Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Τίμων ἢ Μισάνθρωπος (11-14)

ΠΛΟΥΤΟΣ
Ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐκ ἂν ἀπέλθοιμι, ὦ Ζεῦ, παρ᾽ αὐτόν.
ΖΕΥΣ
Διὰ τί, ὦ ἄριστε Πλοῦτε, καὶ ταῦτα ἐμοῦ κελεύσαντος;
ΠΛΟΥΤΟΣ
[12] Ὅτι νὴ Δία ὕβριζεν εἰς ἐμὲ καὶ ἐξεφόρει καὶ ἐς πολλὰ κατεμέριζε, καὶ ταῦτα πατρῷον αὐτῷ φίλον ὄντα, καὶ μονονουχὶ δικράνοις ἐξεώθει με τῆς οἰκίας καθάπερ οἱ τὸ πῦρ ἐκ τῶν χειρῶν ἀπορριπτοῦντες. αὖθις οὖν ἀπέλθω παρασίτοις καὶ κόλαξι καὶ ἑταίραις παραδοθησόμενος; ἐπ᾽ ἐκείνους, ὦ Ζεῦ, πέμπε με τοὺς ἡσθησομένους τῇ δωρεᾷ, τοὺς περιέψοντας, οἷς τίμιος ἐγὼ καὶ περιπόθητος· οὗτοι δὲ οἱ λάροι τῇ πενίᾳ συνέστωσαν, ἣν προτιμῶσιν ἡμῶν, καὶ διφθέραν παρ᾽ αὐτῆς λαβόντες καὶ δίκελλαν ἀγαπάτωσαν ἄθλιοι τέτταρας ὀβολοὺς ἀποφέροντες, οἱ δεκαταλάντους δωρεὰς ἀμελητὶ προϊέμενοι.
ΖΕΥΣ
[13] Οὐδὲν ἔτι τοιοῦτον ὁ Τίμων ἐργάσεται περὶ σέ· πάνυ γὰρ αὐτὸν ἡ δίκελλα πεπαιδαγώγηκεν, εἰ μὴ παντάπασιν ἀνάλγητός ἐστι τὴν ὀσφῦν, ὡς χρῆν σὲ ἀντὶ τῆς πενίας προαιρεῖσθαι. σὺ μέντοι πάνυ μεμψίμοιρος εἶναί μοι δοκεῖς, ὃς νῦν μὲν τὸν Τίμωνα αἰτιᾷ, διότι σοι τὰς θύρας ἀναπετάσας ἠφίει περινοστεῖν ἐλευθέρως οὔτε ἀποκλείων οὔτε ζηλοτυπῶν· ἄλλοτε δὲ τοὐναντίον ἠγανάκτεις κατὰ τῶν πλουσίων κατακεκλεῖσθαι λέγων πρὸς αὐτῶν ὑπὸ μοχλοῖς καὶ κλεισὶ καὶ σημείων ἐπιβολαῖς, ὡς μηδὲ παρακύψαι σοι ἐς τὸ φῶς δυνατὸν εἶναι. ταῦτα γοῦν ἀπωδύρου πρός με, ἀποπνίγεσθαι λέγων ἐν πολλῷ τῷ σκότῳ· καὶ διὰ τοῦτο ὠχρὸς ἡμῖν ἐφαίνου καὶ φροντίδος ἀνάπλεως, συνεσπακὼς τοὺς δακτύλους πρὸς τὸ ἔθος τῶν λογισμῶν καὶ ἀποδράσεσθαι ἀπειλῶν, εἰ καιροῦ λάβοιο, παρ᾽ αὐτῶν· καὶ ὅλως τὸ πρᾶγμα ὑπέρδεινον ἐδόκει σοι, ἐν χαλκῷ ἢ σιδηρῷ τῷ θαλάμῳ καθάπερ τὴν Δανάην παρθενεύεσθαι ὑπ᾽ ἀκριβέσι καὶ παμπονήροις παιδαγωγοῖς ἀνατρεφόμενον, τῷ Τόκῳ καὶ τῷ Λογισμῷ. [14] ἄτοπα γοῦν ποιεῖν ἔφασκες αὐτοὺς ἐρῶντας μὲν εἰς ὑπερβολήν, ἐξὸν δὲ ἀπολαύειν οὐ τολμῶντας, οὐδὲ ἐπ᾽ ἀδείας χρωμένους τῷ ἔρωτι κυρίους γε ὄντας, ἀλλὰ φυλάττειν ἐγρηγορότας, ἐς τὸ σημεῖον καὶ τὸν μοχλὸν ἀσκαρδαμυκτὶ βλέποντας, ἱκανὴν ἀπόλαυσιν οἰομένους οὐ τὸ αὐτοὺς ἀπολαύειν ἔχειν, ἀλλὰ τὸ μηδενὶ μεταδιδόναι τῆς ἀπολαύσεως, καθάπερ τὴν ἐν τῇ φάτνῃ κύνα μήτε αὐτὴν ἐσθίουσαν τῶν κριθῶν μήτε τῷ ἵππῳ πεινῶντι ἐπιτρέπουσαν. καὶ προσέτι γε καὶ κατεγέλας αὐτῶν φειδομένων καὶ φυλαττόντων καὶ τὸ καινότατον αὑτοὺς ζηλοτυπούντων, ἀγνοούντων δὲ ὡς κατάρατος οἰκέτης ἢ οἰκονόμος πεδότριψ ὑπεισιὼν λαθραίως ἐμπαροινήσει, τὸν κακοδαίμονα καὶ ἀνέραστον δεσπότην πρὸς ἀμαυρόν τι καὶ μικρόστομον λυχνίδιον καὶ διψαλέον θρυαλλίδιον ἐπαγρυπνεῖν ἐάσας τοῖς τόκοις. πῶς οὖν οὐκ ἄδικα ταῦτά σου, πάλαι μὲν ἐκεῖνα αἰτιᾶσθαι, νῦν δὲ τῷ Τίμωνι τὰ ἐναντία ἐπικαλεῖν;

(Ο Πλούτος έρχεται μπροστά στο Δία).
