170ΑΜΦ. Όσο μπορεί ας υπερασπίσει ο Δίας τον γιο του·
όσο για μένα, ω Ηρακλή, εγώ θα φροντίσω
με λόγια την ανοησία αυτουνού να δείξω·
γιατί δεν πρέπει εγώ ν᾽ αφήσω να σε βρίζουν.
Και πρώτ᾽ απ᾽ τ᾽ ανείπωτα πρέπει (τι νομίζω,
ω Ηρακλή μου, τη δειλία σου ανείπωτο πράγμα)
με μάρτυρες όλους τους θεούς να σ᾽ αλαφρώσω.
Ερώτησα τον κεραυνό του Διός και το άρμα,
που ανεβασμένος πα σ᾽ αυτό της Γης τις φύτρες,
τους Γίγαντες, με φτερωτά κάρφωσε βέλη
180και γιόρτασε μ᾽ όλους τους θεούς την καλή νίκη.
Και στο τετράποδο το γένος των Κενταύρων
στη Φολόη πηγαίνοντας, ω δειλότερε όλων
των βασιλιάδων, ρώτα ποιόν αναγνωρίζουν
καλύτερο απ᾽ τον γιο μου, που συ τον αρνιέσαι.
Κι αν ρωτήσεις και τη Δίρφη, που σ᾽ έχει θρέψει,
δεν θα σ᾽ επαίνα, τι δεν έχεις τίποτε άξιο
κάμει που την πατρίδα σου μάρτυρα να ᾽χεις.
Και το απ᾽ όλα σοφότερο εύρημα, τα τόξα,
κατηγορείς· αλλ᾽ άκουσε από μέ να μάθεις.
190Ο βαριά οπλισμένος είναι δούλος των όπλων
κι αν οι σύντροφοί του δεν είναι ανδρείοι, πεθαίνει
μες στη γραμμή από τη δειλία των πλαγινών του,
κι αν σπάσ᾽ η λόγχη του δεν έχει άλλο πια μέσο
τον θάνατο απ᾽ το σώμα του ν᾽ απομακρύνει.
Κι όποιος στα τόξα καλοσήμαδο έχει χέρι,
ένα καλό έχει, ρίχνοντας άμετρα βέλη
να σώζει απ᾽ τον θάνατο και τη ζωή των άλλων,
και τους εχθρούς από μακριά τούς πολεμάει
χτυπώντας με βέλη τυφλά ανθρώπους με μάτια
200και δεν εκθέτει στους ενάντιους το κορμί του,
μα το φυλάει καλά· κι είναι σοφό στη μάχη
τους εχθρούς βλάβοντας πολύ τη ζωή να σώζεις,
γιατί δεν έρχονται οι εχθροί καθώς τους τύχει!
Μ᾽ αυτά το ενάντιο απ᾽ όσα λέγεις συ αποδείχνω.
Μα τα παιδάκι᾽ αυτά τί θες να τα σκοτώσεις;
τί σου ᾽καμαν; θα ήταν σοφόν αυτό, μονάχα
αν των αρίστων τα παιδιά όντας φοβητσάρης
συ τα φοβάσαι· αλλά για μας βαρύ είναι τούτο,
210το να πεθάνουμε απ᾽ τον φόβο τον δικό σου,
που έπρεπε συ από μας τους πιο καλύτερούς σου
να σκοτωθείς, αν είχε ο Δίας δικαιοσύνη.
Αν όμως θες να᾽ χεις του τόπου εσύ τα σκήπτρα,
να φύγουμε άφησέ μας, δώθε εξορισμένοι·
και μη μεταχειρίζεσαι βία, μη την πάθεις
όταν ο θεός για σε τη διάθεσή του αλλάξει.
Ωιμέ!
Ω γη του Κάδμου, σ᾽ εσέ τώρα καταφεύγω
απ᾽ τα ονειδίσματ᾽ αυτωνών κατακομμένος,
έτσι βοηθάς τον Ηρακλή και τα παιδιά του;
220που πολεμώντας μόνος με όλους τους Μινύες
στη Θήβα λεύτερο έδωκε μάτι να βλέπει.
Μα δεν παινώ εγώ την Ελλάδα κι ούτε τώρα
θα το σιωπήσω πια τί παίρνω για τον γιο μου
ευγνωμοσύνη, που έπρεπε γι᾽ αυτά τα βρέφη
νά ᾽ρθει γιομάτη όπλα, φωτιά και μακριές λόγχες,
αμοιβή του καθαρισμού στεριάς, πελάγου.
Αλλά, παιδιά μου, τη βοήθεια αυτή ούτε η Θήβα
ούτε η Ελλάδα σάς τη δίνει κι ελπίδα μόνη
εμέναν᾽ έχετε, που ᾽μαι αχός γλώσσας μόνο
230γιατί μου ᾽φυγεν η δύναμη που ᾽χα πρώτα
και τρέμουν απ᾽ τα γηρατειά τα γόνατά μου·
μ᾽ αν ήμουν νέος και στην υγεία κάπως βαστιόμουν,
το δόρυ αδράχνοντας τους ξανθούς πλοκαμούς του
θα του καταμάτωνα, που να φεύγει πέρα
απ᾽ τον Ατλαντικό, το δόρυ τρέμοντάς μου.
|