Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (172-200)


ἦ ῥά σε Ταυροπόλα Διὸς Ἄρτεμις, [στρ.]
ὦ μεγάλα φάτις, ὦ
μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, ὥρ-
175μασε πανδάμους ἐπὶ βοῦς ἀγελαίας,
ἤ πού τινος νίκας ἀκάρπωτον χάριν,
ἤ ῥα κλυτῶν ἐνάρων
ψευσθεῖσ᾽, ἀδώροις εἴτ᾽ ἐλαφαβολίαις;
ἢ χαλκοθώραξ εἴ τιν᾽ Ἐνυάλιος
180μομφὰν ἔχων ξυνοῦ δορὸς ἐννυχίοις
μαχαναῖς ἐτείσατο λώβαν;

οὔποτε γὰρ φρενόθεν γ᾽ ἐπ᾽ ἀριστερά, [ἀντ.]
παῖ Τελαμῶνος, ἔβας
τόσσον ἐν ποίμναις πίτνων· ἥ-
185κοι γὰρ ἂν θεία νόσος· ἀλλ᾽ ἀπερύκοι
καὶ Ζεὺς κακὰν καὶ Φοῖβος Ἀργείων φάτιν.
εἰ δ᾽ ὑποβαλλόμενοι
κλέπτουσι μύθους οἱ μεγάλοι βασιλῆς,
ἢ τᾶς ἀσώτου Σισυφιδᾶν γενεᾶς,
190μὴ μηκέτ᾽, ὦναξ, ὧδ᾽ ἐφάλοις κλισίαις
ὄμμ᾽ ἔχων κακὰν φάτιν ἄρῃ.

ἀλλ᾽ ἄνα ἐξ ἑδράνων [ἐπῳδ.]
ὅπου μακραίωνι
στηρίζει ποτὲ τᾷδ᾽ ἀγωνίῳ σχολᾷ,
195ἄταν οὐρανίαν φλέγων.
ἐχθρῶν δ᾽ ὕβρις ὧδ᾽ ἀτάρβητα
ὁρμᾶτ᾽ ἐν εὐανέμοις βάσσαις,
πάντων καχαζόντων
γλώσσαις βαρυάλγητα·
200ἐμοὶ δ᾽ ἄχος ἕστακεν.


Μήπως η Άρτεμη, η Ταυρόπολη κόρη του Δία
—ω φήμη φοβερή, ω της ντροπής μου μάνα—
σ᾽ έχει σπρώξει σ᾽ αγέλη βοδιών του στρατού;
Μήπως έμεινε απλήρωτη κάποια νίκη δική σου;
μη δεν πήρε η θεά τη μερίδα από ένδοξα
λάφυρα; μην την άφησες άδωρη, όταν χτύπησες
κάποιο ελάφι;
Ή, με χάλκινο θώρακα, ο Άρης
180έχει ρίξει μομφή σε μια μάχη εναντίον σου,
και τη νύχτα που πέρασε μηχανεύτηκε
βλάβη εκδίκησης;

Πώς αλλιώς θα ξεστράτιζε ο νους σου παράλογα,
Τελαμώνιε, για να φτάσεις τόσο στην άκρη,
που σε ποίμνια έπεσες πάνω, παρεκτός
αν σε βρήκε παραζάλη θεού;
Αλλά ο Δίας κι ο Φοίβος Απόλλων θα μπορούσαν
να διώξουν των Αργείων την επαίσχυντη φήμη.
Αν ωστόσο με δόλο οι τρανοί βασιλείς
υποβάλλουν πλαστές ιστορίες, ή αυτοί
190ή εκείνος ο σπόρος της επάρατης φύτρας
του Σίσυφου, άρχοντά μου, μην ξεμείνεις
εδώ στην παράλια σκηνή, στην κακή τους
τη φήμη ευάλωτος.

Αλλά ορθώσου, μη στέκεις τόσην ώρα
αργός σε μεγάλη αγωνία, τη φλόγα
ψηλώνοντας μιας θεήλατης τύφλας.
Γιατί έτσι των εχθρών σου η υπέρογκη έπαρση
προχωρεί ανεμπόδιστη, σαν φωτιά σε λαγκάδια
ανάμεσα που τα δέρνουν οι άνεμοι.
Ενώ όλοι οι άλλοι καγχάζουν, με γλώσσα σκληρή
που πονά, κι έχει ο πόνος αυτός και σ᾽ εμένα
200μέσα φωλιάσει.


