Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ

Χαρακτῆρες (4.1-4.15)

Δ. ΑΓΡΟΙΚΙΑΣ


[4.1] [Ἡ δὲ ἀγροικία δόξειεν ἂν εἶναι ἀμαθία ἀσχήμων,] [4.2] ὁ δὲ ἄγροικος τοιοῦτός τις, οἷος κυκεῶνα πιὼν εἰς ἐκκλησίαν πορεύεσθαι. [4.3] καὶ τὸ μύρον φάσκειν οὐδὲν τοῦ θύμου ἥδιον ὄζειν· [4.4] καὶ μείζω τοῦ ποδὸς τὰ ὑποδήματα φορεῖν. [4.5] καὶ μεγάλῃ τῇ φωνῇ λαλεῖν· [4.6] καὶ τοῖς μὲν φίλοις καὶ οἰκείοις ἀπιστεῖν, πρὸς δὲ τοὺς αὑτοῦ οἰκέτας ἀνακοινοῦσθαι περὶ τῶν μεγίστων, καὶ τοῖς παρ᾽ αὐτῷ ἐργαζομένοις μισθωτοῖς ἐν ἀγρῷ πάντα τὰ ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας διηγεῖσθαι. [4.7] καὶ ἀναβεβλημένος ἄνω τοῦ γόνατος καθιζάνειν, ὥστε γυμνὰ τὰ ‹αἰδοῖα› αὐτοῦ φαίνεσθαι. [4.8] καὶ ἐπ᾽ ἄλλῳ μὲν μηδενὶ ‹μήτε εὐφραίνεσθαι› μήτε ἐκπλήττεσθαι ἐν ταῖς ὁδοῖς, ὅταν δὲ ἴδῃ βοῦν ἢ ὄνον ἢ τράγον, ἑστηκὼς θεωρεῖν.
[4.9] καὶ προαιρῶν δέ τι ἐκ τοῦ ταμιείου δεινὸς φαγεῖν, καὶ ζωρότερον πιεῖν. [4.10] καὶ τὴν σιτοποιὸν πειρῶν λαθεῖν, κᾆτ᾽ ἀλέσας μετ᾽ αὐτῆς ‹μετρῆσαι› τοῖς ἔνδον πᾶσι καὶ αὑτῷ τὰ ἐπιτήδεια. [4.11] καὶ ἀριστῶν δὲ ἅμα τοῖς ὑποζυγίοις ἐμβαλεῖν ‹τὸν χόρτον›. [4.12] καὶ τὴν θύραν ὑπακοῦσαι αὐτός, καὶ τὸν κύνα προσκαλεσάμενος καὶ ἐπιλαβόμενος τοῦ ῥύγχους εἰπεῖν «Οὗτος φυλάττει τὸ χωρίον καὶ τὴν οἰκίαν».
[4.13] καὶ [τὸ] ἀργύριον δὲ παρά του λαβὼν ἀποδοκιμάζειν, λίαν ‹γὰρ› μολυβρὸν εἶναι, καὶ ἕτερον ἅμα ἀνταλλάττεσθαι. [4.14] καὶ ἐάν τῳ ἄροτρον χρήσῃ ἢ κόφινον ἢ δρέπανον ἢ θύλακον, ταῦτα τῆς νυκτὸς κατὰ ἀγρυπνίαν ἀναμιμνησκόμενος ‹ἀπαιτεῖν›. [4.15] καὶ εἰς ἄστυ καταβαίνων ἐρωτῆσαι τὸν ἀπαντῶντα, πόσου ἦσαν αἱ διφθέραι καὶ τὸ τάριχος καὶ εἰ τήμερον ὁ ἄρχων νουμηνίαν ἄγει, καὶ εἰπεῖν εὐθὺς ὅτι βούλεται καταβὰς ἀποκείρασθαι καὶ ἐν βαλανείῳ δὲ ᾆσαι καὶ εἰς τὰ ὑποδήματα δὲ ἥλους ἐγκροῦσαι καὶ τῆς αὐτῆς ὁδοῦ παριὼν κομίσασθαι παρ᾽ Ἀρχίου τοῦ ταρίχους.

4. Ο ΧΩΡΙΑΤΗΣ


[4.1] [Η χωριατιά φαίνεται ότι είναι η απρεπής έλλειψη λεπτότητας,] [4.2] ενώ ο χωριάτης το είδος του ανθρώπου που πηγαίνει στην Εκκλησία του Δήμου, αφού έχει πιει κυκεώνα. [4.3] Ισχυρίζεται επίσης ότι το άρωμα δεν μυρίζει πιο ευχάριστα από το θυμάρι. [4.4] Φορά υποδήματα μεγαλύτερα από τα πόδια του. [4.5] Μιλά με δυνατή φωνή. [4.6] Στους φίλους και τους συγγενείς είναι δύσπιστος, ενώ τους οικιακούς του δούλους τούς συμβουλεύεται για τις πιο σπουδαίες υποθέσεις του. Και στους μισθωτούς που εργάζονται για λογαριασμό του στα χωράφια διηγείται όλα όσα συζητήθηκαν στην Εκκλησία του Δήμου. [4.7] Κάθεται έχοντας σηκωμένο το φόρεμά του πάνω από τα γόνατα, με αποτέλεσμα να φαίνεται γυμνό το αιδοίο του. [4.8] Και στο δρόμο δεν ευφραίνεται με κανένα άλλο θέαμα, μήτε μένει έκπληκτος, παρά μόνο όταν δει κανένα βόδι ή γάιδαρο ή τράγο: τότε στέκεται και κοιτά με προσοχή.
[4.9] Είναι ικανός να φάει τα τρόφιμα καθώς τα βγάζει από το κελάρι και να πιει κρασί πιο δυνατό (από ό,τι συνηθίζεται). [4.10] Αποπλανεί τη μαγείρισσα στα κρυφά και κατόπιν, αφού την βοηθήσει στο άλεσμα, υπολογίζει τα αναγκαία τρόφιμα για όλους τους ενοίκους του σπιτιού και για τον εαυτό του. [4.11] Καθώς παίρνει το πρωινό του, δίνει συνάμα σανό και στα υποζύγιά του. [4.12] Απαντά στην πόρτα ο ίδιος, φωνάζει το σκύλο του, τον πιάνει από τη μουσούδα και λέει: «Αυτός φυλά το κτήμα και το σπίτι μου».
[4.13] Όταν παίρνει από κάποιον αργυρό νόμισμα, το εξετάζει και το βρίσκει ακατάλληλο, γιατί είναι πολύ μολυβδόχρωμο, και ζητά συνάμα να του το αλλάξουν με άλλο. [4.14] Κι αν δανείσει σε κάποιον άροτρο ή κοφίνι ή δρεπάνι ή σακί, πάει και τα ζητά μέσα στη νύχτα, γιατί τα θυμήθηκε την ώρα που αγρυπνούσε. [4.15] Όταν κατεβαίνει στην πόλη, ρωτά όποιον συναντήσει πόσο έκαναν τα δέρματα και το παστό ψάρι κι αν σήμερα ο άρχοντας τελεί την πρώτη του μήνα, και του λέει ευθύς ότι θέλει να κουρευτεί μόλις φτάσει στην πόλη, να τραγουδήσει στα λουτρά, να βάλει πρόκες στα παπούτσια του και να αγοράσει παστό ψάρι από το μαγαζί του Αρχία, που είναι πάνω στο δρόμο του.