Κι άνεμοι απ᾽ το Στρυμόνα πλάκωσαν
κι οι άντρες κακόσχολοι και πεινασμένοι
απ᾽ τ᾽ άθλια αραξοβόλια τριγυρνούσανε
απάνω κάτω σκορπισμένοι·
δίχως ζημιά δε μένανε
ούτε σκαριά ούτε παλαμάρια
κι ατέλειωτ᾽ απ᾽ αναβολή σ᾽ αναβολή
η πλήξη τρώει τα παλληκάρια. —
200Μα όταν κι απ᾽ την πικρή κακοκαιριά
βαρύτερ᾽ είπε ο μάντης γιατρειά
πως της Αρτέμιδας οι οργές ζητούνε,
τα σκήπτρα τους στη γης βροντούν
οι Ατρείδες και τα δάκρυα δεν κρατούνε.
Κι ο πιο μεγάλος λέει τότε ο βασιλιάς:
Μοίρα βαριά κι αν δεν το κάνω,
βαριά κι αν σφάξω εγώ την κόρη μου,
καμάρι των σπιτιών μου, και μιάνω
τα πατρικά μου χέρια, δίπλα στο βωμό,
210με το αίμα το παρθενικό της.
Ω συμφορά μου από παντού! μα πώς
να γίνω λιποτάκτης και προδότης
της συμμαχίας; κι αν για να σταθούν
οι άνεμοι, μ᾽ όλη την καρδιά κανένας
και μ᾽ όλη την ψυχή του επιθυμά
το αίμα και τη θυσία της παρθένας,
δε μπορεί κρίμα να γραφεί… Και σε καλό ας μας βγει!
Και μια που μπήκε στης ανάγκης το ζυγό
κι άνεμος δυσσεβείας του γύρισε το νου του,
220ούτε όσιο λογαριάζει πια, ούτε ιερό
και τον νικά η αποκοτιά του λογισμού του.
γιατί το πρώτο βήμα στο άθλιο το κακό
αχρείος είναι σύμβουλος κι απομωραίνει
του ανθρώπου τα συλλογικά.
Κι έτσι λοιπόν θυσιαστής τολμά
της κόρης του να γίνει, για να βγάλει πέρα
μιανής γυναίκας πόλεμον εκδικητή
και πρίμο στα καράβια τους να κάμει αγέρα.
Φωνές και παρακάλια στον πατέρα της,
για τίποτε, κι ουδέ τα τρυφερά της νιάτα
230οι πολεμόχαροι αρχηγοί δε λόγιασαν,
μα ο ίδιος στους δούλους έδωσε τη διάτα,
μετά ᾽πο την ευχή, ο πατέρας της
σα ρίφι πάν᾽ απ᾽ το βωμό, περιζωσμένη
σφιχτά μέσα στους πέπλους και στη γη
προύμυτα μ᾽ όλη της τη δύναμη πεσμένη,
ψηλά να τη σηκώσουν, φράζοντας
καλά το έμορφο στόμα, μήπως βγει
κατάρα για τα σπίτια του οργισμένη,
|