Και τον Αχιλλέα το φτεροπόδη,
που στο τρέξιμο με ανέμους παραβγαίνει,
γιο της Θέτης
και που ο Χείρωνας τον έχει αναθρεμμένον,
210στο γιαλό κοντά στα βότσαλα τον είδα
βαριαρμάτωτος να τρέχει·
μ᾽ ένα αμάξι που το σέρναν τέσσερα άτια
επαράβγαινε πεζός
πολεμώντας για τη νίκη. Δυνατά
φώναζε ο αρματολάτης,
ο Εύμηλος, του Φέρη εγγόνι,
που τον είδα να κεντάει
τα χρυσοχαλινωμένα
220και πανέμορφ᾽ άλογά του·
απ᾽ αυτά, τα μεσινά ηταν μ᾽ άσπρες βούλες,
και τ᾽ απ᾽ όξω, τ᾽ ακρινά,
που αντικρίζονται στου δρόμου τις στροφές,
ξανθοκόκκινα, και κάτω απ᾽ τα στραγάλια
παρδαλά·
πλάι σ᾽ αυτά, πλάι στο στεφάνι
του αμαξιού και στα χωνιά
των τροχών του, αρματωμένος
230χίμαε του Πηλέα ο γιος.
Μέτρησα όλα τα καράβια,
θέαμα χάρηκα έξοχο,
τα γυναίκεια μου ώσπου χόρτασαν τα μάτια·
τί ευχαρίστηση γλυκιά!
Είχαν τη δεξιά του στόλου
άκρη οι πολεμόχαροι
Μυρμιδόνες, απ᾽ τη Φθία, με πενήντα
πλεούμενα πολεμικά.
Για σημάδι του στρατού του αχίλλειου ήταν
240Νηρηίδων
χρυσά αγάλματα στημένα εκεί στις πρύμες.
Πλάι τους στέκανε άλλα τόσα
των Αργείων πλεούμενα·
δυο αρχηγοί τους: ο ένας γιος του Μηκιστέα,
εγγονός του Ταλαού,
κι ο άλλος, γιος του Καπανέα,
τ᾽ όνομά του Σθένελος·
και κοντά τους του Θησέα ο γιος, μ᾽ εξήντα
πλεούμεν᾽ απ᾽ την Αττική·
250σε άρμα, που άτια φτερωτά το σέρνανε, είχε
την Παλλάδα,
για τους ναύτες καλοσήμαδο στολίδι.
|