Μήπως η Άρτεμη, η Ταυρόπολη κόρη του Δία
—ω φήμη φοβερή, ω της ντροπής μου μάνα—
σ᾽ έχει σπρώξει σ᾽ αγέλη βοδιών του στρατού;
Μήπως έμεινε απλήρωτη κάποια νίκη δική σου;
μη δεν πήρε η θεά τη μερίδα από ένδοξα
λάφυρα; μην την άφησες άδωρη, όταν χτύπησες
κάποιο ελάφι;
Ή, με χάλκινο θώρακα, ο Άρης
180έχει ρίξει μομφή σε μια μάχη εναντίον σου,
και τη νύχτα που πέρασε μηχανεύτηκε
βλάβη εκδίκησης;
Πώς αλλιώς θα ξεστράτιζε ο νους σου παράλογα,
Τελαμώνιε, για να φτάσεις τόσο στην άκρη,
που σε ποίμνια έπεσες πάνω, παρεκτός
αν σε βρήκε παραζάλη θεού;
Αλλά ο Δίας κι ο Φοίβος Απόλλων θα μπορούσαν
να διώξουν των Αργείων την επαίσχυντη φήμη.
Αν ωστόσο με δόλο οι τρανοί βασιλείς
υποβάλλουν πλαστές ιστορίες, ή αυτοί
190ή εκείνος ο σπόρος της επάρατης φύτρας
του Σίσυφου, άρχοντά μου, μην ξεμείνεις
εδώ στην παράλια σκηνή, στην κακή τους
τη φήμη ευάλωτος.
Αλλά ορθώσου, μη στέκεις τόσην ώρα
αργός σε μεγάλη αγωνία, τη φλόγα
ψηλώνοντας μιας θεήλατης τύφλας.
Γιατί έτσι των εχθρών σου η υπέρογκη έπαρση
προχωρεί ανεμπόδιστη, σαν φωτιά σε λαγκάδια
ανάμεσα που τα δέρνουν οι άνεμοι.
Ενώ όλοι οι άλλοι καγχάζουν, με γλώσσα σκληρή
που πονά, κι έχει ο πόνος αυτός και σ᾽ εμένα
200μέσα φωλιάσει.
|