Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1127a-1127b)

[VII] Περὶ τὰ αὐτὰ δὲ σχεδόν ἐστι καὶ ἡ τῆς ἀλαζονείας μεσότης· ἀνώνυμος δὲ καὶ αὐτή. οὐ χεῖρον δὲ καὶ τὰς τοιαύτας ἐπελθεῖν· μᾶλλόν τε γὰρ ἂν εἰδείημεν τὰ περὶ τὸ ἦθος, καθ᾽ ἕκαστον διελθόντες, καὶ μεσότητας εἶναι τὰς ἀρετὰς πιστεύσαιμεν ἄν, ἐπὶ πάντων οὕτως ἔχον συνιδόντες. ἐν δὴ τῷ συζῆν οἱ μὲν πρὸς ἡδονὴν καὶ λύπην ὁμιλοῦντες εἴρηνται, περὶ δὲ τῶν ἀληθευόντων τε καὶ ψευδομένων εἴπωμεν ὁμοίως ἐν λόγοις καὶ πράξεσι καὶ τῷ προσποιήματι. δοκεῖ δὴ ὁ μὲν ἀλαζὼν προσποιητικὸς τῶν ἐνδόξων εἶναι καὶ μὴ ὑπαρχόντων καὶ μειζόνων ἢ ὑπάρχει, ὁ δὲ εἴρων ἀνάπαλιν ἀρνεῖσθαι τὰ ὑπάρχοντα ἢ ἐλάττω ποιεῖν, ὁ δὲ μέσος αὐθέκαστός τις ὢν ἀληθευτικὸς καὶ τῷ βίῳ καὶ τῷ λόγῳ, τὰ ὑπάρχοντα ὁμολογῶν εἶναι περὶ αὑτόν, καὶ οὔτε μείζω οὔτε ἐλάττω. ἔστι δὲ τούτων ἕκαστα καὶ ἕνεκά τινος ποιεῖν καὶ μηδενός. ἕκαστος δ᾽ οἷός ἐστι, τοιαῦτα λέγει καὶ πράττει καὶ οὕτω ζῇ, ἐὰν μή τινος ἕνεκα πράττῃ. καθ᾽ αὑτὸ δὲ τὸ μὲν ψεῦδος φαῦλον καὶ ψεκτόν, τὸ δ᾽ ἀληθὲς καλὸν καὶ ἐπαινετόν. οὕτω δὲ καὶ ὁ μὲν ἀληθευτικὸς μέσος ὢν ἐπαινετός, οἱ δὲ ψευδόμενοι ἀμφότεροι μὲν ψεκτοί, μᾶλλον δ᾽ ὁ ἀλαζών. περὶ ἑκατέρου δ᾽ εἴπωμεν, πρότερον δὲ περὶ τοῦ ἀληθευτικοῦ. οὐ γὰρ περὶ τοῦ ἐν ταῖς ὁμολογίαις ἀληθεύοντος λέγομεν, οὐδ᾽ ὅσα εἰς ἀδικίαν ἢ δικαιοσύνην συντείνει (ἄλλης [1127b] γὰρ ἂν εἴη ταῦτ᾽ ἀρετῆς), ἀλλ᾽ ἐν οἷς μηδενὸς τοιούτου διαφέροντος καὶ ἐν λόγῳ καὶ ἐν βίῳ ἀληθεύει τῷ τὴν ἕξιν τοιοῦτος εἶναι. δόξειε δ᾽ ἂν ὁ τοιοῦτος ἐπιεικὴς εἶναι. ὁ γὰρ φιλαλήθης, καὶ ἐν οἷς μὴ διαφέρει ἀληθεύων, ἀληθεύσει καὶ ἐν οἷς διαφέρει ἔτι μᾶλλον· ὡς γὰρ αἰσχρὸν τὸ ψεῦδος εὐλαβήσεται, ὅ γε καὶ καθ᾽ αὑτὸ ηὐλαβεῖτο· ὁ δὲ τοιοῦτος ἐπαινετός. ἐπὶ τὸ ἔλαττον δὲ μᾶλλον τοῦ ἀληθοῦς ἀποκλίνει· ἐμμελέστερον γὰρ φαίνεται διὰ τὸ ἐπαχθεῖς τὰς ὑπερβολὰς εἶναι. ὁ δὲ μείζω τῶν ὑπαρχόντων προσποιούμενος