Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (151-189)


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι, τίς ποτε [στρ. α]
τᾶς πολυχρύσου
Πυθῶνος ἀγλαὰς ἔβας
Θήβας; ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα
δείματι πάλλων,
ἰήιε Δάλιε Παιάν,
155ἀμφὶ σοὶ ἁζόμενος τί μοι ἢ νέον
ἢ περιτελλομέναις ὥραις πάλιν
ἐξανύσεις χρέος.
εἰπέ μοι, ὦ χρυσέας τέκνον Ἐλπίδος,
ἄμβροτε Φάμα.

πρῶτά σε κεκλόμενος, θύγατερ Διός, [ἀντ. α]
ἄμβροτ᾽ Ἀθάνα,
160γαιάοχόν τ᾽ ἀδελφεὰν
Ἄρτεμιν, ἃ κυκλόεντ᾽ ἀγορᾶς θρόνον
Εὔκλεα θάσσει,
καὶ Φοῖβον ἑκαβόλον, ἰὼ
τρισσοὶ ἀλεξίμοροι προφάνητέ μοι,
εἴ ποτε καὶ προτέρας ἄτας ὕπερ
165ὀρνυμένας πόλει
ἠνύσατ᾽ ἐκτοπίαν φλόγα πήματος,
ἔλθετε καὶ νῦν.

ὦ πόποι, ἀνάριθμα γὰρ φέρω [στρ. β]
πήματα· νοσεῖ δέ μοι πρόπας
170στόλος, οὐδ᾽ ἔνι φροντίδος ἔγχος
ᾧ τις ἀλέξεται. οὔτε γὰρ ἔκγονα
κλυτᾶς χθονὸς αὔξεται οὔτε τόκοισιν
ἰηίων
καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες·
ἄλλον δ᾽ ἂν ἄλ-
175λῳ προσίδοις ἅπερ εὔπτερον ὄρνιν
κρεῖσσον ἀμαιμακέτου πυρὸς ὄρμενον
ἀκτὰν πρὸς ἑσπέρου θεοῦ·

ὧν πόλις ἀνάριθμος ὄλλυται· [ἀντ. β]
180νηλέα δὲ γένεθλα πρὸς πέδῳ
θαναταφόρα κεῖται ἀνοίκτως·
ἐν δ᾽ ἄλοχοι πολιαί τ᾽ ἔπι ματέρες
ἀκτὰν παρὰ βώμιον ἄλλοθεν ἄλλαι
λυγρῶν πόνων
185ἱκτῆρες ἐπιστενάχουσιν.
παιὰν δὲ λάμ-
πει στονόεσσά τε γῆρυς ὅμαυλος·
ὧν ὕπερ, ὦ χρυσέα θύγατερ Διός,
εὐῶπα πέμψον ἀλκάν·


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
Ω του Διός μελίρρυτη λαλιά, [στρ. α]
ταξίδεψες απ᾽ την πολύχρυση Πυθία
για να μηνύσεις τί στη Θήβα την περίλαμπρη;
Ο τρόμος με συνέχει,
ο φόβος πονά στους κροτάφους μου,
με δέος ιερόν απορώ και ρωτάω:
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου τάχα
και πρέπει να πληρώσω το χρέος το παλιό
ή κάποιο χρέος πρόσφατο;
Ω μίλα μου, χρυσής ελπίδας τέκνο,
αθάνατε Λόγε θεού.

Εσένα καλώ πρώτα, του Διός θυγατέρα, [αντ. α]
αθάνατη παρθένα,
160την αδελφή σου δεύτερη, την πολιούχον
Άρτεμιν, που κάθεται στης αγοράς τον κύκλο
περίλαμπρη στο θρόνο της
και τον αλάθητο τοξότη Φοίβο, καλώ.
Φανείτε οι τρεις σωτήρες μου
και το κακό ξορκίστε.
Αν κάποτε στο παρελθόν τον όλεθρο
της πυρκαγιάς που ρήμαζε την πόλη
σβήσατε, φανείτε πάλι τώρα.

Ιού, των δεινών μου το πλήθος φορτίο βαρύ· [στρ. β]
της πόλης όλης το πλήρωμα νοσεί
170και δεν σοφίζεται κανείς αντίδοτο
τη νόσο να νικήσει· δεν ωριμάζουν οι καρποί
στα γόνιμα χωράφια και δεν αντέχουν να γεννούν
μ᾽ αφόρητες ωδίνες οι γυναίκες.
Κοίτα να δεις, ένας πάνω στον άλλο, κοπαδιαστά,
σαν τα πουλιά χαμοπετούν, σαν την αχόρταγη φωτιά
ορμούν στου σκοτεινού θεού το περιγιάλι.

Ο θάνατος πολύς κι η πόλη χάνεται· [αντ. β]
180σκορπίζουν ανελέητα το μόλεμα
αδέσποτα κατάχαμα, τα νήπια νεκρά·
μητέρες, σύζυγοι, γριές λευκές, εδώ κι εκεί
στα σκαλοπάτια των βωμών στενάζουν
και προσεύχονται να φύγει το θανατικό.
Παιάν εξιλασμού μυριόστομος την πόλη
λαμπαδιάζει. Χρυσή του Διός θυγατέρα,
επίβλεψε και στείλε γελαστή την αρωγή σου.


