Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Μήδεια (214-270)

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ Α΄


ΜΗ. Κορίνθιαι γυναῖκες, ἐξῆλθον δόμων
215 μή μοί τι μέμψησθ᾽· οἶδα γὰρ πολλοὺς βροτῶν
σεμνοὺς γεγῶτας, τοὺς μὲν ὀμμάτων ἄπο,
τοὺς δ᾽ ἐν θυραίοις· οἱ δ᾽ ἀφ᾽ ἡσύχου ποδὸς
δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν.
δίκη γὰρ οὐκ ἔνεστ᾽ ἐν ὀφθαλμοῖς βροτῶν,
220 ὅστις πρὶν ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν σαφῶς
στυγεῖ δεδορκώς, οὐδὲν ἠδικημένος.
χρὴ δὲ ξένον μὲν κάρτα προσχωρεῖν πόλει·
οὐδ᾽ ἀστὸν ᾔνεσ᾽ ὅστις αὐθάδης γεγὼς
πικρὸς πολίταις ἐστὶν ἀμαθίας ὕπο.
225 ἐμοὶ δ᾽ ἄελπτον πρᾶγμα προσπεσὸν τόδε
ψυχὴν διέφθαρκ᾽· οἴχομαι δὲ καὶ βίου
χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρῄζω, φίλαι.
ἐν ᾧ γὰρ ἦν μοι πάντα, γιγνώσκω καλῶς,
κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ᾽ οὑμὸς πόσις.
230 πάντων δ᾽ ὅσ᾽ ἔστ᾽ ἔμψυχα καὶ γνώμην ἔχει
γυναῖκές ἐσμεν ἀθλιώτατον φυτόν·
ἃς πρῶτα μὲν δεῖ χρημάτων ὑπερβολῇ
πόσιν πρίασθαι δεσπότην τε σώματος
λαβεῖν· κακοῦ γὰρ τοῦτ᾽ ἔτ᾽ ἄλγιον κακόν.
235 κἀν τῷδ᾽ ἀγὼν μέγιστος, ἢ κακὸν λαβεῖν
ἢ χρηστόν· οὐ γὰρ εὐκλεεῖς ἀπαλλαγαὶ
γυναιξὶν οὐδ᾽ οἷόν τ᾽ ἀνήνασθαι πόσιν.
ἐς καινὰ δ᾽ ἤθη καὶ νόμους ἀφιγμένην
δεῖ μάντιν εἶναι, μὴ μαθοῦσαν οἴκοθεν,
240 οἵῳ μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτῃ.
κἂν μὲν τάδ᾽ ἡμῖν ἐκπονουμέναισιν εὖ
πόσις ξυνοικῇ μὴ βίᾳ φέρων ζυγόν,
ζηλωτὸς αἰών· εἰ δὲ μή, θανεῖν χρεών.
ἀνὴρ δ᾽, ὅταν τοῖς ἔνδον ἄχθηται ξυνών,
245 ἔξω μολὼν ἔπαυσε καρδίαν ἄσης
[ἢ πρὸς φίλον τιν᾽ ἢ πρὸς ἥλικα τραπείς]·
ἡμῖν δ᾽ ἀνάγκη πρὸς μίαν ψυχὴν βλέπειν.
λέγουσι δ᾽ ἡμᾶς ὡς ἀκίνδυνον βίον
ζῶμεν κατ᾽ οἴκους, οἱ δὲ μάρνανται δορί,
250 κακῶς φρονοῦντες· ὡς τρὶς ἂν παρ᾽ ἀσπίδα
στῆναι θέλοιμ᾽ ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ.
ἀλλ᾽ οὐ γὰρ αὑτὸς πρὸς σὲ κἄμ᾽ ἥκει λόγος·
σοὶ μὲν πόλις θ᾽ ἥδ᾽ ἐστὶ καὶ πατρὸς δόμοι
βίου τ᾽ ὄνησις καὶ φίλων συνουσία,
255 ἐγὼ δ᾽ ἔρημος ἄπολις οὖσ᾽ ὑβρίζομαι
πρὸς ἀνδρός, ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη,
οὐ μητέρ᾽, οὐκ ἀδελφόν, οὐχὶ συγγενῆ
μεθορμίσασθαι τῆσδ᾽ ἔχουσα συμφορᾶς.
τοσοῦτον οὖν σου τυγχάνειν βουλήσομαι,
260 ἤν μοι πόρος τις μηχανή τ᾽ ἐξευρεθῇ
πόσιν δίκην τῶνδ᾽ ἀντιτείσασθαι κακῶν
[τὸν δόντα τ᾽ αὐτῷ θυγατέρ᾽ ἥν τ᾽ ἐγήματο],
σιγᾶν. γυνὴ γὰρ τἄλλα μὲν φόβου πλέα
κακή τ᾽ ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν·
265 ὅταν δ᾽ ἐς εὐνὴν ἠδικημένη κυρῇ,
οὐκ ἔστιν ἄλλη φρὴν μιαιφονωτέρα.
ΧΟ. δράσω τάδ᾽· ἐνδίκως γὰρ ἐκτείσῃ πόσιν,
Μήδεια. πενθεῖν δ᾽ οὔ σε θαυμάζω τύχας.
ὁρῶ δὲ καὶ Κρέοντα, τῆσδ᾽ ἄνακτα γῆς,
270 στείχοντα, καινῶν ἄγγελον βουλευμάτων.

ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


(Εξέρχεται η Μήδεια από το σπίτι της συνοδευόμενη πιθανώς
από υπηρέτριες.)

ΜΗ. Γυναίκες της Κορίνθου, άφησα τα δώματα και ήρθα
215για να μη λάβετε αφορμή να με κατηγορήσετε.
Γιατί ξέρω πολλούς ανθρώπους που είναι υπερόπτες,
άλλοι μακριά από τα βλέμματα του κόσμου
και άλλοι μέσα στην τύρβη των πολλών.
Κάποιοι πάλι ζούνε βίο απράγμονα
και τους συνοδεύει το στίγμα του άπραγου.
Δικαιοσύνη τα μάτια των ανθρώπων δεν γνωρίζουν.
220Προτού να καταλάβουν καθαρά
τί κρύβει κάποιος μέσα του,
τον μισούν, μόνο και μόνο από την όψη,
κι ας μην τους αδίκησε ποτέ.
Ο ξένος οφείλει ασφαλώς
να εναρμονίζεται απολύτως με την πόλη.
Ωστόσο δεν επαινώ και τον πολίτη
που βάζει πάνω απ᾽ όλα το εγώ του
και πληγώνει τους συμπολίτες του
επειδή δεν έχει επίγνωση.
225Εμένα, τώρα, τούτο το κακό
έπεσε απάνω μου αναπάντεχο
και τσάκισε την ψυχή μου.
Η ζωή μου τέλειωσε, τη χαρά να ζω την έχω χάσει
και αποζητάω, αγαπημένες μου, τον θάνατο.
Εκείνος που ήτανε για μένα τα πάντα —το ξέρω καλά—,
ο άντρας μου, αποδείχθηκε ο χειρότερος όλων.
230Από όλα πάλι τα πλάσματα που έχουν πνοή και λογικό
οι γυναίκες είμαστε το πιο αξιολύπητο.
Πρώτα πρώτα πρέπει, ξοδεύοντας χρήμα και χρήμα,
να αγοράσουμε σύζυγο και να τον έχουμε
κύριο του κορμιού μας.
Κακό το πρώτο, το δεύτερο πικρότερο κακό.
235Και εδώ είναι η αγωνία η μέγιστη:
Θα πάρουμε άραγε καλό ή κακό;
Γιατί ο χωρισμός για τη γυναίκα είναι στίγμα,
ούτε μπορεί στον άντρα της να λέει όχι.
Και όταν βρεθεί σε άλλα ήθη και συνήθειες,
καθώς δεν έχει μάθει από το σπίτι της,
πρέπει να είναι μάντης για να καταλάβει
240τί σόι άντρας θα μοιραστεί το κρεβάτι της.
Και αν βέβαια εμείς τα καταφέρουμε άριστα
και ο άντρας ζει μαζί μας και σηκώνει τον ζυγό
δίχως να δυσανασχετεί, είναι ζωή ζηλεμένη·
αν όχι, δεν μας μένει παρά ο θάνατος.
Ο άντρας όμως, όταν τον βαραίνει το σπίτι,
βγαίνει έξω [πηγαίνοντας σε φίλο ή συνομήλικο] 245
και η καρδιά του ξαλαφρώνει.
Εμείς οφείλουμε να έχουμε καρφωμένο
το βλέμμα σε μια μόνο ψυχή.
Λένε, βέβαια, για μας πως ζούμε βίο ακίνδυνο
μέσα στο σπίτι, ενώ εκείνοι πολεμάνε με το δόρυ
— μέγα σφάλμα!
250Θα προτιμούσα να σταθώ τρεις φορές
πλάι στην ασπίδα παρά να γεννήσω μία.
Όμως, τούτα τα λόγια
δεν έχουν το ίδιο βάρος για σένα και για μένα.
Εσύ έχεις την πόλη σου, το σπίτι του πατέρα σου,
έχεις την τέρψη της ζωής, τη συντροφιά των φίλων.
255Εγώ είμαι έρημη, άπολις
και ο άντρας μου με ταπεινώνει.
Είμαι το λάφυρο που έφερε από βάρβαρη χώρα,
και δεν έχω μητέρα, ούτε αδελφό, ούτε συγγενή,
για νά βρω εκεί λιμάνι απάνεμο στη συμφορά.
Από σένα πάντως θέλω μονάχα τούτο:
260αν εύρω τρόπο ή τέχνασμα
για να πληρώσει ο άντρας μου
για το κακό που μου έκανε
[και αυτός που του έδωσε την κόρη
και εκείνη που παντρεύτηκε],
να μη μιλήσεις.
Η γυναίκα, όλες τις άλλες φορές,
είναι γεμάτη φόβο,
είναι δειλή για πόλεμο
και δεν αντέχει ν᾽ αντικρίσει λόγχη.
265Όταν όμως αισθανθεί αδικημένη στο κρεβάτι,
δολοφονικότερη ψυχή δεν υπάρχει.

ΧΟ. Θα πράξω αυτό που μου ζητάς.
Δικαίως εκδικείσαι τον άντρα σου, Μήδεια.
Δεν απορώ που πενθείς για τα πάθη σου.
Όμως βλέπω τον Κρέοντα, τον βασιλιά τούτης της χώρας,
270έρχεται, κομίζοντας καινούργιες αποφάσεις.