μηδενὸς ἕνεκα φαύλῳ μὲν ἔοικεν (οὐ γὰρ ἂν ἔχαιρε τῷ ψεύδει), μάταιος δὲ φαίνεται μᾶλλον ἢ κακός· εἰ δ᾽ ἕνεκά τινος, ὁ μὲν δόξης ἢ τιμῆς οὐ λίαν ψεκτός, ὡς ἀλαζών, ὁ δὲ ἀργυρίου, ἢ ὅσα εἰς ἀργύριον, ἀσχημονέστερος (οὐκ ἐν τῇ δυνάμει δ᾽ ἐστὶν ὁ ἀλαζών, ἀλλ᾽ ἐν τῇ προαιρέσει· κατὰ τὴν ἕξιν γὰρ καὶ τῷ τοιόσδε εἶναι ἀλαζών ἐστιν)· ὥσπερ καὶ ψεύστης ὃ μὲν τῷ ψεύδει αὐτῷ χαίρων, ὃ δὲ δόξης ὀρεγόμενος ἢ κέρδους. οἱ μὲν οὖν δόξης χάριν ἀλαζονευόμενοι τὰ τοιαῦτα προσποιοῦνται ἐφ᾽ οἷς ἔπαινος ἢ εὐδαιμονισμός, οἱ δὲ κέρδους, ὧν καὶ ἀπόλαυσίς ἐστι τοῖς πέλας καὶ διαλαθεῖν ἔστι μὴ ὄντα, οἷον μάντιν σοφὸν ἰατρόν. διὰ τοῦτο οἱ πλεῖστοι προσποιοῦνται τὰ τοιαῦτα καὶ ἀλαζονεύονται· ἔστι γὰρ ἐν αὐτοῖς τὰ εἰρημένα. οἱ δ᾽ εἴρωνες ἐπὶ τὸ ἔλαττον λέγοντες χαριέστεροι μὲν τὰ ἤθη φαίνονται· οὐ γὰρ κέρδους ἕνεκα δοκοῦσι λέγειν, ἀλλὰ φεύγοντες τὸ ὀγκηρόν· μάλιστα δὲ καὶ οὗτοι τὰ ἔνδοξα ἀπαρνοῦνται, οἷον καὶ Σωκράτης ἐποίει. οἱ δὲ τὰ μικρὰ καὶ φανερὰ [προσποιούμενοι] βαυκοπανοῦργοι λέγονται καὶ εὐκαταφρονητότεροί εἰσιν· καὶ ἐνίοτε ἀλαζονεία φαίνεται, οἷον ἡ τῶν Λακώνων ἐσθής· καὶ γὰρ ἡ ὑπερβολὴ καὶ ἡ λίαν ἔλλειψις ἀλαζονικόν. οἱ δὲ μετρίως χρώμενοι τῇ εἰρωνείᾳ καὶ περὶ τὰ μὴ λίαν ἐμποδὼν καὶ φανερὰ εἰρωνευόμενοι χαρίεντες φαίνονται. ἀντικεῖσθαι δ᾽ ὁ ἀλαζὼν φαίνεται τῷ ἀληθευτικῷ· χείρων γάρ.

[7] Στην ίδια, σχεδόν, περιοχή ανήκει και η μεσότητα ως προς την καυχησιά. Και γι᾽ αυτή τη μεσότητα η γλώσσα μας δεν έχει λέξη που να τη δηλώνει. Δεν είναι, πάντως, καθόλου άσκοπο να εξετάσουμε και αυτές τις έξεις, πρώτον γιατί έτσι θα αποκτούσαμε καλύτερες γνώσεις πάνω στο θέμα του χαρακτήρα των ανθρώπων, έχοντας μιλήσει με λεπτομέρειες για την κάθε επιμέρους περίπτωση, και δεύτερον γιατί έτσι θα στερεωνόταν η πίστη μας ότι οι αρετές είναι μεσότητες, αφού θα βλέπαμε συνολικά ότι έτσι έχει το πράγμα σε όλες τις περιπτώσεις.
