ΑΛΛ. Λοιπόν, πώς τα λένε οι χρησμοί;
ΠΡ. Δ. Όμορφα, μά τους θεούς και περίτεχνα και με σοφούς υπαινιγμούς:
«Μα τη στιγμή που ο βυρσαϊτός, ο τσεγκελονυχάτος,
μαγκώσει με το ράμφος του το φίδαρο το τέρας
τον ματοπότη κουτεντέ, χάθηκε, τότε, πάει
των Παφλαγόνων ολονών η σκορδοσαλαμούρα·
[200] δόξα λαμπρή τότ᾽ ο θεός βδοκά στους πατσατζήδες,
αν θα δεχτούν να κλείσουνε τα πατσατζίδικά τους».
ΑΛΛ. Κι από πού κι ως πού τούτα δα έχουν να κάνουν με μένα; Γιά καν᾽ τα μου λιανά.
ΠΡ. Δ. Βυρσαϊτός βέβαια είναι ο Παφλαγόνας (χειρονομία προς το σπίτι) από δω.
ΑΛΛ. Και γιατί τον λεν τσεγκελονυχάτο;
ΠΡ. Δ. Το λέει από μόνο του — επειδή αρπάζει με το γαντζόχερό του και κάνει τη μπάζα του.
ΑΛΛ. Κι ο φίδαρος τί δουλειά έχει;
ΠΡ. Δ. Αυτό είναι φως φανάρι. Ο φίδαρος δεν είναι μακρουλός; Ε και τα λουκάνικα είναι μακρουλά. Τέλος και τα λουκάνικα κι ο φίδαρος ρουφάν αίμα. Λοιπόν, ο χρησμός λέει ότι ο φίδαρος [210] θα βάλει κάτω τον βυρσαετό, φτάνει να μη τον τυλίξουν με λόγια πλανερά.
ΑΛΛ. Πάει καλά, μου καλαρέσουν οι χρησμοί. Μόνο δεν χωρά στο μυαλό μου πώς θα τα βγάζω πέρα με τη διακυβέρνηση του λαού.
ΠΡ. Δ. Χαρά στο πράμα· τί κάνεις κάθε μέρα; συνέχισε την ίδια δουλειά: πάρε στα χέρια σου όλες τις υποθέσεις, δώσ᾽ τους κοπάνισμα κι ανακάτεμα· πάρε τον λαό με το μέρος σου γλυκαίνοντάς τον με λόγια που βγαίνουν από καλή κουζίνα. Κι έχεις όλα τ᾽ άλλα χαρίσματα του δημαγωγού: φωνή που φέρνει αναγούλα, σόι ξεφτιλισμένο, παιδί της πιάτσας. Δεν σου λείπει τίποτα απ᾽ ό,τι χρειάζεται για να κυβερνάς την πόλη. [220] Κι ακόμα οι χρησμοί και της Πυθίας τα μαντέματα σου έρχονται γάντι. Μπρος λοιπόν, στολίσου με στεφάνια και κάνε σπονδή στον θεό της Χοντροκεφαλιάς. Μόνο προσοχή, πώς θα τα βγάλεις πέρα με τον άνθρωπό μας.
ΑΛΛ. Και θα ᾽χω κανέναν σύμμαχο; Γιατί οι πλούσιοι τον τρέμουν κι η φτωχολογιά κλάνει πατάτες απ᾽ τον φόβο της.
ΠΡ. Δ. Ναι, αλλά έχουμε χίλιους λεβέντες ιππείς που τον μισούν και θα σε βοηθήσουν, όπως και οι τίμιοι και άξιοι πολίτες, κι από τους θεατές όσοι είναι ανοιχτομάτες, κι εγώ από κοντά — θα βάλει το χεράκι του κι ο Απόλλωνας. [230] Και μη φοβάσαι· γιατί δεν θα εμφανιστεί με μάσκα που του μοιάζει, καθώς κανείς σκηνογράφος δεν δέχτηκε να την κατασκευάσει. Βέβαια και μ᾽ όλ᾽ αυτά οι θεατές θα τον αναγνωρίσουν· γιατί είναι ανοιχτομάτες.
ΔΕ. Δ. (Η φωνή του ακούεται από μέσα). Κακό που μας βρήκε! βγαίνει ο Παφλαγόνας!
ΠΑΦΛΑΓΟΝΑΣ
Μά τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, δεν θα σας βγει σε καλό η συνωμοσία που από καιρό οργανώνετε ενάντια στη δημοκρατία. Τί δουλειά έχει εδώ τούτο το χαλκιδιώτικο ποτήρι; Το δίχως άλλο ξεσηκώνετε σε αποστασία τους Χαλκιδιώτες. Ρε παλιοκαθάρματα, ρε θα πάτε στα κομμάτια, θα πεθάνετε. (Ο Αλλαντοπώλης, πανικόβλητος, πάει να εγκαταλείψει βιαστικά τη σκηνή).
ΠΡ. Δ. (Στον Αλλαντοπώλη:) [240] Φίλε, γιατί το ᾽βαλες στα πόδια; Μείνε στη θέση σου. Αρχοντογεννημένε πατσατζή, μη προδίνεις τις εθνικές υποθέσεις.
|