Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (2.20.9-2.21.7)

[2.20.9] Ἀλέξανδρος δέ, ὡς οὐκ ἀντανήγοντο οἱ Τύριοι, ἐπέπλει τῇ πόλει· καὶ ἐς μὲν τὸν λιμένα τὸν πρὸς Σιδῶνος βιάζεσθαι ἀπέγνω διὰ στενότητα τοῦ στόματος καὶ ἅμα ἀντιπρώροις τριήρεσι πολλαῖς ὁρῶν πεφραγμένον τὸν ἔσπλουν, τρεῖς δὲ τὰς ἐξωτάτω ἐφορμούσας τῷ στόματι τριήρεις προσπεσόντες οἱ Φοίνικες καὶ ἀντίπρωροι ἐμβαλόντες καταδύουσιν· οἱ δὲ ἐν ταῖς ναυσὶν οὐ χαλεπῶς ἀπενήξαντο ἐς τὴν γῆν φιλίαν οὖσαν. [2.20.10] τότε μὲν δὴ οὐ πόρρω τοῦ ποιητοῦ χώματος κατὰ τὸν αἰγιαλόν, ἵνα σκέπη τῶν ἀνέμων ἐφαίνετο, οἱ σὺν Ἀλεξάνδρῳ ὡρμίσαντο· τῇ δὲ ὑστεραίᾳ τοὺς μὲν Κυπρίους ξὺν ταῖς σφετέραις ναυσὶ καὶ Ἀνδρομάχῳ τῷ ναυάρχῳ κατὰ τὸν λιμένα τὸν ἐκ Σιδῶνος φέροντα ἐκέλευσεν ἐφορμεῖν τῇ πόλει, τοὺς δὲ Φοίνικας κατὰ τὸν ἐπέκεινα τοῦ χώματος τὸν πρὸς Αἴγυπτον ἀνέχοντα, ἵνα καὶ αὐτῷ ἡ σκηνὴ ἦν.
[2.21.1] Ἤδη δὲ καὶ μηχανοποιῶν αὐτῷ πολλῶν ἔκ τε Κύπρου καὶ Φοινίκης ἁπάσης συλλελεγμένων μηχαναὶ πολλαὶ συμπεπηγμέναι ἦσαν, αἱ μὲν ἐπὶ τοῦ χώματος, αἱ δὲ ἐπὶ τῶν ἱππαγωγῶν νεῶν, ἃς ἐκ Σιδῶνος ἅμα οἷ ἐκόμισεν, αἱ δὲ ἐπὶ τῶν τριήρων ὅσαι αὐτῶν οὐ ταχυναυτοῦσαι ἦσαν. [2.21.2] ὡς δὲ παρεσκεύαστο ἤδη ξύμπαντα, προσῆγον τὰς μηχανὰς κατά τε τὸ ποιητὸν χῶμα καὶ ἀπὸ τῶν νεῶν ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ τοῦ τείχους προσορμιζομένων τε καὶ ἀποπειρωμένων τοῦ τείχους.
