας, εἰ τὸ στῆθος ἢ τὴν δεξιὰν προτείνων δοίη καταφιλεῖν. ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἠνιῶντο ἀκούοντες.
[13] Τῷ δὲ Μίνῳ μία τις καὶ πρὸς χάριν ἐδικάσθη· τὸν γάρ τοι Σικελιώτην Διονύσιον πολλά γε καὶ δεινὰ καὶ ἀνόσια ὑπό τε Δίωνος κατηγορηθέντα καὶ ὑπὸ τῆς σκιᾶς καταμαρτυρηθέντα παρελθὼν Ἀρίστιππος ὁ Κυρηναῖος —ἄγουσι δ᾽ αὐτὸν ἐν τιμῇ καὶ δύναται μέγιστον ἐν τοῖς κάτω— μικροῦ δεῖν τῇ Χιμαίρᾳ προσδεθέντα παρέλυσε τῆς καταδίκης λέγων πολλοῖς αὐτὸν τῶν πεπαιδευμένων πρὸς ἀργύριον γενέσθαι δεξιόν.
[14] Ἀποστάντες δὲ ὅμως τοῦ δικαστηρίου πρὸς τὸ κολαστήριον ἀφικνούμεθα. ἔνθα δή, ὦ φιλότης, πολλὰ καὶ ἐλεεινὰ ἦν καὶ ἀκοῦσαι καὶ ἰδεῖν· μαστίγων τε γὰρ ὁμοῦ ψόφος ἠκούετο καὶ οἰμωγὴ τῶν ἐπὶ τοῦ πυρὸς ὀπτωμένων καὶ στρέβλαι καὶ κύφωνες καὶ τροχοί, καὶ ἡ Χίμαιρα ἐσπάραττεν καὶ ὁ Κέρβερος ἐδάρδαπτεν. ἐκολάζοντό τε ἅμα πάντες, βασιλεῖς, δοῦλοι, σατράπαι, πένητες, πλούσιοι, πτωχοί, καὶ μετέμελε πᾶσι τῶν τετολμημένων. ἐνίους δὲ αὐτῶν καὶ ἐγνωρίσαμεν ἰδόντες, ὁπόσοι ἦσαν τῶν ἔναγχος τετελευτηκότων· οἱ δὲ ἐνεκαλύπτοντό τε καὶ ἀπεστρέφοντο, εἰ δὲ καὶ προσβλέποιεν, μάλα δουλοπρεπές τι καὶ κολακευτικόν, καὶ ταῦτα πῶς οἴει βαρεῖς ὄντες καὶ ὑπερόπται παρὰ τὸν βίον; τοῖς μέντοι πένησιν ἡμιτέλεια τῶν κακῶν ἐδίδοτο, καὶ διαναπαυόμενοι πάλιν ἐκολάζοντο. καὶ μὴν κἀκεῖνα εἶδον τὰ μυθώδη, τὸν Ἰξίονα καὶ τὸν Σίσυφον καὶ τὸν Φρύγα Τάνταλον, χαλεπῶς γε ἔχοντα, καὶ τὸν γηγενῆ Τιτυόν, Ἡράκλεις ὅσος· ἔκειτο γοῦν τόπον ἐπέχων ἀγροῦ.


