ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΣ
Κόρη του Αγαμέμνονα, Ηλέκτρα,
ήρθα εδώ στ᾽ αγροτικό σου σπίτι.
Έφτασεν, έφτασε κάποιος βουνίσιος
170απ᾽ τις Μυκήνες βοσκός, και μας λέει
πως οι Αργίτες γιορτή διαλαλούνε
που θα βαστάξει τρεις μέρες·
κι όλες τώρα οι κοπέλες θα πάνε
στο μεγάλο της Ήρας ναό.
ΗΛΕ. Δεν λαχταράει, καλές μου, πανηγύρια
μήτε χρυσά στολίσματα η ψυχή μου
εμένα της δυστυχισμένης· μήτε
στήνοντας τον χορό, με πόδι
180κυκλόσυρτο τη γης θα κρούσω
μαζί με τις Αργίτισσες γυναίκες.
Τις νύχτες μου περνάω με θρήνους
και μόνη μου φροντίδα είναι το δάκρυ
την κάθε μέρα εμένα της βαριόμοιρης.
Γιά δες τα βρόμικα μαλλιά μου, κοίτα
και τα κουρέλια που φορώ, αν ταιριάζουν
στου βασιλιά την κόρη, του Αγαμέμνονα,
και στην Τροία, που ακόμα τον γονιό μου
θυμάται κουρσεμένη έναν καιρό.
190ΧΟΡ. Είναι μεγάλη η θεά· λοιπόν έλα
και πάρε από με πολυκέντητα ρούχα
και στολίδια χρυσά, για να λάμψουν
οι χάρες σου. Μόνο με θρήνους, χωρίς
να τιμάς τους θεούς, θα νικήσεις θαρρείς
τους εχθρούς σου; Με δίχως στενάγματα, μόνο
με προσευχές τους θεούς άμα σέβεσαι,
θα ᾽χεις καλύτερες μέρες παιδί μου.
ΗΛΕ. Απ᾽ τους θεούς κανένας δεν ακούει
της δύστυχης εμέ τον άγριο θρήνο,
200μήτε θυμάται τα σφαχτάρια
που έναν καιρό τούς πρόσφερ᾽ ο γονιός μου.
Αλίμονο και για τον σκοτωμένο,
και για τον ζωντανό που εξορισμένος
σε ξένη χώρα ζει γυρνώντας,
ο δόλιος σε τραπέζια φτωχικά,
αυτός, παιδί πατέρα κοσμοξάκουστου.
Κι εγώ διωγμένη απ᾽ του γονιού τα σπίτια
210μένω στα απόγκρεμνα βουνά σ᾽ ένα καλύβι
με την ψυχή να λιώνει από τη θλίψη.
Κι η μάνα μου πλαγιάζει τώρα μ᾽ άλλον
πάνω στου φόνου το κρεβάτι.
|