(Ο Πλούτος έρχεται μπροστά στο Δία). ΠΛΟΥΤΟΣ Αλλά εγώ, Δία, σ᾽ αυτόν δεν πρόκειται να πάω. ΖΕΥΣ Γιατί, εξοχότατε Πλούτε, αφού μάλιστα σε πρόσταξα εγώ; ΠΛΟΥΤΟΣ [12] Διότι, μα το Δία, ο Τίμων μού έκανε κακό, με σκορπούσε και με διαμοίραζε, μόλο που ήμουν πατρικός του φίλος. Και μόνο που δεν πήρε στα χέρια του το δικράνι να με πετάξει έξω από το σπίτι, όπως εκείνοι που πετούν τη φωτιά από τα χέρια τους. Να ξαναπάω λοιπόν, για να με παραδώσει σε παράσιτους και κόλακες; Να με στέλνεις, Δία, σ᾽ εκείνους που θα ευχαριστηθούν μ᾽ αυτό το δώρο, που θα με περιποιηθούν, εκεί όπου θα είμαι πολύτιμος και περιπόθητος. Και οι άλλοι οι ανόητοι ας μείνουν συντροφιά με τη φτώχεια που την προτιμούν. Και ας λάβουν απ᾽ αυτήν το τομάρι και το δικέλλι και ας μένουν ευχαριστημένοι με τους τέσσερις οβολούς εκείνοι που ανέμελα αφήνουν μέσα από τα χέρια τους δεκατάλαντα δώρα. ΖΕΥΣ [13] Δεν πρόκειται πια να σου κάνει κάτι τέτοιο ο Τίμων. Τον έχει για καλά σωφρονίσει το δικέλλι, εκτός και αν έχει τόση αναισθησία στη μέση του, ώστε την πενία από εσένα να προτιμά. Κι εσύ όμως μου παραφαίνεσαι γκρινιάρης. Τώρα κατηγορείς τον Τίμωνα, γιατί σου άνοιξε τις πόρτες και σε άφηνε να τριγυρνάς ελεύθερα, χωρίς να σε περιορίζει ή να σε ζηλεύει, ενώ άλλοτε αγανακτούσες με τους πλουσίους και έλεγες ότι σε σφιχτομανταλώνουν με σύρτες, με κλειδιά και με λουκέτα, ώστε δε σου ήταν μπορετό ούτε να προβάλεις στο φως του ήλιου. Αυτά λοιπόν μου κλαιγόσουν. Και έλεγες ότι πνίγεσαι στο βαθύ σκοτάδι, γι᾽ αυτό μας φαινόσουν ωχρός και γεμάτος φροντίδες με λυγισμένα τα δάχτυλα από τη συνήθεια να μετράς. Και απειλούσες ότι θα αποδράσεις απ᾽ αυτούς, μόλις βρεις την ευκαιρία. Γενικά όλη η κατάσταση σου φαινόταν αφόρητη, να ζεις σαν παρθένα σ᾽ ένα χάλκινο θάλαμο ή σιδερένιο, όπως η Δανάη, με αυστηρούς και παμπόνηρους παιδαγωγούς, τον Τόκο και το Λογαριασμό. [14] Έλεγες μάλιστα πως αυτοί κάνουν παράλογα πράγματα λατρεύοντάς σε. Δεν τολμούν να σε απολαμβάνουν, ενώ τους είναι δυνατό. Δεν έχουν την ελευθερία να χρησιμοποιούν αυτό που λατρεύουν, ενώ είναι αφέντες του. Αντίθετα άγρυπνοι το φρουρούν με τα μάτια καρφωμένα στο λουκέτο και στο σύρτη. Και θεωρούν αρκετή απόλαυση όχι να χαίρονται οι ίδιοι, αλλά να μη δίνουν την ευχαρίστηση σε κανέναν, όπως η σκύλα στο παχνί, που ούτε η ίδια μπορούσε να φάει το κριθάρι, ούτε όμως άφηνε το πεινασμένο άλογο να το φάει. Και από πάνω τούς κορόιδευες που τσιγκουνεύονταν και σε φρουρούσαν και, το πιο παράξενο, ζήλευαν τον ίδιο τον εαυτό τους, χωρίς να υποψιάζονται ότι κάποιος καταραμένος δούλος του σπιτιού ή ανάξιος επιστάτης μπορεί να γλιστρά κρυφά μέσα και να γλεντοκοπάει, αφήνοντας το δυστυχή και ασυγκίνητο αφέντη να ξαγρυπνά για τους τόκους μπροστά σε μαυρισμένο και μικρόστομο λυχναράκι με διψαλέο φιτίλι. Πώς λοιπόν δεν είσαι άδικος, παλιότερα αυτά να τα κατακρίνεις και τώρα να κατηγορείς τον Τίμωνα για τα αντίθετα;
|