ΧΟΡ. Όχι για σένα μονάχα στον κόσμο
βγήκε το πένθος, καλή μας,
που έτσι βαριά, πιο βαριά να το παίρνεις
από τους μέσα τούς άλλους
που είστε μαζί μια γενιά κι ένα αίμα,
τη Χρυσόθεμη και την Ιφιάνασσα·
160όπως και κείνος, που ο καλόμοιρος
μακριά απ᾽ τα βάσαν᾽ αυτά ζει τη νιότη του,
μα που μια μέρα των Μυκηναίων η γη
θα τον δεχτεί η δοξασμένη,
όταν με των θεών το προβόδισμα ερθεί
πίσω στη χώρα του, ο ευπατρίδης Ορέστης.
ΗΛΕ. Αυτός, που εγώ μέρα και νύχτα προσμένοντας,
δίχως παιδιά, δίχως άντρα, η ταλαίπωρη,
πάντα στο δάκρυ λουσμένη, τραβώ
της δυστυχίας μου το δρόμο, που άκρια δεν έχει·
μα εκείνος λησμονά
κι όσα είδε από μένα κι όσα έμαθε·
γιατί ποιό μήνυμά του δε μού ηρθε
170που να μη με γελάσει;
Λαχταρά αλλά ενώ λαχταρά
να φανεί δεν το λέει.
ΧΟΡ. Κάνε καρδιά, κάνε, κόρη, καρδιά,
κι ακόμα μεγάλος ο Δίας εκεί από ψηλά
έχει σ᾽ όλα το μάτι του κι όλα διευθύνει·
σ᾽ αυτόν τον πικρό σου το χόλο εμπιστέψου,
δίχως έξω απ᾽ το μέτρο να βγαίν᾽ η οργή σου
για όσους εχθρεύεσαι, μα ούτε και να τους ξεχνάς·
γιατί καλοπίχερος είναι θεός ο Καιρός,
180κι ούτε κείνος, που τώρα στα πλούσια λιβάδια
ζει της Κρίσας, του Αγαμέμνονα ο γιος,
έτσι αδιάφορος πάντα του θα ᾽ναι,
ούτ᾽ ο Θεός, που πλάι στου Αχέροντα
τις όχθες έχει το θρόνο του.
ΗΛΕ. Δίχως ελπίδα, η πιότερη εμένα η ζωή μου
έχει περάσει και δύναμη πια δε μου μένει·
δίχως γονιούς μαραζώνω και σβήνω
κι ούτε που υπάρχει για μένα
φίλου ψυχή, που να παίρνει το μέρος μου·
μα σα μια ξένη, αλογάριαστη,
σε δούλας θέση περνώ
190στου πατέρα μου μέσα τα σπίτια
έτσι με την αταίριαστη αυτή φορεσιά
κι όρθια στέκω μπρος στ᾽ άδεια τραπέζια.
|