[2.21.3] Οἱ δὲ Τύριοι ἐπί τε τῶν ἐπάλξεων τῶν κατὰ τὸ χῶμα πύργους ξυλίνους ἐπέστησαν, ὡς ἀπομάχεσθαι ἀπ᾽ αὐτῶν, καὶ εἴ πῃ ἄλλῃ αἱ μηχαναὶ προσήγοντο, βέλεσί τε ἠμύνοντο καὶ πυρφόροις οἰστοῖς ἔβαλλον αὐτὰς τὰς ναῦς, ὥστε φόβον παρέχειν τοῖς Μακεδόσι πελάζειν τῷ τείχει. [2.21.4] ἦν δὲ αὐτοῖς καὶ τὰ τείχη τὰ κατὰ τὸ χῶμα τό τε ὕψος εἰς πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν μάλιστα πόδας καὶ ἐς πλάτος ξύμμετρον λίθοις μεγάλοις ἐν γύψῳ κειμένοις ξυμπεπηγότα. ταῖς δὲ ἱππαγωγοῖς τε καὶ ταῖς τριήρεσι τῶν Μακεδόνων, ὅσαι τὰς μηχανὰς προσῆγον τῷ τείχει, καὶ ταύτῃ οὐκ εὔπορον ἐγίγνετο πελάζειν τῇ πόλει, ὅτι λίθοι πολλοὶ ἐς τὸ πέλαγος προβεβλημένοι ἐξεῖργον αὐτῶν τὴν ἐγγὺς προσβολήν. [2.21.5] καὶ τούτους Ἀλέξανδρος ἔγνω ἐξελκύσαι ἐκ τῆς θαλάσσης· ἠνύετο δὲ χαλεπῶς τοῦτο τὸ ἔργον, οἷα δὴ ἀπὸ νεῶν καὶ οὐκ ἀπὸ γῆς βεβαίου γιγνόμενον· ἄλλως τε καὶ οἱ Τύριοι ναῦς καταφράξαντες παρὰ τὰς ἀγκύρας ἐπῆγον τῶν τριήρων καὶ ὑποτέμνοντες τὰς σχοίνους τῶν ἀγκυρῶν ἄπορον τὴν προσόρμισιν ταῖς πολεμίαις ναυσὶν ἐποίουν. [2.21.6] Ἀλέξανδρος δὲ τριακοντόρους πολλὰς ἐς τὸν αὐτὸν τρόπον φράξας ἐπέστησεν ἐγκαρσίας πρὸ τῶν ἀγκυρῶν, ὡς ἀπ᾽ αὐτῶν ἀναστέλλεσθαι τὸν ἐπίπλουν τῶν νεῶν. ἀλλὰ καὶ ὣς ὕφαλοι κολυμβηταὶ τὰς σχοίνους αὐτοῖς ὑπέτεμνον. οἱ δὲ ἁλύσεσιν ἀντὶ σχοίνων εἰς τὰς ἀγκύρας χρώμενοι, οἱ Μακεδόνες, καθίεσαν, ὥστε μηδὲν ἔτι πλέον τοῖς κολυμβηταῖς γίγνεσθαι. [2.21.7] ἐξάπτοντες οὖν βρόχους τῶν λίθων ἀπὸ τοῦ χώματος ἀνέσπων αὐτοὺς ἔξω τῆς θαλάσσης, ἔπειτα μηχαναῖς μετεωρίσαντες κατὰ βάθους ἀφίεσαν, ἵνα οὐκέτι προβεβλημένοι βλάψειν ἔμελλον. ὅπου δὲ καθαρὸν πεποίητο τῶν προβόλων τὸ τεῖχος, οὐ χαλεπῶς ἤδη ταύτῃ αἱ νῆες προσεῖχον.

[2.20.9] Επειδή λοιπόν δεν έβγαιναν οι Τύριοι στ᾽ ανοιχτά να ναυμαχήσουν, έπλευσε ο Αλέξανδρος εναντίον της πόλεώς τους· εγκατέλειψε την ιδέα να παραβιάσει το λιμάνι που ήταν προς τη μεριά της Σιδώνας, επειδή το στόμιό του ήταν πολύ στενό και συγχρόνως έβλεπε ότι η είσοδός του είχε φραχθεί με πολλά πολεμικά πλοία των Τυρίων, που είχαν γυρισμένες τις πλώρες τους καταπάνω στα δικά του πλοία. Τρία όμως πλοία των Τυρίων, που είχαν αγκυροβολήσει στο ακραίο σημείο του στομίου, τα βύθισαν οι Φοίνικες ενεργώντας επίθεση εναντίον τους και συγχρόνως εμβολισμό με τις πλώρες τους· τα πληρώματα όμως των πλοίων με ευκολία σώθηκαν κολυμπώντας προς τη φιλική ακτή. [2.20.10] Τότε λοιπόν τα πλοία του Αλεξάνδρου αγκυροβόλησαν κοντά στον τεχνητό μόλο, κατά μήκος της ακτής που φαινόταν προφυλαγμένη από τους ανέμους. Την επόμενη μέρα ο Αλέξανδρος διέταξε τους Κυπρίους με τα πλοία τους και με τον ναύαρχο Ανδρόμαχο να αποκλείσουν την πόλη από την πλευρά του λιμανιού που ήταν στραμμένο προς τη Σιδώνα, και τους Φοίνικες να αποκλείσουν το λιμάνι που ήταν από την άλλη πλευρά του μόλου και έβλεπε προς την Αίγυπτο, όπου ήταν και η σκηνή του Αλεξάνδρου.
