ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Εσάς ρωτώ, ανυπόφερτα πλάσματα, — μα είναι
καλά πράματ᾽ αυτά για να σωθεί μια πόλη
και δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο,
να πέφτετε μπρος στων θεών τ᾽ αγάλματα έτσι
με τ᾽ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σας,
που κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκη;
Α! και στις συμφορές και στη γλυκιά ευτυχία
να ᾽διν᾽ ο Θεός και να ᾽λειπε από με η γυναίκα!
γιατί αν της έρθουνε δεξιά, και ποιός την πιάνει
στην έπαρσή της! μ᾽ αν την κυριεύσει ο φόβος,
190τότε είναι που είναι μια πληγή για τους δικούς της.
Σαν τώρα εσείς μ᾽ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σας
δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτε
μες στο στρατό μας, κι έτσ᾽ οι εχθροί, πὄχομ᾽ απόξω,
βρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδος,
ενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας.
Νά τί κερδίζει όταν κανείς ζει με γυναίκες.
Μα όποιος την προσταγή μου, τώρα, δεν ακούσει,
άντρας, γυναίκα, ή ό,τι κι άλλο πάει να ᾽ναι,
απόφαση θανατική τον περιμένει,
κι από τις πέτρες του λαού δε θα ξεφύγει.
200Έχει έγνοια ο άντρας, η γυναίκα ας μη φροντίζει
για τα όξω· μεσ᾽ ας κάθεται, χωρίς να βλάφτει.
Τ᾽ ακούς, ή δεν τ᾽ ακούς, ή σε κουφή τα λέω;
|