[2.1.1] Από εδώ κι έπειτα αρχίζει η εξιστόρηση του πολέμου μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων και των συμμάχων τους. Στο διάστημα του πολέμου δεν επικοινωνούσαν καν μεταξύ τους παρά μόνο με κήρυκες, και πολεμούσαν χωρίς διακοπή. Παραθέτονται τώρα τα γεγονότα κατά τηn σειρά τους, όπως συνέβησαν κατά καλοκαίρι και χειμώνα. [2.2.1] Οι τριαντάχρονες σπονδές που έγιναν μετά την υποταγή της Εύβοιας, κράτησαν δεκατέσσερα μόνο χρόνια. Τον δέκατο πέμπτο χρόνο, όταν στο Άργος η ιέρεια Χρυσίς ήταν στα σαράντα οκτώ χρόνια της ιερατείας της, στην Σπάρτη ήταν πρώτος έφορος ο Αινήσιος και στην Αθήνα επώνυμος άρχων ήταν για δυο ακόμα μήνες ο Πυθόδωρος, έξι μήνες δηλαδή μετά την μάχη της Ποτίδαιας, καθώς άρχιζε η άνοιξη, μερικοί ένοπλοι Θηβαίοι —λίγο περισσότεροι από τριακόσιους— και με αρχηγούς τους βοιωτάρχες Πυθάγγελο του Φυλείδου και Διέμπορο του Ονητορίδου μπήκαν την ώρα του πρώτου ύπνου στην Πλάταια της Βοιωτίας, σύμμαχο των Αθηναίων. [2.2.2] Τους είχαν ενθαρρύνει σ᾽ αυτό και τους άνοιξαν τις πύλες ο Πλαταιεύς Ναυκλείδης και οι οπαδοί του, που ήθελαν να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, να σκοτώσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους και να γίνουν σύμμαχοι της Θήβας. [2.2.3] Τις μυστικές συνεννοήσεις τις είχαν κάνει με τον Ευρύμαχο του Λεοντιάδου, που ήταν ισχυρός παράγων στη Θήβα. Οι Θηβαίοι, προβλέποντας ότι θ᾽ αρχίσει οπωσδήποτε ο πόλεμος, ήθελαν να κυριέψουν την Πλάταια (που ήταν από πάντα εχθρός τους) ενώ ακόμα διαρκούσε η ειρήνη και πριν αρχίσουν φανερά οι εχθροπραξίες. Γι᾽ αυτό και κατόρθωσαν να μπουν εύκολα στην πολιτεία που, τότε ακόμα, δεν έβαζε φρουρές. [2.2.4] Συγκεντρώθηκαν όλοι στην αγορά όπου απόθεσαν τα όπλα τους και, αντί ν᾽ ακούσουν τον Ναυκλείδη και τους οπαδούς του που τους πρότρεπαν να πάνε αμέσως στα σπίτια των εχθρών τους, αποφάσισαν να μεταχειριστούν ειρηνικά μέσα, διαγγέλματα, ώστε να προσεταιριστούν την πολιτεία η οποία να κάνει συνθήκη μαζί τους και να είναι φίλη τους. Έβγαλαν κήρυκα που διαλάλησε ότι όποιος θέλει να είναι σύμμαχος με τους Θηβαίους κατά τα πατροπαράδοτα έθιμα της Βοιωτικής Συμμαχίας, έπρεπε να παρουσιαστεί ένοπλος και να ενωθεί μαζί τους. Νόμιζαν ότι μ᾽ αυτόν τον τρόπο εύκολα θα προσχωρούσε η Πλάταια. [2.3.1] Οι Πλαταιείς, μόλις κατάλαβαν ότι οι Θηβαίοι ήσαν μέσα στα τείχη και ότι είχαν πάρει την πολιτεία αιφνιδιαστικά, πανικοβλήθηκαν, γιατί νόμισαν πως είχαν μπει πολύ περισσότεροι Θηβαίοι (με το σκοτάδι της νύχτας δεν μπορούσαν να δουν), δέχτηκαν τους όρους, έκαναν συμφωνία και κάθισαν ήσυχοι, αφού μάλιστα οι Θηβαίοι δεν επιχειρούσαν τίποτε άλλο. [2.3.2] Αλλά, ενώ έκαναν τις διαπραγματεύσεις αυτές, κατάλαβαν ότι οι Θηβαίοι δεν ήσαν πολλοί κι έκριναν ότι, αν τους επιτεθούν, εύκολα θα τους νικήσουν. Η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων δεν ήθελε να εγκαταλείψει την συμμαχία με την Αθήνα. [2.3.3] Αποφάσισαν, λοιπόν, να επιχειρήσουν επίθεση και, για να μην γίνουν αντιληπτοί βγαίνοντας στους δρόμους, άνοιξαν τρύπες στους μεσότοιχους, κατασκεύασαν οδοφράγματα με αμάξια χωρίς υποζύγια και πήραν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την περίσταση. [2.3.4] Όταν ετοιμάστηκαν όλα —με τα μέσα που είχαν— παραφύλαξαν, όσο ήταν νύχτα και, πριν ακόμα αρχίσει να χαράζει, όρμησαν από τα σπίτια