Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Θεμιστοκλῆς (6.1-7.7)


[6.1] Ἤδη δὲ τοῦ Μήδου καταβαίνοντος ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, καὶ τῶν Ἀθηναίων βουλευομένων περὶ στρατηγοῦ, τοὺς μὲν ἄλλους ἑκόντας ἐκστῆναι τῆς στρατηγίας λέγουσιν ἐκπεπληγμένους τὸν κίνδυνον, Ἐπικύδην δὲ τὸν Εὐφημίδου, δημαγωγὸν ὄντα δεινὸν μὲν εἰπεῖν, μαλακὸν δὲ τῇ ψυχῇ καὶ χρημάτων ἥττονα, τῆς ἀρχῆς ἐφίεσθαι καὶ κρατήσειν ἐπίδοξον εἶναι τῇ χειροτονίᾳ. [6.2] τὸν οὖν Θεμιστοκλέα, δείσαντα μὴ τὰ πράγματα διαφθαρείη παντάπασι τῆς ἡγεμονίας εἰς ἐκεῖνον ἐμπεσούσης, χρήμασι τὴν φιλοτιμίαν ἐξωνήσασθαι παρὰ τοῦ Ἐπικύδους. [6.3] ἐπαινεῖται δ᾽ αὐτοῦ καὶ τὸ περὶ τὸν δίγλωσσον ἔργον ἐν τοῖς πεμφθεῖσιν ὑπὸ βασιλέως ἐπὶ γῆς καὶ ὕδατος αἴτησιν. [6.4] ἑρμηνέα γὰρ ὄντα συλλαβὼν διὰ ψηφίσματος ἀπέκτεινεν, ὅτι φωνὴν Ἑλληνίδα βαρβάροις προστάγμασιν ἐτόλμησε χρῆσαι. ἔτι δὲ καὶ τὸ περὶ Ἄρθμιον τὸν Ζελείτην· Θεμιστοκλέους γὰρ εἰπόντος καὶ τοῦτον εἰς τοὺς ἀτίμους καὶ παῖδας αὐτοῦ καὶ γένος ἐνέγραψαν, ὅτι τὸν ἐκ Μήδων χρυσὸν εἰς τοὺς Ἕλληνας ἐκόμισε. [6.5] μέγιστον δὲ πάντων τὸ καταλῦσαι τοὺς Ἑλληνικοὺς πολέμους καὶ διαλλάξαι τὰς πόλεις ἀλλήλαις, πείσαντα τὰς ἔχθρας διὰ τὸν πόλεμον ἀναβαλέσθαι· πρὸς ὃ καὶ Χείλεων τὸν Ἀρκάδα μάλιστα συναγωνίσασθαι λέγουσι.
[7.1] Παραλαβὼν δὲ τὴν ἀρχήν, εὐθὺς μὲν ἐπεχείρει τοὺς πολίτας ἐμβιβάζειν εἰς τὰς τριήρεις, καὶ τὴν πόλιν ἔπειθεν ἐκλιπόντας ὡς προσωτάτω τῆς Ἑλλάδος ἀπαντᾶν τῷ βαρβάρῳ κατὰ θάλατταν. [7.2] ἐνισταμένων δὲ πολλῶν, ἐξήγαγε πολλὴν στρατιὰν εἰς τὰ Τέμπη μετὰ Λακεδαιμονίων, ὡς αὐτόθι προκινδυνεύσων τῆς Θεσσαλίας, οὔπω τότε μηδίζειν δοκούσης· ἐπεὶ δ᾽ ἀνεχώρησαν ἐκεῖθεν ἄπρακτοι, καὶ Θεσσαλῶν βασιλεῖ προσγενομένων ἐμήδιζε τὰ μέχρι Βοιωτίας, μᾶλλον ἤδη τῷ Θεμιστοκλεῖ προσεῖχον οἱ Ἀθηναῖοι περὶ τῆς θαλάσσης, καὶ πέμπεται μετὰ νεῶν ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον