Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Τραχίνιαι (141-179)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ


ΔΗ. πεπυσμένη μέν, ὡς ἀπεικάσαι, πάρει
πάθημα τοὐμόν· ὡς δ᾽ ἐγὼ θυμοφθορῶ
μήτ᾽ ἐκμάθοις παθοῦσα, νῦν δ᾽ ἄπειρος εἶ.
τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται
145χώροισιν αὑτοῦ, καί νιν οὐ θάλπος θεοῦ,
οὐδ᾽ ὄμβρος, οὐδὲ πνευμάτων οὐδὲν κλονεῖ,
ἀλλ᾽ ἡδοναῖς ἄμοχθον ἐξαίρει βίον
ἐς τοῦθ᾽, ἕως τις ἀντὶ παρθένου γυνὴ
κληθῇ, λάβῃ τ᾽ ἐν νυκτὶ φροντίδων μέρος,
150ἤτοι πρὸς ἀνδρὸς ἢ τέκνων φοβουμένη.
τότ᾽ ἄν τις εἰσίδοιτο, τὴν αὑτοῦ σκοπῶν
πρᾶξιν, κακοῖσιν οἷς ἐγὼ βαρύνομαι.
πάθη μὲν οὖν δὴ πόλλ᾽ ἔγωγ᾽ ἐκλαυσάμην·
ἓν δ᾽, οἷον οὔπω πρόσθεν, αὐτίκ᾽ ἐξερῶ.
155ὁδὸν γὰρ ἦμος τὴν τελευταίαν ἄναξ
ὡρμᾶτ᾽ ἀπ᾽ οἴκων Ἡρακλῆς, τότ᾽ ἐν δόμοις
λείπει παλαιὰν δέλτον ἐγγεγραμμένην
ξυνθήμαθ᾽, ἁμοὶ πρόσθεν οὐκ ἔτλη ποτέ,
πολλοὺς ἀγῶνας ἐξιών, οὕτω φράσαι,
160ἀλλ᾽ ὥς τι δράσων εἷρπε κοὐ θανούμενος.
νῦν δ᾽ ὡς ἔτ᾽ οὐκ ὤν εἶπε μὲν λέχους ὅ τι
χρείη μ᾽ ἑλέσθαι κτῆσιν, εἶπε δ᾽ ἣν τέκνοις
μοῖραν πατρῴας γῆς διαιρετὸν νέμοι,
χρόνον προτάξας ὡς τρίμηνος ἡνίκα
165χώρας ἀπείη κἀνιαύσιος βεβώς,
τότ᾽ ἢ θανεῖν χρείη σφε τῷδε τῷ χρόνῳ,
ἢ τοῦθ᾽ ὑπεκδραμόντα τοῦ χρόνου τέλος
τὸ λοιπὸν ἤδη ζῆν ἀλυπήτῳ βίῳ.
τοιαῦτ᾽ ἔφραζε πρὸς θεῶν εἱμαρμένα
170τῶν Ἡρακλείων ἐκτελευτᾶσθαι πόνων,
ὡς τὴν παλαιὰν φηγὸν αὐδῆσαί ποτε
Δωδῶνι δισσῶν ἐκ πελειάδων ἔφη.
καὶ τῶνδε ναμέρτεια συμβαίνει χρόνου
τοῦ νῦν παρόντος ὡς τελεσθῆναι χρεών·
175ὥσθ᾽ ἡδέως εὕδουσαν ἐκπηδᾶν ἐμὲ
φόβῳ, φίλαι, ταρβοῦσαν, εἴ με χρὴ μένειν
πάντων ἀρίστου φωτὸς ἐστερημένην.
ΧΟ. εὐφημίαν νῦν ἴσχ᾽· ἐπεὶ καταστεφῆ
στείχονθ᾽ ὁρῶ τιν᾽ ἄνδρα πρὸς χάριν λόγων.


ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΔΗΙ. Θα ᾽χεις, καθώς στοχάζομαι, ακουσμένα
τα τί υποφέρω κι ήρθες· μα εύχομαι
ποτέ μην πάθεις κι η ίδια, για να νιώσεις
τί ᾽ν᾽ αυτά που μου λιώνουν την ψυχή μου
κι ιδέα δεν έχεις τώρα· γιατ᾽ η νιότη
στα δικά της που βόσκει τα λημέρια,
δεν την ταράζουν μήτε του ήλιου κάμα,
μήτε οι βροχές, μήτε του ανέμου οι μπόρες,
μα μέσα στις χαρές κυλά η ζωή της
αξέγνοιαστη, ώσπου η νέα, αντίς παρθένα
θα ονομαστεί γυναίκα και θα πάρει
μέρος κι αυτή, τις νύχτες της, στις έγνοιες
150τρέμοντας για τον άντρα ή τα παιδιά της.
Τότε κανείς, σαν κρίνει απ᾽ τα δικά του,
θα νιώσει τα κακά που με βαραίνουν.
Βέβαια παθήματα πολλά κι ως τώρα
έκλαψα εγώ· μα σαν κι αυτό που αμέσως
θενα σου πω, κανένα απ᾽ όλα εκείνα.
Σαν ξεκινούσε για την τελευταία
την εκστρατεία του ο άντρας μου ο Ηρακλής
μου άφησε τότε κάτι πινακίδες
στο σπίτι εδώ μ᾽ απάνω χαραγμένες
παλιές γραφές, μα που ποτέ του πρώτα,
σαν έφευγε για τους πολλούς του αγώνες,
δεν το ᾽κρινε κι ανάγκη να εξηγήσει
γιατί τραβούσε βέβαιος για τη νίκη
160κι ουδ᾽ έβαζε το θάνατο στο νου του.
Μα τούτη τη φορά, σα να μην ήταν
πια για ζωή, μου ᾽πε τί πέφτει εμένα
να παίρνω, σα γυναίκα του, απ᾽ το βιο του,
μου ᾽πε και για καθέν᾽ απ᾽ τα παιδιά του
τί μέρος απ᾽ τα υπάρχοντά του αφήνει·
και προθεσμία μού όριζε, πως αν
περάσουνε τρεις μήνες κι ένας χρόνος
απ᾽ τον καιρό που θα ᾽λειπε απ᾽ τη χώρα,
ή θα ᾽πρεπε ως τα τότε να πεθάνει,
ή πως, αν προσπερνούσε αυτό το τέρμα,
θα ζούσε τις επίλοιπές του ημέρες
χωρίς βάσανα πια· γιατ᾽ ήταν, μου ᾽πε,
γραμμένο απ᾽ τους θεούς, τέτοιο να πάρουν
170οι άθλοι του τέλος, όπως μια φορά
του το ᾽πε στη Δωδώνη η αρχαία η δρύα
με τη φωνή των δυο περιστεριώ της.
Και συμφωνά τώρα ο καιρός που πρέπει
όλων αυτών να πάρει η αλήθεια τέλος·
έτσι που ενώ γλυκοκοιμούμαι, φίλες,
να ξεπετιούμαι απάνω αλαλιασμένη
απ᾽ την τρομάρα, αν είναι και τον χάσω
τον πρώτο μέσα σ᾽ όλους τους ανθρώπους.
ΧΟΡ. Πάψε να κακομελετάς πια τώρα,
γιατί βλέπω να ᾽ρχεται εδώ ένας άντρας
στεφανωμένος, για χαράς μαντάτα.