[535b] ΣΩ. Στάσου τώρα, Ίωνα, απάντησέ μου και μη μου κρύψεις την αλήθεια σε ό,τι θα σε ρωτήσω. Όταν απαγγέλλεις ωραία τους επικούς στίχους και εντυπωσιάζεις βαθιά όσους σε παρακολουθούν, λ.χ. όταν τραγουδάς για τον Οδυσσέα παρουσιάζοντας τον να προβάλλει με μια δρασκελιά στο κατώφλι, να φανερώνεται στους μνηστήρες και να ξεχύνει τα βέλη του μπροστά στα πόδια τους, ή τον Αχιλλέα να ορμάει στον Έκτορα, ή όταν τραγουδάς κάτι λυπητερό για την Ανδρομάχη ή την Εκάβη ή τον Πρίαμο, τη στιγμή εκείνη τί από τα δύο συμβαίνει: είσαι στα λογικά σου ή βγαίνεις [535c] από τον εαυτό σου, κι η ψυχή σου, στον ενθουσιασμό της, φαντάζεται πως είναι κάπου ανάμεσα σε όσα περιγράφεις, είτε στην Ιθάκη συμβαίνουν αυτά είτε στην Τροία είτε όπου αλλού τυχαίνει να διαδραματίζονται στα έπη; ΙΩΝ. Πόσο παραστατικό, Σωκράτη, είναι το παράδειγμα που μου ανέφερες! Θα σου απαντήσω χωρίς να σου κρύψω τίποτα. Πραγματικά, εγώ όταν λέω κάτι συγκινητικό, τα μάτια μου πλημμυρίζουν δάκρυα, κι όταν πάλι κάτι φοβερό, κάτι τρομακτικό, ανατριχιάζω από τον φόβο μου κι η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. [535d] ΣΩ. Λοιπόν; Μπορούμε, Ίωνα, να πούμε ότι τη στιγμή εκείνη είναι στα λογικά του ο άνθρωπος αυτός που στολισμένος με πολύχρωμο ένδυμα και χρυσά στεφάνια κλαίει στις θυσίες και στα πανηγύρια χωρίς να έχει χάσει τίποτα από τούτα, ή που νιώθει φόβο, παρόλο ότι βρίσκεται ανάμεσα σε είκοσι και πλέον χιλιάδες ανθρώπους με φιλικές διαθέσεις απέναντί του και ενώ κανένας δεν τον κλέβει και κανένας δεν πάει να του κάνει κακό; ΙΩΝ. Όχι, μά τον Δία, όχι εντελώς, για να είμαι ειλικρινής. ΣΩ. Το ξέρεις άραγε ότι και στους περισσότερους θεατές τις ίδιες ακριβώς καταστάσεις προκαλείτε; [535e] ΙΩΝ. Και πολύ καλά μάλιστα· γιατί τους παρακολουθώ κάθε φορά ψηλά από το βήμα πώς κλαίνε, τί τρομαγμένο που είναι το βλέμμα τους και πόσο τους συνεπαίρνουν, όπως κι εμένα, όσα λέγονται. Εξάλλου είμαι αναγκασμένος να έχω στραμμένη την προσοχή μου, τεντωμένη, στις αντιδράσεις τους: άμα τους κάνω να κλάψουν, θα γελάσω εγώ έπειτα με τα λεφτά που θα πάρω, αν όμως βάλουν τα γέλια, τότε θα κλάψω εγώ για τα λεφτά που θα έχω χάσει. ΣΩ. Βλέπεις λοιπόν ότι ο θεατής είναι το τελευταίο από τα δαχτυλίδια για τα οποία έλεγα ότι η πέτρα του Ηρακλή τα κάνει να παίρνουν το ένα από το άλλο εκείνη τη δύναμη που τα τραβάει; Το μεσαίο είσαι εσύ, [536a] ο ραψωδός και ηθοποιός, ενώ το πρώτο είναι ο ίδιος ο ποιητής. Κι ο θεός διαμέσου όλων αυτών παρασύρει την ψυχή των ανθρώπων όπου αυτός θέλει, κάνοντας ώστε η δύναμη του ενός να κρέμεται από τη δύναμη του άλλου. Κι όπως ακριβώς από την πέτρα εκείνη, έτσι έχει κρεμαστεί κι εδώ ολόκληρη αρμαθιά από χορευτές, δασκάλους, βοηθούς δασκάλων, γαντζωμένους από τα πλάγια στα δαχτυλίδια που κρέμονται από τη Μούσα. Κι ο ένας ποιητής έχει κρεμαστεί από τη μια Μούσα, ο άλλος από την άλλη —και λέμε τότε ότι «διακατέχεται», κάτι [536b] που είναι παραπλήσιο με αυτό που συμβαίνει, γιατί πραγματικά έχει κυριευθεί— και από τούτα τα πρώτα δαχτυλίδια, από τους ποιητές, κρέμονται πάλι σε κατάσταση έκστασης άλλοι, ο ένας από τον Ορφέα, ο άλλος από τον Μουσαίο· οι περισσότεροι όμως διακατέχονται και έχουν κυριευτεί από τον Όμηρο. Ένας από αυτούς είσαι κι εσύ, Ίωνα, διακατεχόμενος από τον Όμηρο, κι όταν κάποιος απαγγέλλει από έναν άλλο ποιητή, αποκοιμιέσαι και δεν έχεις τί να πεις, μόλις όμως αναφερθεί κανείς σε τούτο τον ποιητή, αμέσως ζωντανεύεις και χοροπηδάει η ψυχή σου κι έχεις [536c] ένα σωρό πράγματα να πεις· γιατί όσα λες δεν τα λες βασισμένος σε τεχνικούς κανόνες, ούτε σε επιστημονική γνώση, αλλά από χάρισμα θεϊκό κι από την κυριαρχία του θεού μέσα σου, ακριβώς σαν τους κορυβαντιώντες που νιώθουν έντονα τη μελωδία εκείνου μόνον του θεού από τον οποίο διακατέχονται, και που μόνο για εκείνη τη μελωδία βρίσκουν εύκολα χορευτικές κινήσεις και λόγια, ενώ οι άλλες τούς αφήνουν εντελώς αδιάφορους. Έτσι κι εσύ, Ίωνα, μόλις αναφερθεί κάποιος στον Όμηρο, βρίσκεις να πεις πολλά, ενώ για τους άλλους δεν έχεις τί να πεις. [536d] Κι η αιτία που συμβαίνει αυτό, ότι δηλαδή για τον Όμηρο έχεις να πεις πολλά ενώ για τους άλλους όχι, αυτό δηλαδή που με ρωτάς, είναι ότι δεν οφείλεται σε τεχνικές γνώσεις η μεγάλη σου επιδεξιότητα στο να πλέκεις εγκώμια για τον Όμηρο, αλλά σε χάρισμα δοσμένο από τον θεό. ΙΩΝ. Εσύ βέβαια, Σωκράτη, ωραία τα λες. Θα παραξενευόμουν όμως αν θα ήσαν τα λόγια σου τόσο ωραία, ώστε να με κάνουν να αλλάξω γνώμη και να παραδεχτώ ότι εγκωμιάζω τον Όμηρο κυριευμένος από τον θεό και σε κατάσταση μανίας. Νομίζω μάλιστα πως ούτε κι εσύ θα σχηματίσεις αυτή τη γνώμη, αν θα με ακούσεις να μιλώ για τον Όμηρο.
|