Μιλώντας λοιπόν για την κοινωνική συμβίωση κάναμε λόγο για τους ανθρώπους που στις κοινωνικές τους σχέσεις προκαλούν στους άλλους ευχαρίστηση ή λύπη. Ας μιλήσουμε τώρα για τους ανθρώπους που επίσης με τα λόγια και τις πράξεις τους —και με την προσποίησή τους— συμπεριφέρονται στους άλλους με ειλικρίνεια ή ανειλικρίνεια. Κατά την κοινή λοιπόν αντίληψη ο καυχησιάρης θέλει να φαίνεται ότι έχει πράγματα που δίνουν στον άνθρωπο αξία και καλό όνομα (που στην πραγματικότητα δεν τα έχει), ή ότι έχει περισσότερα από αυτά που πράγματι έχει· ο κρυψίνους, από την άλλη, και ο υποκριτής αρνείται ότι έχει αυτά που έχει, ή μειώνει την αξία τους· τέλος, ο μέσος —ένας άνθρωπος, θα έλεγε κανείς, που λέει τα πράγματα με το όνομά τους —είναι ειλικρινής στις πράξεις της καθημερινής του ζωής και στα λόγια του και παραδέχεται ότι έχει αυτά που πράγματι έχει: ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα.
Καθένα, πάντως, από αυτά που είπαμε μπορεί να γίνεται από κάποιον είτε με έναν συγκεκριμένο σκοπό είτε και χωρίς. Ο κάθε άνθρωπος μιλάει, ενεργεί και ζει σύμφωνα με αυτό που είναι, εκτός αν οι ενέργειές του γίνονται για την εξυπηρέτηση ενός συγκεκριμένου σκοπού. Το ψέμα είναι καθεαυτό κάτι το τιποτένιο και ψεκτό, ενώ η αλήθεια είναι κάτι το ωραίο και άξιο επαίνου. Έτσι και ο ειλικρινής άνθρωπος, ως άνθρωπος της μεσότητας, είναι άξιος επαίνου, ενώ οι δύο μορφές ανειλικρίνειας είναι ψεκτές — ιδιαίτερα η περίπτωση της καυχησιάς.
Ας μιλήσουμε και για τους δύο, και ας αρχίσουμε με τον ειλικρινή άνθρωπο. Δεν μιλούμε για τον άνθρωπο που είναι ειλικρινής στις συμφωνίες που συνάπτει, ούτε για πράγματα που ανήκουν στην περιοχή της αδικίας ή της δικαιοσύνης (αυτά [1127b] θα είχαν να κάνουν με μιαν άλλη αρετή), αλλά για τον άνθρωπο που εκεί όπου δεν τίθεται κανένα τέτοιο θέμα είναι ειλικρινής και στα λόγια και στις πράξεις της καθημερινής του ζωής επειδή τέτοια είναι η έξη του. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι —θα το δέχονταν όλοι— προικισμένος με την αρετή της δικαιοσύνης. Γιατί ο άνθρωπος που αγαπάει την ειλικρίνεια και είναι ειλικρινής εκεί όπου δεν υπάρχει ανάγκη, θα είναι σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό ειλικρινής εκεί όπου υπάρχει ανάγκη· θα αποφύγει, πράγματι, την ανειλικρίνεια σαν κάτι το άσχημο και τιποτένιο — κάτι που έτσι κι αλλιώς το απέφευγε και καθεαυτό. Ένας τέτοιος άνθρωπος αξίζει τον έπαινο. Αν ο άνθρωπος αυτός χρειαστεί να παρεκκλίνει από την αλήθεια, θα κλίνει προς την πλευρά της έλλειψης, δεδομένου ότι αυτό μοιάζει πιο ευπρεπές, αφού οι υπερβολές είναι γενικά κάτι το βαρύ και χοντροκομμένο.
