Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἀγαμέμνων (192-237)


πνοαὶ δ᾽ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῦσαι [στρ. δ]
κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι,
βροτῶν ἄλαι,
195 ναῶν ‹τε› καὶ πεισμάτων ἀφειδεῖς,
παλιμμήκη χρόνον τιθεῖσαι
τρίβῳ κατέξαινον ἄνθος Ἀργεί-
ων· ἐπεὶ δὲ καὶ πικροῦ
χείματος ἄλλο μῆχαρ
200 βριθύτερον πρόμοισιν
μάντις ἔκλαγξεν
προφέρων Ἄρτεμιν, ὥστε χθόνα βάκτροις
ἐπικρούσαντας Ἀτρείδας
δάκρυ μὴ κατασχεῖν·

ἄναξ δ᾽ ὁ πρέσβυς τόδ᾽ εἶπε φωνῶν· [ἀντ. δ] 205
«βαρεῖα μὲν κὴρ τὸ μὴ πιθέσθαι,
βαρεῖα δ᾽, εἰ
τέκνον δαΐξω, δόμων ἄγαλμα,
μιαίνων παρθενοσφάγοισιν
210 ῥείθροις πατρῴους χέρας πέλας βω-
μοῦ. τί τῶνδ᾽ ἄνευ κακῶν;
πῶς λιπόναυς γένωμαι
ξυμμαχίας ἁμαρτών;
παυσανέμου γὰρ
215 θυσίας παρθενίου θ᾽ αἵματος ὀργᾷ
περιόργως ἐπιθυμεῖν
θέμις. εὖ γὰρ εἴη.»

ἐπεὶ δ᾽ ἀνάγκας ἔδυ λέπαδνον [στρ. ε]
φρενὸς πνέων δυσσεβῆ τροπαίαν
220 ἄναγνον, ἀνίερον, τόθεν
τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω.
βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις
τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων.
ἔτλα δ᾽ οὖν θυτὴρ γενέσθαι
225 θυγατρός, γυναικοποίνων
πολέμων ἀρωγὰν
καὶ προτέλεια ναῶν.

λιτὰς δὲ καὶ κληδόνας πατρῴους [ἀντ. ε]
παρ᾽ οὐδὲν αἰῶ τε παρθένειον
230 ἔθεντο φιλόμαχοι βραβῆς.
φράσεν δ᾽ ἀόζοις πατὴρ μετ᾽ εὐχὰν
δίκαν χιμαίρας ὕπερθε βωμοῦ
πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ
προνωπῆ λαβεῖν ἀέρδην,
235 στόματός τε καλλιπρῴρου
φυλακᾷ κατασχεῖν
φθόγγον ἀραῖον οἴκοις.


Κι άνεμοι απ᾽ το Στρυμόνα πλάκωσαν
κι οι άντρες κακόσχολοι και πεινασμένοι
απ᾽ τ᾽ άθλια αραξοβόλια τριγυρνούσανε
απάνω κάτω σκορπισμένοι·
δίχως ζημιά δε μένανε
ούτε σκαριά ούτε παλαμάρια
κι ατέλειωτ᾽ απ᾽ αναβολή σ᾽ αναβολή
η πλήξη τρώει τα παλληκάρια. —
200Μα όταν κι απ᾽ την πικρή κακοκαιριά
βαρύτερ᾽ είπε ο μάντης γιατρειά
πως της Αρτέμιδας οι οργές ζητούνε,
τα σκήπτρα τους στη γης βροντούν
οι Ατρείδες και τα δάκρυα δεν κρατούνε.

Κι ο πιο μεγάλος λέει τότε ο βασιλιάς:
Μοίρα βαριά κι αν δεν το κάνω,
βαριά κι αν σφάξω εγώ την κόρη μου,
καμάρι των σπιτιών μου, και μιάνω
τα πατρικά μου χέρια, δίπλα στο βωμό,
210με το αίμα το παρθενικό της.
Ω συμφορά μου από παντού! μα πώς
να γίνω λιποτάκτης και προδότης
της συμμαχίας; κι αν για να σταθούν
οι άνεμοι, μ᾽ όλη την καρδιά κανένας
και μ᾽ όλη την ψυχή του επιθυμά
το αίμα και τη θυσία της παρθένας,
δε μπορεί κρίμα να γραφεί… Και σε καλό ας μας βγει!

Και μια που μπήκε στης ανάγκης το ζυγό
κι άνεμος δυσσεβείας του γύρισε το νου του,
220ούτε όσιο λογαριάζει πια, ούτε ιερό
και τον νικά η αποκοτιά του λογισμού του.
γιατί το πρώτο βήμα στο άθλιο το κακό
αχρείος είναι σύμβουλος κι απομωραίνει
του ανθρώπου τα συλλογικά.
Κι έτσι λοιπόν θυσιαστής τολμά
της κόρης του να γίνει, για να βγάλει πέρα
μιανής γυναίκας πόλεμον εκδικητή
και πρίμο στα καράβια τους να κάμει αγέρα.

Φωνές και παρακάλια στον πατέρα της,
για τίποτε, κι ουδέ τα τρυφερά της νιάτα
230οι πολεμόχαροι αρχηγοί δε λόγιασαν,
μα ο ίδιος στους δούλους έδωσε τη διάτα,
μετά ᾽πο την ευχή, ο πατέρας της
σα ρίφι πάν᾽ απ᾽ το βωμό, περιζωσμένη
σφιχτά μέσα στους πέπλους και στη γη
προύμυτα μ᾽ όλη της τη δύναμη πεσμένη,
ψηλά να τη σηκώσουν, φράζοντας
καλά το έμορφο στόμα, μήπως βγει
κατάρα για τα σπίτια του οργισμένη,