ΠΑΡΟΔΟΣΧΟΡΟΣ
Ποιά να ᾽σαι, τάχα, ω του Δία φωνή γλυκολάλητη, που ήρθες
απ᾽ την Πυθώ την πολύχρυση
στην ξακουσμένη τη Θήβα;
πάει να σπάσ᾽ η καρδιά μου και τρέμει η ψυχή μου απ᾽ το φόβο,
Ιήιε Δήλιε Παιάν,
γιατί δειλιάζω από σένα, σαν ποιό μου φυλάεις, είτε τώρα,
είτε με του καιρού τα γυρίσματα, χρέος.
Πε μου, ω παιδί της χρυσής της Ελπίδας,
Φωνή θεοσταλμένη.
Πρώτα εσέ κράζω, Αθηνά, του Δία ω αθάνατη κόρη,
160και την αδερφή σου την Άρτεμη,
τη Θεά την προστάτρια της χώρας,
που μες στην κύκλια αγορά σε περίλαμπρο κάθεται θρόνο,
και τον τοξότη το Φοίβο, ιώ,
φανερωθείτε μου εσείς απ᾽ το Χάρο σωτήρες μου οι τρεις σας·
αν και πριν άλλη φορά του ολέθρου τη φλόγα
που άπλωνε μέσα στην πόλη τη διώξατε,
ελάτε και τώρα.
Γιατί, αλί μου, αναρίθμητα πάθια υποφέρω·
πέρα για πέρα η αρρώστια κρατάει
170το λαό, και του νου κανέν᾽ όπλο δε βρίσκεται
που το κακό ν᾽ αποδιώξει από δώθε μακριά·
μα ούτε της άγιας αυξαίνουνε Γης οι καρποί
κι ούτε οι γυναίκες βαστούν τους αβάσταγους
πόνους της γέννας· κι ο ένας πάνω στον άλλο
σαν πουλιά, θα τους δεις, λαφροφτέρουγα,
πιο γοργά από φωτιά π᾽ ανταριάζει, να ορμούν
στου απονύχτερου του Άδη τις όχθες.
Και μ᾽ αυτούς αναρίθμητους χάνεται η πόλη·
180ανελέητοι, αθρήνητοι κείτουνται χάμω
οι νεκροί μες στους δρόμους το θάνατο φέρνοντας,
ενώ οι γυναίκες των κι οι μάνες οι ασπρόμαλλες
άλλες κι απ᾽ άλλη μεριά στων βωμών τα σκαλιά
βαρυβογκούν σωτηρία γυρεύοντας
απ᾽ τ᾽ άγριο κακό· και φουντώνει ο παιάνας
συνηχώντας με θρήνους μυριόστομους.
Για όλ᾽ αυτά, θυγατέρα του Δία χρυσή,
φαιδροπρόσωπη στείλε βοήθεια.
|