τὰ στενὰ φυλάξων. [7.3] ἔνθα δὴ τῶν μὲν Ἑλλήνων Εὐρυβιάδην καὶ Λακεδαιμονίους ἡγεῖσθαι κελευόντων, τῶν δ᾽ Ἀθηναίων, ὅτι πλήθει τῶν νεῶν σύμπαντας ὁμοῦ τι τοὺς ἄλλους ὑπερέβαλλον, οὐκ ἀξιούντων ἑτέροις ἕπεσθαι, συνιδὼν τὸν κίνδυνον ὁ Θεμιστοκλῆς αὐτός τε τὴν ἀρχὴν τῷ Εὐρυβιάδῃ παρῆκε, καὶ κατεπράυνε τοὺς Ἀθηναίους, ὑπισχνούμενος, ἂν ἄνδρες ἀγαθοὶ γένωνται πρὸς τὸν πόλεμον, ἑκόντας αὐτοῖς παρέξειν εἰς τὰ λοιπὰ πειθομένους τοὺς Ἕλληνας. [7.4] διὸ καὶ δοκεῖ τῆς σωτηρίας αἰτιώτατος γενέσθαι τῇ Ἑλλάδι, καὶ μάλιστα τοὺς Ἀθηναίους προαγαγεῖν εἰς δόξαν, ὡς ἀνδρείᾳ μὲν τῶν πολεμίων, εὐγνωμοσύνῃ δὲ τῶν συμμάχων περιγενομένους.
[7.5] Ἐπεὶ δὲ ταῖς Ἀφεταῖς τοῦ βαρβαρικοῦ στόλου προσμείξαντος, ἐκπλαγεὶς ὁ Εὐρυβιάδης τῶν κατὰ στόμα νεῶν τὸ πλῆθος, ἄλλας δὲ πυνθανόμενος διακοσίας ὑπὲρ Σκιάθου κύκλῳ περιπλεῖν, ἐβούλετο τὴν ταχίστην εἴσω τῆς Ἑλλάδος κομισθεὶς ἅψασθαι Πελοποννήσου καὶ τὸν πεζὸν στρατὸν ταῖς ναυσὶ προσπεριβαλέσθαι, παντάπασιν ἀπρόσμαχον ἡγούμενος τὴν κατὰ θάλατταν ἀλκὴν βασιλέως, δείσαντες οἱ Εὐβοεῖς μὴ σφᾶς οἱ Ἕλληνες πρόωνται, κρύφα τῷ Θεμιστοκλεῖ διελέγοντο, Πελάγοντα μετὰ χρημάτων πολλῶν πέμψαντες. [7.6] ἃ λαβὼν ἐκεῖνος, ὡς Ἡρόδοτος ἱστόρηκε, τοῖς περὶ τὸν Εὐρυβιάδην ἔδωκεν. ἐναντιουμένου δ᾽ αὐτῷ μάλιστα τῶν πολιτῶν Ἀρχιτέλους, ὃς ἦν μὲν ἐπὶ τῆς ἱερᾶς νεὼς τριήραρχος, οὐκ ἔχων δὲ χρήματα τοῖς ναύταις χορηγεῖν ἔσπευδεν ἀποπλεῦσαι, παρώξυνεν ἔτι μᾶλλον ὁ Θεμιστοκλῆς τοὺς τριηρίτας ἐπ᾽ αὐτόν, ὥστε τὸ δεῖπνον ἁρπάσαι συνδραμόντας. [7.7] τοῦ δ᾽ Ἀρχιτέλους ἀθυμοῦντος ἐπὶ τούτῳ καὶ βαρέως φέροντος, εἰσέπεμψεν ὁ Θεμιστοκλῆς πρὸς αὐτὸν ἐν κίστῃ δεῖπνον ἄρτων καὶ κρεῶν, ὑποθεὶς κάτω τάλαντον ἀργυρίου καὶ κελεύσας αὐτόν τε δειπνεῖν ἐν τῷ παρόντι καὶ μεθ᾽ ἡμέραν ἐπιμεληθῆναι τῶν τριηριτῶν· εἰ δὲ μή, καταβοήσειν αὐτοῦ πρὸς τοὺς πολίτας ὡς ἔχοντος ἀργύριον παρὰ τῶν πολεμίων. ταῦτα μὲν οὖν Φανίας ὁ Λέσβιος εἴρηκεν.


