ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΔΗΙ. Θα ᾽χεις, καθώς στοχάζομαι, ακουσμένα
τα τί υποφέρω κι ήρθες· μα εύχομαι
ποτέ μην πάθεις κι η ίδια, για να νιώσεις
τί ᾽ν᾽ αυτά που μου λιώνουν την ψυχή μου
κι ιδέα δεν έχεις τώρα· γιατ᾽ η νιότη
στα δικά της που βόσκει τα λημέρια,
δεν την ταράζουν μήτε του ήλιου κάμα,
μήτε οι βροχές, μήτε του ανέμου οι μπόρες,
μα μέσα στις χαρές κυλά η ζωή της
αξέγνοιαστη, ώσπου η νέα, αντίς παρθένα
θα ονομαστεί γυναίκα και θα πάρει
μέρος κι αυτή, τις νύχτες της, στις έγνοιες
150τρέμοντας για τον άντρα ή τα παιδιά της.
Τότε κανείς, σαν κρίνει απ᾽ τα δικά του,
θα νιώσει τα κακά που με βαραίνουν.
Βέβαια παθήματα πολλά κι ως τώρα
έκλαψα εγώ· μα σαν κι αυτό που αμέσως
θενα σου πω, κανένα απ᾽ όλα εκείνα.
Σαν ξεκινούσε για την τελευταία
την εκστρατεία του ο άντρας μου ο Ηρακλής
μου άφησε τότε κάτι πινακίδες
στο σπίτι εδώ μ᾽ απάνω χαραγμένες
παλιές γραφές, μα που ποτέ του πρώτα,
σαν έφευγε για τους πολλούς του αγώνες,
δεν το ᾽κρινε κι ανάγκη να εξηγήσει
γιατί τραβούσε βέβαιος για τη νίκη
160κι ουδ᾽ έβαζε το θάνατο στο νου του.
Μα τούτη τη φορά, σα να μην ήταν
πια για ζωή, μου ᾽πε τί πέφτει εμένα
να παίρνω, σα γυναίκα του, απ᾽ το βιο του,
μου ᾽πε και για καθέν᾽ απ᾽ τα παιδιά του
τί μέρος απ᾽ τα υπάρχοντά του αφήνει·
και προθεσμία μού όριζε, πως αν
περάσουνε τρεις μήνες κι ένας χρόνος
απ᾽ τον καιρό που θα ᾽λειπε απ᾽ τη χώρα,
ή θα ᾽πρεπε ως τα τότε να πεθάνει,
ή πως, αν προσπερνούσε αυτό το τέρμα,
θα ζούσε τις επίλοιπές του ημέρες
χωρίς βάσανα πια· γιατ᾽ ήταν, μου ᾽πε,
γραμμένο απ᾽ τους θεούς, τέτοιο να πάρουν
170οι άθλοι του τέλος, όπως μια φορά
του το ᾽πε στη Δωδώνη η αρχαία η δρύα
με τη φωνή των δυο περιστεριώ της.
Και συμφωνά τώρα ο καιρός που πρέπει
όλων αυτών να πάρει η αλήθεια τέλος·
έτσι που ενώ γλυκοκοιμούμαι, φίλες,
να ξεπετιούμαι απάνω αλαλιασμένη
απ᾽ την τρομάρα, αν είναι και τον χάσω
τον πρώτο μέσα σ᾽ όλους τους ανθρώπους.
ΧΟΡ. Πάψε να κακομελετάς πια τώρα,
γιατί βλέπω να ᾽ρχεται εδώ ένας άντρας
στεφανωμένος, για χαράς μαντάτα.
|