Μήπως η Άρτεμη του Δία η Ταυροπόλα
–αχ! φήμη πολυβούιστη, μητέρα
της ντροπής μου αυτής– σ᾽ έσπρωξε πάνω
στων βοδιών τ᾽ αμοίραστα κοπάδια,
γιατί ίσως την εγέλασες και δίχως
αντίχαρη έμεινε για κάποια
νίκη που της χρωστάς ή για λαμπρά
λάφυρα ή για προσφορές
από ελαφιού κυνήγι; Ή χολωμένος
μαζί σου ο χαλκοθώρακος ο Άρης
180που βοήθειά του στη μάχη θ᾽ άφησες
χωρίς τιμές, την προσβολή εκδικώντας,
σε τέτοιες σ᾽ έχει ρίξει
νυχτερινές απάτες;

Γιατί ποτέ σου, γιε του Τελαμώνα,
τόσο απ᾽ τα λογικά σου δεν ξεστράτισες
και σε κοπάδια να ριχτείς·
μα θα ᾽ταν μανία θεοσταλμένη
κι άμποτες ο Δίας κι ο Απόλλωνας
να σταματήσουν των Αργείων
την άγρια καταλαλιά.
Αν όμως οι μεγάλοι Ατρείδες
ή του κακού Σισύφου η γέννα
κρυφά σκορπίζουν ψεύτικες ειδήσεις,
τότε μη στέκεις, βασιλιά μου,
190κλεισμένος πια μες στη σκηνή σου,
πλάι στ᾽ ακρογιάλι, δίχως
να διώχνεις την κακογλωσσιά.

Μα έλα, σήκω, πρόβαλε από εκεί
που μέρες κάθεσαι άπραγος,
μακριά απ᾽ τον πόλεμο, κι αφήνεις
ως τα ουράνια να θρασεύει η φλόγα
του κακού κι έτσι των εχθρών σου
ξεχύνονται άφοβα οι βρισιές
στ᾽ ανεμοβούιστα φαράγγια
κι όλοι χασκογελούν με λόγια
φαρμακερά, καθώς ο πόνος
200βαρύς πλακώνει την καρδιά μου.


Τάχα η ταυροδαμάστρια η Άρτεμη, του Δία
η κόρη —ω κακογλωσσά, και ω της ντροπής μου μάνα—
πάνω στα βοϊδοκόπαδα σε σήκωσε, τι δώρο
δεν πήρε για κάποια νίκη σου, ή λάφυρα πανώρια,
ή που δεν είχε μερδικό απ᾽ τ᾽ αλαφοκυνήγι;
Γιά ο Άρης ο χαλκοθώρακος αμάχη σού κρατούσε
180που βγήκατε σε πόλεμο μαζί, κι αυτή τη νύχτα
την πήρε την εγδίκηση με μηχανές κι απάτες;

Γιατί δεν στάθης άμυαλος, παιδί του Τελαμώνα,
τόσο, που μες στα ζωντανά ακόμα εσύ να πέσεις·
θενά ᾽ρθε θεϊκή οργή· μα ο Δίας κι ο Απόλλος
απ᾽ τους Αργίτες τη φριχτή τη συφορά ας τη διώξουν.
Κι αν όλα αυτά τα ψέματα εδώ κι εκεί τα σπέρνουν
οι βασιλιάδες οι τρανοί, γιά αυτός που απ᾽ το γένος
190του Σίσυφου το ταπεινό βαστάει, εσύ μη στέκεις,
αφέντη, στ᾽ ακροθάλασσα καλύβια έτσι βρισμένος.

Μα απ᾽ το θρονί σου σήκω πλια, το καθισιό αυτό άσε
που από καιρό σού κόλλησε και τις βρισιές ξανάβει.
Γιατί σε λάκκες ανοιχτές τρέχει τ᾽ οχτρού ο λόγος
ορμητικά, κι όλοι γελούν φαρμακωμένο γέλιο·
200κι εμένα η λύπη κάθεται μες στην καρδιά μου μαύρη.