[2.21.1] Επειδή τώρα πια είχαν συγκεντρωθεί πολλοί μηχανικοί από την Κύπρο και από όλη τη Φοινίκη, είχαν κατασκευαστεί πολλές μηχανές, άλλες επάνω στον μόλο, άλλες στα ιππαγωγά πλοία, που έφερε ο Αλέξανδρος μαζί του από τη Σιδώνα, και άλλες σε βραδυκίνητες τριήρεις. [2.21.2] Αφού όλα πια είχαν ετοιμαστεί, άρχισαν οι Μακεδόνες να κινούν τις μηχανές τους προς τον τεχνητό μόλο και από τα πλοία που αγκυροβολούσαν στα διάφορα μέρη του τείχους και έκαναν απόπειρες εναντίον του.
[2.21.3] Από την άλλη μεριά οι Τύριοι τοποθέτησαν ξύλινους πύργους στις επάλξεις που ήταν απέναντι στον μόλο, για να πολεμούν από αυτούς· αν πάλι οι μηχανές πλησίαζαν σε άλλο σημείο, οι Τύριοι αμύνονταν με βλήματα και χτυπούσαν με πυρφόρα βέλη τα ίδια τα πλοία, ώστε να φοβίζουν τους Μακεδόνες να πλησιάζουν στα τείχη. [2.21.4] Τα τείχη των Τυρίων που ήταν απέναντι στον μόλο είχαν ύψος εκατόν πενήντα περίπου πόδια και πλάτος ανάλογο, και ήταν κατασκευασμένα από μεγάλες πέτρες συγκολλημένες με γύψο. Τα ιππαγωγά όμως πλοία και οι μακεδονικές τριήρεις, που κινούσαν τις μηχανές προς τα τείχη, δεν ήταν εύκολο να πλησιάσουν στην πόλη, επειδή τις εμπόδιζαν να πλησιάσουν οι πολλοί βράχοι που είχαν ρίξει στο πέλαγος οι Τύριοι. [2.21.5] Ο Αλέξανδρος αποφάσισε να ανασύρει από τη θάλασσα τους βράχους. Η εργασία όμως αυτή προχωρούσε με δυσκολία, επειδή γινόταν από πλοία και όχι από στερεό έδαφος και γιατί οι Τύριοι τοποθέτησαν πλάγια θωράκιση σε μερικά πλοία τους, τα οδηγούσαν κοντά στις άγκυρες των μακεδονικών πλοίων και κόβοντας από κάτω τα σχοινιά των αγκυρών καθιστούσαν αδύνατη την αγκυροβολία των εχθρικών πλοίων. [2.21.6] Με τον ίδιο όμως τρόπο και ο Αλέξανδρος τοποθέτησε πλάγια θωράκιση σε πολλά τριαντάκωπα πλοία του και τα τοποθέτησε λοξά προς τις άγκυρες, ώστε να αναχαιτίζεται από αυτά η επίθεση των εχθρικών πλοίων. Παρ᾽ όλα αυτά όμως Τύριοι δύτες βουτούσαν στη θάλασσα και έκοβαν από κάτω τα σχοινιά των πλοίων. Οι Μακεδόνες όμως μεταχειρίστηκαν αλυσίδες στις άγκυρες αντί για σχοινιά και τις έριξαν στη θάλασσα, έτσι ώστε οι δύτες δεν μπορούσαν τίποτε πια να επιτύχουν. [2.21.7] Τότε οι Μακεδόνες περνούσαν θηλιές στους βράχους και από τον μόλο τούς τραβούσαν έξω από τη θάλασσα· έπειτα τους ανύψωναν στον αέρα με μηχανήματα και τους άφηναν να πέσουν στα βαθιά μέρη της θάλασσας, όπου δεν προεξείχαν και ήταν πια ακίνδυνοι. Στα μέρη του τείχους που είχαν καθαριστεί από τις βραχώδεις προεξοχές πλησίαζαν ήδη με ευκολία τα πλοία του Αλεξάνδρου.