ΣΤΟ ΑΡΤΕΜΙΣΙΟ (Κεφ 6 - 8)
Μπροστά στον κίνδυνο των Μήδων
[6.1] Όταν οι Μήδοι κατέβαιναν στην Ελλάδα και οι Αθηναίοι σκέφτονταν ποιόν να ορίσουν στρατηγό, λένε πως όλοι οι άλλοι μόνοι τους παραιτήθηκαν από τη στρατηγία, γιατί είχαν τρομάξει μπροστά στον κίνδυνο, και μόνο ο Επικύδης, ο γιος του Ευφημίδη, που ήταν πολιτικός ικανός στη ρητορική, μα λιγόψυχος και εύκολα μπορούσε να εξαγοραστεί με χρήμα, επιθυμούσε να αναλάβει την αρχηγία και είχε την πιθανότητα να επικρατήσει κατά την εκλογή. [6.2] Τότε ο Θεμιστοκλής φοβήθηκε ολοκληρωτική καταστροφή, αν η αρχηγία ανατεθεί σ᾽ εκείνον και λένε ότι μπροστά σ᾽ αυτό τον κίνδυνο αγόρασε με χρήματα από τον Επικύδη τη φιλοδοξία του (για τη στρατηγία).
[6.3] Πολλοί επαινούν και αυτό που έκαμε στο διερμηνέα που ήταν μαζί μ᾽ εκείνους τους οποίους έστειλε ο βασιλιάς, για να ζητήσουν «χώμα και νερό». [6.4] Δηλαδή, έπιασε το διερμηνέα και με ψήφισμα τον καταδίκασε σε θάνατο, γιατί τόλμησε να δανείσει την ελληνική γλώσσα σε βαρβαρικές προσταγές. Ακόμη επαινούν και αυτό που έκαμε στον Άρθμιο το Ζελείτη· με πρόταση του Θεμιστοκλή και αυτόν και τα παιδιά του και τους απογόνους του τους έγραψαν στον κατάλογο των «ατιμασμένων» πολιτών, γιατί έφερε χρυσάφι από τους Μήδους στους Έλληνες.
[6.5] Αλλά το πιο αξιόλογο από όλα τα έργα του Θεμιστοκλή είναι ότι κατάργησε τους ελληνικούς πολέμους και συμφιλίωσε τις πόλεις μεταξύ τους, πείθοντας τους Έλληνες να αναβάλουν τις έχθρες τους εξαιτίας του πολέμου των Περσών: Σ᾽ αυτό λένε ότι πολύ τον βοήθησε και ο Χείλεος από την Αρκαδία.

Ο ελληνικός στόλος στο Αρτεμίσιο
[7.1] Όταν πήρε στα χέρια του την αρχηγία ο Θεμιστοκλής, αμέσως άρχισε να επιβιβάζει τους πολίτες στα πλοία και προσπαθούσε να τους πείσει να αφήσουν την πόλη και να πάνε όσο γίνεται πιο μακριά από την Ελλάδα, για να αντιμετωπίσουν τους βαρβάρους στη θάλασσα. [7.2] Επειδή όμως πολλοί ήταν αντίθετοι στο σχέδιο τούτο, οδήγησε πολυάριθμο στράτευμα στα Τέμπη μαζί με τους Λακεδαιμονίους, με το σκοπό να αγωνιστεί εκεί για την υπεράσπιση της Θεσσαλίας, που τότε, δε φαινόταν ακόμη να κλίνει προς το μέρος των Μήδων. Αλλά γύρισαν απ᾽ εκεί χωρίς καμιάν επιτυχία. Στο μεταξύ οι Θεσσαλοί προσχώρησαν στο βασιλιά των Περσών και μαζί μ᾽ αυτούς πήγαν με το μέρος των Μήδων όλες οι πόλεις ώς τη Βοιωτία. Από τότε πια οι Αθηναίοι άρχισαν να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στη γνώμη του Θεμιστοκλή για τη θάλασσα και τον στέλνουν μαζί με πλοία στο Αρτεμίσιο, για να φυλάξει τα στενά.
