Τότε οι Μπακάκοι βλέποντας σε τάξη του πολέμου
ν᾽ αραδιαστούν οι Ποντικοί, και σε ροπήν ανέμου,
το φοβερό τους στάσιμο, και την ετοιμασία,
σε απορία βρέθηκαν και σε απελπισία.
285Πηδάν με βια από τα νερά και σ᾽ ένα μέρος τρέχουν,
και του κακού την αφορμή να ρωτηθούν προσέχουν·
Κι εκεί που διαλογίζουνται βαθιά συλλογισμένοι
από μιαν άκρα ο Κήρυκας των Ποντικών εβγαίνει,
μηνώντας διαλαλίζοντας τη μάχη φανερώνει,
290και τη φωνή για ν᾽ ακουστεί με δύναμη σηκώνει.
«Ω Μπακακάδες, πόλεμον οι Ποντικοί με στέλλουν
να σας κηρύξω σήμερα· κι αυτόν με δίκιο θέλουν.
Γιατί ο Φουσκομάγουλος με πονηριά και δόλο,
καθώς εγίνηκε γνωστό κοινά στον κόσμον όλο,
295στη λίμνη μέσα εφόνεψε τον άκακο Τριμμούδη,
του θρόνου μας το διάδοχο, της νιότης το λουλούδι.
Κι ανίσως έχετε καρδιά, και παλληκάρια αν είστε,
σα σας βαστάει, εδώ είμεστε· ελάτε, πολεμήστε».
Αυτά ν᾽ ακούσουν, τα ᾽χασαν μεμιάς οι Μπακακάδες,
300κι αλαλαγμός αντήχησεν απ᾽ όλες τις αράδες·
βοές μεγάλες έβγαλαν, και δυνατά χουγιάζουν,
και προς το Φουσκομάγουλον ονειδισμούς σωριάζουν·
αυτός πηδώντας πάραυτα στη μέση από το πλήθος
δημηγοράει με πλαστό προσποιημένο ήθος·
305«Άδικα, φίλοι κι εδικοί, μη με κατηγοράτε,
κι αυτά που λεν οι Ποντικοί, καθόλου μη γρικάτε.
Εγώ δεν τον θανάτωσα· ποιός είναι δεν τον ξέρω·
μηδέ τον είδα πουθενά, μηδέ στο νου τον φέρω.
Κι ανίσως είναι αληθινό, πως εδώ μέσα εχάθη,
310του χαλασμού του το κακό ατός του το ᾽χει πάθει.
Θαρρώ να του σκαρφίστηκε την εδική μας φύση
να μιμηθεί μες στα νερά, να ᾽ρθει να κολυμπήσει·
και δίχως πράξη κι άμαθος ελάθεψε κι επνίγη,
και γίνηκε της τρέλας του ανέλπιστο κυνήγι·
315κι απέ σ᾽ εμέ του φόνου του το βάρος απορρίχνουν,
με δίχως κρίση μαρτυριάς για φταίχτη μ᾽ αποδείχνουν.
Βεβαιωθείτε, αδέρφια μου, αυτά δεν είναι δίκια
οπού προβάνουν τολμηρά τα πονηρά Ποντίκια.
Με πλάνον εσοφίστηκαν [παρόμοια να] μηνύσουν,
320κι είν᾽ αφορμές και πρόφασες για να μας πολεμήσουν.
Τί καρτεράμε το λοιπόν μαζί να βουλευτούμε,
με κέρδος μας και διάφορο να τους εναντιωθούμε;
Εγώ σας λέω τη γνώμη μου σ᾽ εκείνο που απεικάζω,
οπού μετρώ ως ωφέλιμο, ως δίκιο λογαριάζω·
325να τραβηχτούμε απ᾽ όλα μας, κοινό να γένει σκόλι,
και δίχως άλλα μέριμνα ν᾽ αρματωθούμεν όλοι·
από μεριά αποσκεπαστή να πάμε δίχως κόπο,
όπου είναι ορθός κατήφορος να πιάκομε τον τόπο·
κατά σειρά μες στους γκρεμούς ανάμερα βαλμένοι,
330ετοιμασμένοι, πρόθυμοι, προειδοποιημένοι,
καθώς ερθούν οι Ποντικοί και προς εμάς κινήσουν,
ή ταχτικά, ή άταχτα απάνω μας ορμήσουν,
εμείς στον τόπο, ασάλευτοι τον πλιο σιμοτινό μας
ν᾽ αδράξομε, όπως δυνηθεί καθένας, τον οχτρό μας,
335και σέροντάς τον βιαστικά απ᾽ όποιο μέρος τύχει
εκεί το συντομότερο την άκρα να πιτύχει
μαζί μ᾽ αυτούς να πέσομε μες στου νερού το βάθος,
κι ολόβολους τους πνίγομε χωρίς κανένα λάθος.
Γιατί να φύγουν δεν μπορούν, κολύμπες δεν ηξέρουν,
340του ανασασμού την έλλειψη αυτοί δεν υποφέρουν».
Τζωπαίνει ο Φουσκομάγουλος αφού γνωμοδοτάει,
και των Μπακάκων ο λαός με κρότο αχολογάει.
Η συμβουλή τούς άρεσε, τον πόλεμο όλοι κράζουν·
τη μάχη στρέγουν όλοι τους, και τ᾽ άρματα συντάζουν.
345Από τα μολοχόφυλλα τις άντζες τους ποδαίνουν,
κι από πλατιά πεντάνευρα τ᾽ αστήθια τους σκεπαίνουν·
τα καμπρολαχανόφυλλα γυροστρογγυλεμένα
για ασπίδες εχρησίμεψαν σ᾽ εκείνων τον καθένα·
κι από μπομπόλων καύκαλα στολίζουν τα κεφάλια
350δεμένα οχ το πηγούνι τους για πλιότερην ασφάλεια·
από τα βούρλα τα στεγνά αυτά τα παλληκάρια
βεργιά μακριά και σουβλερά δανείζουνται κοντάρια.
Και σαν απαρματώθηκαν συμμαζωχτοί πηγαίνουν,
τις όχτες πιάνουν τις ψηλές, το μάλωμ᾽ αναμένουν.
355Καλνάν αγνάντια τον οχτρό με θυμωμένο μάτι,
σιουν τα κοντάρια φοβεροί, κι από καρδιά γιομάτοι.
|