Κι όπως τους μίλησε, αποτραβήχτηκαν εκείνες,
λέγοντας και στη Ναυσικά όσα τους είπε.
Κι αυτός με το νερό του ποταμού,
ο θείος Οδυσσεύς, την άλμη απόνιψε που είχε καθήσει
στους φαρδείς του ώμους και στην πλάτη, κι έτριβε το κεφάλι του καλά,
ώσπου το αλάτι να του φύγει της ατρύγητης θαλάσσης.
Κι όταν όλα τα μέλη του τ᾽ απόλουσε,
με λάδι αλείφτηκε και φόρεσε τα ρούχα,
εκείνα που του πρόσφερε η ανύπαντρη παρθένα.
Τότε κι η Αθηνά, του Δία το γέννημα, τον έκανε να φαίνεται
230σαν πιο ψηλός και στιβαρός· κι απ᾽ το κεφάλι του να πέφτουν
τα μαλλιά σγουρά, σαν άνθη ζουμπουλιάς.
Πώς στο ασήμι πάνω μάλαμα χύνει ο επιδέξιος τεχνίτης —
τον δίδαξαν την τέλεια τέχνη ο Ήφαιστος κι η Αθηνά Παλλάδα,
κι αυτός τα έργα του αποτελειώνει ωραία·
τόση ομορφιά χύνει η θεά στην κεφαλή του και στους ώμους.
Επήγε τότε να καθήσει απόμερα μόνος του στο ακρογιάλι,
λάμποντας όλος ομορφιά και χάρη,
ενώ η κόρη τον κοιτούσε και τον θαύμαζε.
Ύστερα γύρισε να πει στις καλλιπλόκαμες κοπέλες:
«Ακούστε με, ωραίες κοπέλες, γιατί έχω κάτι να σας πω:
λέω πως δεν έσμιξε ένας τέτοιος άντρας με τους ισόθεους Φαίακες,
240αν κάποιος δεν το θέλησε θεός απ᾽ όσους κατοικούν τον Όλυμπο.
Μόλις πριν από λίγο φαντάστηκα πως είναι κι άσκημος·
τώρα μου φαίνεται να μοιάζει στους θεούς που τον πλατύ ουρανό κατέχουν.
Μακάρι τέτοιος να βρεθεί γαμπρός κι εμένα να με πάρει —
αν κατοικούσε εδώ, αν ήθελε να μείνει εδώ.
Μα τώρα πρέπει να του δώσετε του ξένου κάτι να φάει, να πιει.»
Τους μίλησε, αυτές την άκουσαν κι υπάκουσαν.
Κι αμέσως έστρωσαν στον Οδυσσέα μπροστά, να φάει, να πιει.
Εκείνος, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
έπινε κι έτρωγε με λαίμαργη σπουδή, καθώς τόσον καιρό
250δεν είχε αγγίξει φαγητό.
Μα τώρα η Ναυσικά, τα χέρια της λευκά, στοχάζεται άλλα·
τα ρούχα της διπλώνει, τα βάζει πάνω στο ωραίο αμάξι,
έζεψε και τις μούλες που δυνατές έχουν οπλές,
μετά κι εκείνη ανέβηκε.
Τότε, τον Οδυσσέα παροτρύνοντας, άρχισε να μιλά
με λόγο καλομοιρασμένο:
«Έφτασε η ώρα τώρα, ξένε· σήκω να προχωρήσουμε στην πόλη,
θα σε προπέμψω στο παλάτι του γενναίου πατέρα μου,
όπου και θα γνωρίσεις όλους,
όσους σπουδαίους έχει η χώρα των Φαιάκων.
Και θα σου πω πώς πρέπει να φερθείς,
βλέπω πως είσαι γνωστικός και θα μ᾽ ακούσεις.
Λοιπόν, όσο εμείς θα προχωρούμε σ᾽ αγρούς κι αμπελοχώραφα,
260μαζί κι εσύ με τις κοπέλες μπορείς ν᾽ ακολουθείς βήμα προς βήμα
πίσω απ᾽ τις μούλες και τ᾽ αμάξι· τον δρόμο θα τον δείχνω εγώ.
Όμως όταν ανηφορίσουμε κατά την πόλη —
την περιβάλλουν πυργωμένα τείχη
κι έχει μπροστά της όμορφο, διπλό λιμάνι στο κάθε γύρισμα του κάστρου·
εκεί και τα καράβια μας ευέλικτα βρίσκουν το καταφύγιό τους,
όλα και το καθένα στη σειρά του.
Εδώ θα δεις την αγορά, στου Ποσειδώνα πλάι τον ωραίο βωμό,
χτισμένη με κομμένες πέτρες, χωστές στη γη·
όπου κι οι ναυτικοί μας φτιάχνουν ξάρτια για τα μελανά μας σκάφη,
χοντρά σχοινιά, πανιά, ξύνουν και τα κουπιά.
270Γιατί να ξέρεις, τους Φαίακες δεν τους μέλει το τόξο κι η φαρέτρα,
μόνο κατάρτια, καραβιών κουπιά, πλεούμενα που να ζυγίζονται σωστά·
μ᾽ αυτά περνούν και χαίρονται την αφρισμένη θάλασσα.
Την άσχημή τους όμως φήμη τη φοβάμαι,
μήπως ξοπίσω μας κάποιος κακολογήσει, ο κόσμος είναι εδώ περίεργος.
Ένας που θα μας έβλεπε μαζί, αν ήταν παρακατιανός, θα φώναζε ίσως:
«Η Ναυσικά, ποιος είναι αυτός που σέρνει πίσω της,
ψηλός κι ωραίος, μα ξένος;
Πού να τον βρήκε; Σίγουρα τον θέλει για γαμπρό δικό της.