[7.3] Εκεί οι άλλοι Έλληνες ζητούσαν να αναλάβουν την αρχηγία του ελληνικού στόλου ο Ευρυβιάδης και οι Λακεδαιμόνιοι, ενώ αντίθετα οι Αθηναίοι, που υπερτερούσαν στο πλήθος των πλοίων σχεδόν όλους τους άλλους Έλληνες μαζί, δεν το θεωρούσαν σωστό να ακολουθούν άλλους. Ο Θεμιστοκλής όμως, επειδή κατάλαβε τον κίνδυνο, και ο ίδιος παραχώρησε την αρχηγία του στόλου στον Ευρυβιάδη και καθησύχαζε τους Αθηναίους δίνοντας την υπόσχεση ότι, αν φανούν γενναίοι στον πόλεμο, θα κάμει τους Έλληνες να πείθονται σ᾽ αυτούς θεληματικά στο μέλλον. [7.4] Γι᾽ αυτό κυρίως ο Θεμιστοκλής μπορεί να θεωρηθεί σαν ο πρωτεργάτης της σωτηρίας των Ελλήνων και με αυτό προπάντων κατόρθωσε να αποχτήσουν οι Αθηναίοι τη φήμη ότι νίκησαν τους εχθρούς με την αντρεία τους και τους συμμάχους με τη φρόνησή τους.
[7.5] Στο μεταξύ, όταν ο βαρβαρικός στόλος αγκυροβόλησε στις Αφετές, ο Ευρυβιάδης τρόμαξε από το πλήθος των πλοίων που έβλεπε απέναντί του. Και, επειδή είχε την πληροφορία ότι άλλα διακόσια πλοία έπλεαν στ᾽ ανοιχτά γύρω από τη Σκίαθο, ήθελε να έρθει όσο μπορούσε πιο γρήγορα στην ηπειρωτική Ελλάδα, να προσορμιστεί στην Πελοπόννησο και να περιφρουρήσει τον πεζικό στρατό με τα πλοία του, γιατί νόμιζε πως η ναυτική δύναμη των Περσών ήταν ακατανίκητη. Τότε οι Ευβοείς, επειδή φοβήθηκαν μήπως οι Έλληνες τους εγκαταλείψουν, ήρθαν κρυφά σε συνεννόηση με το Θεμιστοκλή και έστειλαν κάποιον Πελάγοντα με πολλά χρήματα να συναντηθεί μαζί του. [7.6] Τα χρήματα αυτά ο Θεμιστοκλής τα πήρε, καθώς αναφέρει ο Ηρόδοτος στην ιστορία του, και τα έδωσε σε ανθρώπους του Ευρυβιάδη.
Επειδή όμως από όλους τους Αθηναίους πιο επίμονα εναντιωνόταν στα σχέδιά του ο Αρχιτέλης, που ήταν τριήραρχος στο ιερό πλοίο και ετοιμαζόταν να φύγει από εκεί, γιατί δεν είχε χρήματα να δώσει στους ναύτες του, ο Θεμιστοκλής ερέθιζε ακόμη περισσότερο την οργή των ναυτών εναντίον του, ώς το σημείο που να τρέξουν όλοι μαζί και να του αρπάξουν το δείπνο του. [7.7] Και τη στιγμή αυτή που ο Αρχιτέλης ήταν στενοχωρημένος και αγαναχτισμένος απ᾽ αυτό που έγινε, του έστειλε ο Θεμιστοκλής μέσα σ᾽ ένα καλάθι, ψωμί και κρέας για δείπνο, βάζοντας κάτω απ᾽ αυτά ένα ασημένιο τάλαντο και του παράγγειλε να δειπνήσει για την ώρα, και την άλλη μέρα να φροντίσει για τους ναύτες του, ειδάλλως θα φωνάξει δυνατά να το ακούσουν όλοι όσοι ήταν εκεί, πως τάχα πήρε χρήματα από τους εχθρούς. Αυτά λέει ο Φανίας από τη Λέσβο.