ΔΙΟ. Πο πο!
Οι δυο οβολοί παντού τί πέραση έχουν!
Πώς πήγαν εκεί κάτω; ΗΡΑ. Ο Θησέας τους πήγε.
Μύρια έπειτα θα δεις θεριά και φίδια,
φριχτά. ΔΙΟ. Μη με τρομάζεις, μη με σκιάζεις·
δεν κάνω πίσω. ΗΡΑ. Πλήθος, πλήθος λάσπη
κι αστέρευτη βρομιά κατόπι· μέσα
σ᾽ αυτή είναι βουτηγμένοι όσοι είτε φίλους
αδίκησαν, ή χρήμα, που είχαν τάξει
για ερωτική δουλειά, δε δώσανε, όσοι
έδειραν μάνα ή χτύπησαν πατέρα
150με σαγονιά, και τέλος οι ορκοπάτες.
ΔΙΟ. Θα ᾽πρεπε να ᾽ναι κι όποιος έχει μάθει
τον ένοπλο χορό του Κινησία
ή του Μόρσιμου στίχους ξεσηκώσει.
ΗΡΑ. Φύσημα αυλών πιο κει θα σ᾽ αγκαλιάσει,
και φως, όπως το εδώ, θα δεις πανώριο,
κι άλση μυρτιές κι ευτυχισμένους θιάσους
αντρών και γυναικών, και παλαμάκια.
ΔΙΟ. Ποιοί αυτοί; ΗΡΑ. Οι κατηχημένοι στα μυστήρια…
ΞΑΝ., μέσα του.
Και, στα μυστήρια, εγώ ᾽μαι το γαϊδούρι.
160Μα δε θα σκώνω πια άλλο το φορτιό μου.
Κατεβάζει από τον ώμο του τον μπόγο.
ΗΡΑ. που, ό,τι χρειαστείς, αυτοί θα σου εξηγήσουν.
Γιατί, στο δρόμο απάνω, κατοικούνε
πολύ κοντά στου Πλούτωνα το σπίτι.
Και στο καλό, αδερφέ μου. ΔΙΟ. Καλό να ᾽χεις.
Στον Ξανθία.
Κι εσύ ξανά τα στρώματα στον ώμο.
ΞΑΝ. Πριν τ᾽ αποθέσω; ΔΙΟ. Γρήγορα· κουνήσου.
|