Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (20.1-20.18)


20. ΒΟΥΚΟΛΙΣΚΟΣ


Εὐνίκα μ᾽ ἐγέλαξε θέλοντά μιν ἁδὺ φιλᾶσαι
καί μ᾽ ἐπικερτομέοισα τάδ᾽ ἔννεπεν· «ἔρρ᾽ ἀπ᾽ ἐμεῖο.
βουκόλος ὢν ἐθέλεις με κύσαι, τάλαν; οὐ μεμάθηκα
ἀγροίκως φιλέειν, ἀλλ᾽ ἀστικὰ χείλεα θλίβειν.
5 μὴ τύγε μευ κύσσῃς τὸ καλὸν στόμα μηδ᾽ ἐν ὀνείροις.
οἷα βλέπεις, ὁπποῖα λαλεῖς, ὡς ἄγρια παίσδεις,
ὡς τρυφερὸν καλέεις, ὡς κωτίλα ῥήματα φράσδεις·
ὡς μαλακὸν τὸ γένειον ἔχεις, ὡς ἁδέα χαίταν.
χείλεά τοι νοσέοντι, χέρες δέ τοι ἐντὶ μέλαιναι,
10 καὶ κακὸν ἐξόσδεις. ἀπ᾽ ἐμεῦ φύγε μή με μολύνῃς.»
τοιάδε μυθίζοισα τρὶς εἰς ἑὸν ἔπτυσε κόλπον,
καί μ᾽ ἀπὸ τᾶς κεφαλᾶς ποτὶ τὼ πόδε συνεχὲς εἶδεν
χείλεσι μυχθίζοισα καὶ ὄμμασι λοξὰ βλέποισα,
καὶ πολὺ τᾷ μορφᾷ θηλύνετο, καί τι σεσαρός
15 καὶ σοβαρόν μ᾽ ἐγέλαξεν. ἐμοὶ δ᾽ ἄφαρ ἔζεσεν αἷμα,
καὶ χρόα φοινίχθην ὑπὸ τὤλγεος ὡς ῥόδον ἕρσᾳ.
χἂ μὲν ἔβα με λιποῖσα, φέρω δ᾽ ὑποκάρδιον ὀργάν,
ὅττι με τὸν χαρίεντα κακὰ μωμήσαθ᾽ ἑταίρα.


20. ΒΟΥΚΟΛΙΣΚΟΣ


Γλυκό φιλάκι εζήτησα να πάρω απ᾽ την Ευνίκη
κι εκείνη μ᾽ αναγέλασε και τέτοια λόγια μου ᾽πε:
«Γκρεμίσου, κακορίζικε, και φύγε από κοντά μου!
βοσκός εσύ πώς τόλμησες φιλί να μου ζητήσεις;
εγώ δεν εσυνήθισα να με φιλούν χωριάτες,
μόνο σε χείλη χωριανά κολλώ τα δυο μου χείλη.
5Εσύ μήτε στον ύπνο σου ποτέ θα με φιλήσεις.
Γλυκά θωρείς, γλυκά μιλείς κι όμορφα χωρατεύεις
κι είν᾽ απαλά τα χάδια σου και τρυφερά τα λόγια
κι έχεις τα γένεια μαλακά κι όμορφα τα μαλλιά σου!
Τα χείλη σου έχουν αρρωστιά κι έχεις τα χέρια μαύρα
10κι η μουρουδιά σου είναι κακιά· φύγε μη με λερώσεις».
Και λέγοντάς τα, τρεις φορές έφτυσε μες στον κόρφο
κι αδιάκοπα μ᾽ εκοίταζεν απ᾽ την κορφή ως τα νύχια
και ζάρωνε τα χείλη της και με λοξοθωρούσε,
κι έπειτα καμαρώνοντας για τη γλυκιά ομορφιά της
άπονα με περίπαιξε μ᾽ ένα συρτό της γέλιο.
15Κι εμένα μέσα μου έβρασε κι εκόχλασε το αίμα
κι από τον πόνο τον πολύ κοκκίνισ᾽ η θωριά μου
όπως τα ρόδα γίνονται κόκκιν᾽ απ᾽ τη δροσούλα.
Κι έφυγε, με παράτησε· κι εμέ ο θυμός με πνίγει
πως έτσι μ᾽ επερίπαιξε με τόσες χάρες που ᾽χω.