ΠΑΡΟΔΟΣ

ΧΟΡΟΣ
Ποιά να ᾽σαι, τάχα, ω του Δία φωνή γλυκολάλητη, που ήρθες
απ᾽ την Πυθώ την πολύχρυση
στην ξακουσμένη τη Θήβα;
πάει να σπάσ᾽ η καρδιά μου και τρέμει η ψυχή μου απ᾽ το φόβο,
Ιήιε Δήλιε Παιάν,
γιατί δειλιάζω από σένα, σαν ποιό μου φυλάεις, είτε τώρα,
είτε με του καιρού τα γυρίσματα, χρέος.
Πε μου, ω παιδί της χρυσής της Ελπίδας,
Φωνή θεοσταλμένη.

Πρώτα εσέ κράζω, Αθηνά, του Δία ω αθάνατη κόρη,
160και την αδερφή σου την Άρτεμη,
τη Θεά την προστάτρια της χώρας,
που μες στην κύκλια αγορά σε περίλαμπρο κάθεται θρόνο,
και τον τοξότη το Φοίβο, ιώ,
φανερωθείτε μου εσείς απ᾽ το Χάρο σωτήρες μου οι τρεις σας·
αν και πριν άλλη φορά του ολέθρου τη φλόγα
που άπλωνε μέσα στην πόλη τη διώξατε,
ελάτε και τώρα.

Γιατί, αλί μου, αναρίθμητα πάθια υποφέρω·
πέρα για πέρα η αρρώστια κρατάει
170το λαό, και του νου κανέν᾽ όπλο δε βρίσκεται
που το κακό ν᾽ αποδιώξει από δώθε μακριά·
μα ούτε της άγιας αυξαίνουνε Γης οι καρποί
κι ούτε οι γυναίκες βαστούν τους αβάσταγους
πόνους της γέννας· κι ο ένας πάνω στον άλλο
σαν πουλιά, θα τους δεις, λαφροφτέρουγα,
πιο γοργά από φωτιά π᾽ ανταριάζει, να ορμούν
στου απονύχτερου του Άδη τις όχθες.

Και μ᾽ αυτούς αναρίθμητους χάνεται η πόλη·
180ανελέητοι, αθρήνητοι κείτουνται χάμω
οι νεκροί μες στους δρόμους το θάνατο φέρνοντας,
ενώ οι γυναίκες των κι οι μάνες οι ασπρόμαλλες
άλλες κι απ᾽ άλλη μεριά στων βωμών τα σκαλιά
βαρυβογκούν σωτηρία γυρεύοντας
απ᾽ τ᾽ άγριο κακό· και φουντώνει ο παιάνας
συνηχώντας με θρήνους μυριόστομους.
Για όλ᾽ αυτά, θυγατέρα του Δία χρυσή,
φαιδροπρόσωπη στείλε βοήθεια.


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
Ποιά του Δία λόγια γλυκά απ᾽ τους Δελφούς τους πολύχρυσους τώρα
εδώ αντηχούν στην ξακουστή
Θήβα; Σαστίζει τα φρένα μου ο τρόμος και σύγκορμος τρέμω,
Σωτήρα μου, Απόλλωνα Δήλιε,
σκιάζομαι εσένα, ποιά σήμερα τάχα
ή σε μελλούμενες ώρες, ποιά χρέη θα γυρέψεις και πάλι;
Πες μου το, ω Ελπίδας χρυσής το βλαστάρι, Φωνή εσύ ουράνια.

Πρώτα σέ κράζω, Αθηνά εσένα, αθάνατη κόρη του Δία,
και την προστάτρια αδερφή
160Άρτεμη, που είναι στη μέση αγορά ο δοξασμένος της θρόνος,
κι εσέ, τοξευτή Φοίβε, αλί μου,
διώχτε μακριά μου κι οι τρεις σας το Χάρο.
Κι αν σε παλιές συφορές που ξεσπάσαν στη χώρα, τη φλόγα
σεις του κακού κυνηγήσατε πέρα, βοηθάτε μας πάλι.

Ω, τί αμέτρητοι οι πόνοι μου τώρα είναι, οϊμέ.
170Όλος μαραίνει ο λαός, και δε βρίσκεται τρόπος, της έγνοιας
πώς κανείς τις σαϊτιές να ξεφύγει. Της γης
δεν παίρνουν ζωή τα γεννήματα, κι ούτε
στους μαύρους τούς πόνους της γέννας βαστούν οι γυναίκες.
Βλέπεις τον ένα τον άλλον, όμοιοι πουλιών το κοπάδι,
πιο γοργά απ᾽ άγρια φωτιά να πετούνε
στου μαύρου του Άδη τους γιαλούς.

Κι όλη χάνεται η χώρα από τ᾽ άγριο κακό.
180Άκλαυτα μνέσκουν παιδιά καταγής θανάτου άχνα σκορπώντας·
μάνες, γυναίκες ασπρομάλλες έρχουνται
ολούθε, κι εδώ στους βωμούς ολογύρα
βογκούν, απ᾽ τους μαύρους καημούς τους ανάσα ζητώντας.
Κι ύμνοι ξεσπούν και μυριόφωνο κι άγριο αντηχά μοιρολόι.
Για όλους αυτούς, ω χρυσή θυγατέρα του Δία,
στείλε γλυκιά παρηγοριά.