ΠΛΟΥΤΟΣ
Αλλά εγώ, Δία, σ᾽ αυτόν δεν πρόκειται να πάω.
ΖΕΥΣ
Γιατί, εξοχότατε Πλούτε, αφού μάλιστα σε πρόσταξα εγώ;
ΠΛΟΥΤΟΣ
[12] Διότι, μα το Δία, ο Τίμων μού έκανε κακό, με σκορπούσε και με διαμοίραζε, μόλο που ήμουν πατρικός του φίλος. Και μόνο που δεν πήρε στα χέρια του το δικράνι να με πετάξει έξω από το σπίτι, όπως εκείνοι που πετούν τη φωτιά από τα χέρια τους. Να ξαναπάω λοιπόν, για να με παραδώσει σε παράσιτους και κόλακες; Να με στέλνεις, Δία, σ᾽ εκείνους που θα ευχαριστηθούν μ᾽ αυτό το δώρο, που θα με περιποιηθούν, εκεί όπου θα είμαι πολύτιμος και περιπόθητος. Και οι άλλοι οι ανόητοι ας μείνουν συντροφιά με τη φτώχεια που την προτιμούν. Και ας λάβουν απ᾽ αυτήν το τομάρι και το δικέλλι και ας μένουν ευχαριστημένοι με τους τέσσερις οβολούς εκείνοι που ανέμελα αφήνουν μέσα από τα χέρια τους δεκατάλαντα δώρα.
ΖΕΥΣ
[13] Δεν πρόκειται πια να σου κάνει κάτι τέτοιο ο Τίμων. Τον έχει για καλά σωφρονίσει το δικέλλι, εκτός και αν έχει τόση αναισθησία στη μέση του, ώστε την πενία από εσένα να προτιμά. Κι εσύ όμως μου παραφαίνεσαι γκρινιάρης. Τώρα κατηγορείς τον Τίμωνα, γιατί σου άνοιξε τις πόρτες και σε άφηνε να τριγυρνάς ελεύθερα, χωρίς να σε περιορίζει ή να σε ζηλεύει, ενώ άλλοτε αγανακτούσες με τους πλουσίους και έλεγες ότι σε σφιχτομανταλώνουν με σύρτες, με κλειδιά και με λουκέτα, ώστε δε σου ήταν μπορετό ούτε να προβάλεις στο φως του ήλιου. Αυτά λοιπόν μου κλαιγόσουν. Και έλεγες ότι πνίγεσαι στο βαθύ σκοτάδι, γι᾽ αυτό μας φαινόσουν ωχρός και γεμάτος φροντίδες με λυγισμένα τα δάχτυλα από τη συνήθεια να μετράς. Και απειλούσες ότι θα αποδράσεις απ᾽ αυτούς, μόλις βρεις την ευκαιρία. Γενικά όλη η κατάσταση σου φαινόταν αφόρητη, να ζεις σαν παρθένα σ᾽ ένα χάλκινο θάλαμο ή σιδερένιο, όπως η Δανάη, με αυστηρούς και παμπόνηρους παιδαγωγούς, τον Τόκο και το Λογαριασμό.
[14] Έλεγες μάλιστα πως αυτοί κάνουν παράλογα πράγματα λατρεύοντάς σε. Δεν τολμούν να σε απολαμβάνουν, ενώ τους είναι δυνατό. Δεν έχουν την ελευθερία να χρησιμοποιούν αυτό που λατρεύουν, ενώ είναι αφέντες του. Αντίθετα άγρυπνοι το φρουρούν με τα μάτια καρφωμένα στο λουκέτο και στο σύρτη. Και θεωρούν αρκετή απόλαυση όχι να χαίρονται οι ίδιοι, αλλά να μη δίνουν την ευχαρίστηση σε κανέναν, όπως η σκύλα στο παχνί, που ούτε η ίδια μπορούσε να φάει το κριθάρι, ούτε όμως άφηνε το πεινασμένο άλογο να το φάει. Και από πάνω τούς κορόιδευες που τσιγκουνεύονταν και σε φρουρούσαν και, το πιο παράξενο, ζήλευαν τον ίδιο τον εαυτό τους, χωρίς να υποψιάζονται ότι κάποιος καταραμένος δούλος του σπιτιού ή ανάξιος επιστάτης μπορεί να γλιστρά κρυφά μέσα και να γλεντοκοπάει, αφήνοντας το δυστυχή και ασυγκίνητο αφέντη να ξαγρυπνά για τους τόκους μπροστά σε μαυρισμένο και μικρόστομο λυχναράκι με διψαλέο φιτίλι. Πώς λοιπόν δεν είσαι άδικος, παλιότερα αυτά να τα κατακρίνεις και τώρα να κατηγορείς τον Τίμωνα για τα αντίθετα;