Το άτομο που —δίχως να αποβλέπει σε κάτι— προσποιείται ότι έχει περισσότερα από αυτά που πράγματι έχει, δίνει την εντύπωση ότι είναι κατώτερος άνθρωπος (αλλιώς δεν θα έβρισκε ευχαρίστηση στην ψευτιά)· πιο πολύ, πάντως, δίνει την εντύπωση λιγόμυαλου και ανόητου ανθρώπου παρά κακού. Αν όμως το κάνει αποβλέποντας σε κάτι συγκεκριμένο, τότε: αν αποβλέπει σε ένα καλό όνομα ή σε τιμή, η καυχησιά του δεν είναι πολύ αξιοκατάκριτη· αν όμως το κάνει για χρήματα, ή για πράγματα που αποφέρουν χρήματα, τότε η περίπτωση είναι πιο επαίσχυντη (καυχησιάρης δεν είναι, στην πραγματικότητα, αυτός που έχει τη δυνατότητα γι᾽ αυτό το πράγμα, αλλά αυτός που επιλέγει αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς· γιατί ένας άνθρωπος είναι καυχησιάρης, επειδή αυτή είναι η έξη του και επειδή είναι αυτού του είδους άνθρωπος) — ακριβώς όπως ένας είναι ψεύτης γιατί τον ευχαριστεί το ψέμα, και άλλος γιατί επιθυμεί να κερδίσει καλό όνομα ή χρήματα. Αυτοί λοιπόν που καυχιώνται για να κερδίσουν ένα καλό όνομα, καυχιώνται ότι έχουν ιδιότητες που κερδίζουν τον έπαινο ή τα συγχαρητήρια των ανθρώπων, ενώ αυτοί που αποβλέπουν στο κέρδος καυχιώνται ότι έχουν ιδιότητες από τις οποίες μπορούν να επωφεληθούν οι συνάνθρωποί τους και των οποίων την έλλειψη εύκολα μπορεί κανείς να αποκρύψει, τις ιδιότητες π.χ. του μάντη, του σοφού, του γιατρού. Αυτός είναι ο λόγος που πάρα πολλοί άνθρωποι προσποιούνται ότι έχουν αυτού του είδους τις ιδιότητες και καυχιώνται γι᾽ αυτές: μέσα σ᾽ αυτές υπάρχουν αυτά που είπαμε.
Όσο για τους ανθρώπους της υποκριτικής κρυψίνοιας, αυτοί, μειώνοντας τις πραγματικές τους ιδιότητες, δημιουργούν μια κομψότερη και πιο εκλεπτυσμένη εικόνα —από πλευράς χαρακτήρα— στα μάτια των ανθρώπων· γιατί δημιουργούν στους άλλους την εντύπωση ότι μιλούν όπως μιλούν όχι επειδή κυνηγούν το κέρδος, αλλά για να αποφύγουν τα μεγαλεία και την επίδειξη· και αυτοί επίσης αρνούνται ότι έχουν τις ιδιότητες που θεωρούνται ότι προσπορίζουν στον άνθρωπο ένα καλό όνομα — αυτό ακριβώς που συνήθιζε να κάνει και ο Σωκράτης. Όσοι όμως αρνούνται ότι έχουν κάποιες μικρές και ασήμαντες ιδιότητες, καθώς και ιδιότητες που ολοφάνερα τις έχουν, αυτοί χαρακτηρίζονται με τη λέξη βαυκοπανούργοι και είναι πιο καταφρονητέοι· καμιά φορά μάλιστα αυτό δεν είναι παρά μια ολοφάνερη καυχησιά, κάτι σαν τα ρούχα των Σπαρτιατών· γιατί και η υπερβολή και η μεγάλη έλλειψη είναι κομπασμός και καυχησιά. Αυτοί όμως που χρησιμοποιούν την υποκριτική προσποίηση μέτρια, αποκρύπτοντας πράγματα εμφανή και κατάδηλα, φαίνονται άνθρωποι κομψοί και εκλεπτυσμένοι.
Είναι, πάντως, φανερό ότι ο καυχησιάρης άνθρωπος είναι ο κυρίως αντίθετος στον άνθρωπο της ειλικρίνειας και της αλήθειας· γιατί αυτός είναι χειρότερος.