Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (135-168)


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
τί χρὴ τί χρή με, δέσποτ᾽, ἐν ξένᾳ ξένον [στρ. α] 135
στέγειν, ἢ τί λέγειν πρὸς ἄνδρ᾽ ὑπόπταν;
φράζε μοι·
τέχνα γὰρ τέχνας ἑτέρας
προύχει καὶ γνώμα παρ᾽ ὅτῳ τὸ θεῖον
140Διὸς σκῆπτρον ἀνάσσεται.
σὲ δ᾽, ὦ τέκνον, τόδ᾽ ἐλήλυθεν
πᾶν κράτος ὠγύγιον· τό μοι ἔννεπε
τί σοι χρεὼν ὑπουργεῖν.

ΝΕ. νῦν μέν, ἴσως γὰρ τόπον ἐσχατιᾶς
145προσιδεῖν ἐθέλεις ὅντινα κεῖται,
δέρκου θαρσῶν· ὁπόταν δὲ μόλῃ
δεινὸς ὁδίτης, τῶνδ᾽ ἐκ μελάθρων
πρὸς ἐμὴν αἰεὶ χεῖρα προχωρῶν
πειρῶ τὸ παρὸν θεραπεύειν.

ΧΟ. μέλον πάλαι μέλημά μοι λέγεις, ἄναξ, [ἀντ. α] 150
φρουρεῖν ὄμμ᾽ ἐπὶ σῷ μάλιστα καιρῷ·
νῦν δέ μοι
λέγ᾽ αὐλὰς ποίας ἔνεδρος
ναίει καὶ χῶρον τίν᾽ ἔχει. τὸ γάρ μοι
155μαθεῖν οὐκ ἀποκαίριον,
μὴ προσπεσών με λάθῃ ποθέν,
τίς τόπος, ἢ τίς ἕδρα, τίν᾽ ἔχει στίβον,
ἔναυλος, ἢ θυραῖος.

[ΝΕ. οἶκον μὲν ὁρᾷς τόνδ᾽ ἀμφίθυρον
160πετρίνης κοίτης.
ΧΟ. ποῦ γὰρ ὁ τλήμων αὐτὸς ἄπεστιν;]
ΝΕ. δῆλον ἔμοιγ᾽ ὡς φορβῆς χρείᾳ
στίβον ὀγμεύει τῇδε πέλας που.
ταύτην γὰρ ἔχειν βιοτῆς αὐτὸν
165λόγος ἐστὶ φύσιν, θηροβολοῦντα
πτηνοῖς ἰοῖς σμυγερὸν σμυγερῶς,
οὐδέ τιν᾽ αὑτῷ
παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν.


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
Τί πρέπει ή τί δεν πρέπει, αφέντη μας,
ξένος σε ξένον τόπο
να λέω ή τί να κρύβω εγώ
μπρος σ᾽ άνθρωπο υποψιάρη;
οδήγησέ με εσύ· γιατί
κάθ᾽ άλλη γνώμη πάει πίσω
μπροστά στη γνώμη και το νου
εκείνου που, με του Θεού τη χάρη,
140τα σκήπτρα τα βασιλικά κρατεί·
όπως εσύ, που η πάσα αυτή εξουσία
στα χέρια σου έχει, βασιλιά μου, ερθεί
από πανάρχαια χρόνια πίσω·
γι᾽ αυτό και πρόσταξε σε τί
θενά ᾽χω να σε υπηρετήσω.

ΝΕΟ. Τώρα —γιατ᾽ ίσως θα θέλεις να δεις
το μέρος που μένει σ᾽ αυτές τις ερμιές—
δίχως φόβο πλησίασε· μα όταν φανεί
από κάπου ο τρομερός οδοιπόρος τοξότης,
να τραβιέσαι απ᾽ αυτή τη σπηλιά
προς το χέρι μου πάντα, που ευθύς
να μπορείς να βοηθάς
σ᾽ ό,τι η ανάγκη της ώρας καλέσει.

ΧΟΡ. Αυτ᾽ ήταν από μιας αρχής
150η μόνη μου έγνοια πάντα, βασιλιά μου,
να ᾽χω το μάτι μου ανοιχτό
απάνω σου κι όσο μπορώ
σ᾽ όποια σου ανάγκη της στιγμής
να κάνω τα καλύτερά μου.
Μα τώρα λέγε μου σε ποιά
να κάθεται λημέρια; σε ποιά μέρη
να βρίσκεται; δε θα ᾽ναι αχρείαστο
το καθετί κανείς να ξέρει,
μην έξαφνα μπροστά μου βγει από πουθενά.
Πού να ᾽ναι; μέσα να ησυχάζει
ή κάπου κι όξω να γυρνά;

ΝΕΟ. Φανερό είναι σε μένα πως γι᾽ ανάγκη τροφής
παίρνει τούτη τη στράτα γραμμή και γυρνά
εδώ κάπου κοντά·
γιατί, λέγουν, δεν έχει άλλο τρόπο να ζει,
165παρά κυνηγώντας, κακός του κακού,
με τα βέλη του ο τρισάθλιος αγρίμια,
και κανένα δεν έχει κοντά του, για μια
στα δεινά του βοήθεια.