[12] Ο Μίνωας λοιπόν τους εξέταζε με προσοχή και τους έστελνε έναν έναν στον χώρο των ασεβών, για να τιμωρηθούν όπως τους άξιζε, ανάλογα με όσα είχαν τολμήσει να κάνουν. Ιδιαίτερα μάλιστα αντιμετώπιζε όσους έδειχναν υπερβολική έπαρση για τον πλούτο και την εξουσία τους, και όσους περίμεναν ούτε λίγο ούτε πολύ να τους προσκυνάνε, επειδή αηδίαζε τη λιγόχρονη αλαζονεία και υπεροψία τους, και γιατί δεν θυμούνταν ότι και οι ίδιοι ήταν θνητοί και τα αγαθά που απέκτησαν ήταν θνητά. Κι αυτοί, ξεντυμένοι απ᾽ όλα εκείνα τα λαμπρά, εννοώ τους πλούτους και τις καταγωγές και τις κυριαρχίες τους, στέκονταν εκεί γυμνοί και σκυμμένοι κάτω, αναπολώντας σαν όνειρο την ευτυχία που είχαν στον δικό μας κόσμο. Εγώ λοιπόν, βλέποντάς τα αυτά, ήμουν καταχαρούμενος και, κάθε φορά που αναγνώριζα κάποιον απ᾽ αυτούς, τον πλησίαζα με ηρεμία και του θύμιζα τί λογής ήταν όσο ζούσε, και πόσο φούσκωνε από υπερηφάνεια τότε, όταν πολλοί συγκεντρώνονταν από τα χαράματα μπροστά στις πύλες του σπιτιού του, περιμένοντας την εμφάνισή του και σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο, ενώ οι υπηρέτες τούς έκλειναν απ᾽ έξω. Κι αυτός κάποτε επιτέλους ξεπρόβαλλε σαν ήλιος, πορφυροντυμένος ή χρυσοστόλιστος ή με πολύχρωμα ρούχα, και νόμιζε πως πρόσφερε ευτυχία και μακαριότητα σε όσους τον χαιρετούσαν, ιδιαίτερα αν τους άφηνε να του φιλήσουν το στήθος ή το απλωμένο δεξί του χέρι. Εκείνοι λοιπόν τα άκουγαν αυτά και εκνευρίζονταν.
[13] Υπήρξε όμως και μια περίπτωση δίκης στην οποία ο Μίνωας έβγαλε απόφαση χαριστική. Τον Διονύσιο τον Σικελιώτη, που και ο Δίωνας τον κατηγόρησε για πολλές φοβερές και ασεβείς πράξεις, αλλά και η σκιά του τις επιβεβαίωσε με τη μαρτυρία της, παρουσιάστηκε ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος —τον έχουνε σε μεγάλη εκτίμηση, και έχει μεγάλο κύρος στον κάτω κόσμο— και, ενώ παρά λίγο θα τον έδεναν κοντά στη Χίμαιρα, τον γλίτωσε από την καταδίκη, λέγοντας ότι σε πολλούς μορφωμένους ο Διονύσιος φάνηκε γενναιόδωρος σε χρηματικές προσφορές.
[14] Εμείς πάντως απομακρυνθήκαμε από το δικαστήριο και φτάσαμε στο κολαστήριο. Εκεί λοιπόν, φίλε μου, μπορούσε κανείς να ακούσει και να δει πολλά θλιβερά πράγματα. Ακουγόταν ταυτόχρονα ο θόρυβος από τα μαστίγια και οι θρήνοι όσων ψήνονταν στη φωτιά, και στρεβλωτήρια και κυρτωτήρια και τροχοί, και η Χίμαιρα κατακομμάτιαζε και ο Κέρβερος καταβρόχθιζε. Τιμωρούνταν συγχρόνως όλοι, βασιλιάδες, δούλοι, σατράπες, φτωχοί, πλούσιοι, πάμφτωχοι, και όλοι μετάνιωναν για όσα είχαν τολμήσει να κάνουν. Μερικούς μάλιστα απ᾽ αυτούς τους αναγνωρίσαμε βλέποντάς τους, όσους ανήκαν στους πρόσφατα πεθαμένους. Εκείνοι βέβαια σκέπαζαν το πρόσωπό τους και γυρνούσαν από την άλλη μεριά, και όποτε μας κοίταζαν, το έκαναν πολύ δουλόπρεπα και κολακευτικά, και μάλιστα ενώ στη ζωή τους ξέρεις πόσο καταπιεστικοί και ακατάδεκτοι ήτανε; Στους φτωχούς ωστόσο δινόταν απαλλαγή από το μισό του βασανισμού τους, και η τιμωρία τους επαναλαμβανόταν ξανά έπειτα από διαδοχικά διαστήματα ανάπαυλας. Είδα επίσης κι εκείνα τα μυθικά, τον Ιξίονα και τον Σίσυφο και τον Φρύγα Τάνταλο, που βρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση, και τον γιο της γης, τον Τιτυό — Ηρακλή μου, πόσος ήτανε· ξαπλωμένος έπιανε τόπο ίσαμε ένα χωράφι.