231. Οι αλεπούδες στον ποταμό Μαίανδρο. [231.1] Ήταν μια φορά κάτι αλεπούδες που μαζεύτηκαν στις όχθες του ποταμού Μαίανδρου και ορέγονταν να πιουν νερό από εκεί. Παρακινούσαν λοιπόν η μία την άλλη για αυτόν τον σκοπό. Έλα όμως που το ρεύμα κυλούσε τόσο ορμητικά, ώστε δεν έβρισκαν το κουράγιο να βουτήξουν μέσα. Με τα πολλά, μία από την παρέα πρόβαλε μπροστά, με την πρόθεση να ντροπιάσει τις υπόλοιπες. Τις περιγέλασε όλες για τη δειλία τους και, εξαίροντας η ίδια τη δική της γενναιότητα, έδωσε έναν πήδο και ρίχτηκε τολμηρά μέσα στα νερά. Φυσικά, το ρεύμα την τράβηξε παρευθύς καταμεσής στο ποτάμι και την παρέσυρε. Οι συντρόφισσές της τότε, έτσι καθώς έστεκαν στις όχθες, βάλθηκαν να της φωνάζουν: «Βρε συ, μη μας αφήνεις έτσι! Γύρνα πίσω και δείξε μας πού έχει ασφαλές μέρος για να κατεβούμε και να πιούμε δίχως κίνδυνο». Και η πονήρω, καθώς τα νερά την τράβαγαν μακριά, τους έκραξε σε απάντηση: «Ξέρετε, έχω ένα μήνυμα για τη Μίλητο και επείγομαι να πάω και να το παραδώσω εκεί πέρα. Μόλις επιστρέψω, όμως, υπόσχομαι να σας τα δείξω όλα». Ο μύθος απευθύνεται σε ανθρώπους που θέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο με τις καυχησιές τους. 232. Το πρόβατο που το κούρευαν. [232.1] Μια φορά κάποιος κούρευε το πρόβατό του με τελείως άγαρμπο τρόπο. Γι᾽ αυτό εκείνο το καημένο τού έκανε παρατήρηση: «Κοίτα, αν είναι το μαλλί μου που γυρεύεις, κόβε πιο πάνω, όχι τόσο βαθιά. Αν πάλι θέλεις το κρέας μου, σφάξε με μια και καλή, μη με βασανίζεις έτσι λίγο-λίγο». Ο μύθος αυτός ταιριάζει για όποιον καταπιάνεται με κάποια τέχνη δίχως επιδεξιότητα. 233. Η ροδιά, η μηλιά και ο βάτος. [233.1] Μια φορά μάλωναν μεταξύ τους η ροδιά και η μηλιά, ποιά κάνει ωραιότερους καρπούς. Ο καυγάς τους, που λέτε, άναψε και κόρωσε πολύ, ώσπου τις άκουσε και ο αγκαθωτός βάτος από μια συστάδα εκεί παραδίπλα. Τούτος λοιπόν επενέβη με τα εξής λόγια: «Βρε καλές μου, βρε χρυσές μου, ας σταματήσουμε καμιά φορά να τσακωνόμαστε». Έτσι συμβαίνει γενικά: Κατά τις διενέξεις μεταξύ σπουδαίων ανθρώπων ανακατώνονται και οι τιποτένιοι, για να δείξουν τάχα πως έχουν αξία. 234. Ο τυφλοπόντικας. [234.1] Ήταν ένας τυφλοπόντικας —ξέρετε, το πλάσμα αυτό είναι ολότελα τυφλό— που ανακοίνωσε μια φορά στη μάνα του: «Μαμά μου, βλέπω!». Τότε εκείνη, για να τον δοκιμάσει, του έφερε έναν κόκκο λιβάνι και τον ρώτησε τί μπορεί να είναι. Ο γιος της, που λέτε, αποκρίθηκε πως είναι βοτσαλάκι. Πάνω εκεί, λοιπόν, η μάνα στέναξε: «Αχ παιδάκι μου! Όχι μόνο δεν βλέπεις το παραμικρό, αλλά από πάνω έχασες και την όσφρησή σου». Έτσι συμβαίνει και με ορισμένους τσαρλατάνους: Υπόσχονται απίστευτα κατορθώματα, αλλά τους προδίδουν οι πιο μικρές λεπτομέρειες. 235. Οι σφήκες, οι πέρδικες και ο αγρότης. [235.1] Ήταν μια φορά κάτι σφήκες και κάτι πέρδικες που τις βασάνιζε φοβερή δίψα. Πήγαν λοιπόν σε έναν αγρότη και του γύρευαν να τους δώσει να πιουν. Σε αντάλλαγμα για το νερό, του υπόσχονταν υπηρεσίες: Οι μεν πέρδικες θα έσκαβαν γύρω-γύρω από τα κλήματα στο αμπέλι του, έτσι ώστε τούτα να παραγάγουν ωραιότατα σταφύλια. Οι σφήκες, από την άλλη, θα έστεκαν φρουροί τριγύρω τους και θα έδιωχναν μακριά τούς κλέφτες με τα κεντριά τους. Όμως ο χωρικός δεν τις άφησε να συνεχίσουν: «Γιά ακούστε», τους είπε, «εγώ έχω ήδη δυο βόδια, τα οποία κάνουν τα πάντα για μένα, δίχως να παζαρεύουν σαν του λόγου σας. Καλύτερα να δώσω το νερό σε εκείνα παρά σε εσάς». Ο μύθος αυτός ταιριάζει σε άνθρωπο αχάριστο.
|