Κοίτα, μας φέρνει κάποιον άγνωστο από μια χώρα μακρινή,
που εδώ μας έφτασε δαρμένος με το σκάφος του·
εμείς δεν έχουμε γειτόνους κοντινούς.
280Εκτός κι ανίσως στην προσευχή της συγκατένευσε κάποιος θεός
και, παρακαλεστός, από τον ουρανό κατέβηκε,
δική του να την κάνει για το μέλλον.
Όμως καλύτερα έτσι, που γυρνώντας μόνη κι απ᾽ αλλού,
βρήκε τον σύζυγο, αφού περιφρονεί τους ντόπιους Φαίακες,
κι ας τη ζητούν για νύφη τόσοι ξακουστοί μας.»
Αν κάτι τέτοιο πουν, θα ᾽ταν για μένα όνειδος·
θα αγανακτούσα κι αν σε τέτοια ξέπεφτε καμώματα μια άλλη
που, δίχως να το εγκρίνουν κύρης και μητέρα της,
πήγαινε μ᾽ άλλους άντρες, πριν από γάμο επίσημο.
Γι᾽ αυτό σου λέω, ξένε,
τη συμβουλή μου πάραυτα σεβάσου, για να πετύχεις
290από τον πατέρα μου γρήγορα συνοδούς και νόστο.
Θα δεις λοιπόν, στον δρόμο μας κοντά, της Αθηνάς
το τιμημένο άλσος με τις λεύκες, όπου μια κρήνη
με τα νάματά της δροσίζει ολόγυρα ένα λιβάδι.
Εκεί και του πατέρα μου το τέμενος, με περιβόλι καταπράσινο.
Πολύ από την πόλη δεν απέχει, αν φώναζες, θα σ᾽ άκουαν.
Εκεί να ξαποστάσεις και να περιμένεις, ώσπου
να μπούμε εμείς στην πόλη και στο βασιλικό παλάτι να προφτάσουμε.
Τον χρόνο υπολογίζοντας πως έχουμε πια φτάσει,
ξεκίνησε τότε κι εσύ, κι όταν στην πολιτεία των Φαιάκων μπεις,
ρώτησε να σου πουν ποιο το παλάτι του πατέρα μου,
του μεγαλόπρεπου Αλκινόου —
300αναγνωρίζεται εύκολα, κι ένα μωρό παιδί μπορεί να σ᾽ οδηγήσει. Γιατί
από τ᾽ άλλα αρχοντικά, όσα έχουν χτίσει οι Φαίακες,
κανένα τους δεν μοιάζει στη λάμψη με το χτίσμα του λαμπρού Αλκινόου.
Κι όταν αυλή και τοίχοι θα σε κρύψουν,
τότε στην αίθουσα προχώρα με σπουδή μεγάλη, ψάχνοντας
τη μητέρα μου. Και θα τη βρεις να κάθεται πλάι στην εστία,
απ᾽ της φωτιάς τη λάμψη φωτισμένη,
να κλώθει νήματα βαμμένα στην πορφύρα της θαλάσσης,
γερμένη στην κολόνα — θα ᾽λεγες θαύμα που το βλέπεις·
της παραστέκουν πίσω της κι οι δούλες.
Εκεί κι ο θρόνος του πατέρα μου, στον ίδιο στύλο ακουμπισμένος·
πάνω του κάθεται και πίνει το κρασί του — θα ᾽λεγες είναι αθάνατος.
310Σε συμβουλεύω να τον προσπεράσεις, τα χέρια σου να περιβάλουν
της μάνας μου τα γόνατα, αν θέλεις μέρα επιστροφής να δεις
γρήγορη και χαρούμενη, όσο μακριά κι αν είναι ο τόπος σου.
Μόνο αν εκείνη με συμπάθεια σε κοιτάξει,
υπάρχει ελπίδα ν᾽ απαντήσεις τους δικούς σου,
στο σπίτι σου να φτάσεις το καλόχτιστο και να πατήσεις
χώμα της πατρίδας.»
Κι όπως απόσωσε τον λόγο της, τις μούλες βίτσισε κι έφεξε
το μαστίγιο. Εκείνες γρήγορα του ποταμού τα ρείθρα αφήνουν.
Ωραία που τρέχουν, ωραία που αργοπορούσαν,
καθώς η Ναυσικά κρατούσε τα λουριά,
για να μπορούν ν᾽ ακολουθούν πεζοπορώντας οι κοπελιές κι ο Οδυσσεύς —
320με νου και γνώση τα μαστίγωνε, όσο πρέπει.
Κι έδυε πια ο ήλιος, φτάνοντας στο τιμημένο κι ιερό
άλσος της Αθηνάς, όπου και ξέμεινε ο θείος Οδυσσέας.
Τότε στην κόρη του μεγάλου Δία προσεύχεται:
«Επάκουσέ με, ω Ατρυτώνη,
γέννημα του Διός εσύ, που έχει ασπίδα τη βροντή.
Τώρα παρακαλώ σε να μ᾽ ακούσεις. Πιο πριν δεν μ᾽ άκουσες
στη συντριβή μου, όταν με σύντριβε ο Κοσμοσείστης.
Αγάπη δώσε κι έλεος οι Φαίακες να μου δείξουν.»
Τέλειωσε, και την ευχή του η Αθηνά Παλλάδα εισάκουσε,
όμως μπροστά του να φανερωθεί δεν το αποφάσιζε. Γιατί σεβόταν
του πατέρα της τον αδελφό, που ακόμη τον θυμό του κρεμούσε φοβερό
στον ήρωα Οδυσσέα, προτού πατήσει της πατρίδας του το χώμα.
|