τους επάνω στους Θηβαίους, ώστε να μην αναθαρρήσουν αυτοί με το φως της ημέρας και πολεμήσουν σαν ίσος προς ίσο, ενώ μέσα στο σκοτάδι θα ήσαν φοβισμένοι και θα μειονεκτούσαν, μη ξέροντας την πολιτεία όσο καλά την ήξεραν οι κάτοικοί της. Έκαναν ευθύς την επίθεση και, χωρίς να χάνουν καιρό, άρχισαν αγώνα σώμα με σώμα. [2.4.1] Οι Θηβαίοι, όταν κατάλαβαν ότι τους είχαν απατήσει, πύκνωσαν τις τάξεις τους και απόκρουσαν τις επιθέσεις, απ᾽ όπου κι αν έρχονταν. [2.4.2] Τις απόκρουσαν δύο και τρεις φορές, αλλά έπειτα, όταν οι Πλαταιείς έκαναν επίθεση με μεγάλη βοή και από τα σπίτια γυναίκες και δούλοι άρχισαν, φωνάζοντας, να τους ρίχνουν πέτρες και κεραμίδια, κάτω από την βροχή που έπεφτε δυνατή όλη την νύχτα, φοβήθηκαν κι άρχισαν να υποχωρούν μέσ᾽ από τους δρόμους της πολιτείας. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν, μέσα στο σκοτάδι και την λάσπη, ποιόν δρόμο να πάρουν (ήταν το τέλος του μηνός και δεν είχε φεγγάρι), ενώ όσοι τους κυνηγούσαν ήξεραν καλά πώς να εμποδίζουν την φυγή τους κι έτσι σκοτώθηκαν πολλοί Θηβαίοι. [2.4.3] Κάποιος από τους Πλαταιείς έκλεισε την πύλη από την οποία είχαν μπει οι Θηβαίοι και η οποία ήταν ακόμα ανοιχτή. Έτσι ούτε απ᾽ εκεί μπορούσαν πια να βγουν. [2.4.4] Καταδιωγμένοι μες στους δρόμους της πολιτείας, άλλοι ανέβηκαν στα τείχη και πήδηξαν έξω —αλλά οι περισσότεροι σκοτώθηκαν— και μερικοί έφτασαν σε μιαν αφύλακτη πύλη, όπου χωρίς να τους νιώσουν έσπασαν τον σύρτη με πελέκι που τους έδωσε μια γυναίκα και βγήκαν, αλλά όχι πολλοί, γιατί τους κατάλαβαν αμέσως. Άλλοι πάλι σκοτώθηκαν καταδιωγμένοι εδώ και κει μέσα στην πολιτεία. [2.4.5] Αλλά οι περισσότεροι, εκείνοι που είχαν πυκνώσει την παράταξή τους, όρμησαν μέσα σ᾽ ένα μεγάλο οίκημα που αποτελούσε μέρος του τείχους κι έτυχε η πόρτα του να είναι ανοιχτή. Νόμισαν πως η πόρτα ήταν πύλη του τείχους που οδηγούσε προς τα έξω. [2.4.6] Οι Πλαταιείς, βλέποντάς τους πιασμένους, σκέφθηκαν ή να τους κάψουν ζωντανούς όπως ήσαν, βάζοντας φωτιά στο οίκημα ή να τους σκοτώσουν με άλλο τρόπο. [2.4.7] Τέλος, και αυτοί και όσοι άλλοι Θηβαίοι περιπλανιόνταν μέσα στην πολιτεία παραδόθηκαν με τα όπλα τους και άνευ όρων στους Πλαταιείς. [2.4.8] Αυτά έπαθαν όσοι από τους Θηβαίους είχαν μπει στην Πλάταια. [2.5.1] Οι άλλοι όμως Θηβαίοι που, κατά το σχέδιο, έπρεπε να φτάσουν με πολύ στρατό όσο ήταν ακόμα νύχτα, για να βοηθήσουν όσους είχαν μπει, αν τα πράματα δεν πήγαιναν καλά, έμαθαν καθώς πορεύονταν τα όσα είχαν συμβεί και τάχυναν το βήμα. [2.5.2] Η απόσταση της Πλάταιας από την Θήβα είναι εβδομήντα στάδια και η νεροποντή που έπεφτε όλη νύχτα τους αργοπορούσε. Ο Ασωπός είχε ξεχειλίσει και δεν ήταν εύκολο να τον διαβούν. [2.5.3] Έτσι, καθώς βάδιζαν με την βροχή και πέρασαν με δυσκολία τον Ασωπό, έφτασαν πολύ αργά, όταν, δηλαδή, οι άλλοι είχαν σκοτωθεί ή είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι. [2.5.4] Όταν οι Θηβαίοι έμαθαν τί έγινε, σκέφτηκαν να πιάσουν όσους Πλαταιείς ήσαν έξω από τα τείχη (γιατί άνθρωποι πολλοί και κινητή περιουσία ήσαν στα χωράφια, αφού η επίθεση έγινε σε καιρό ειρήνης και αιφνιδιαστικά) θέλοντας, αν έπιαναν μερικούς, να τους έχουν ομήρους για να τους ανταλλάξουν με όσους από τους δικούς τους είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι μες στην πολιτεία. Αυτός ήταν ο σκοπός των Θηβαίων, [2.5.5] αλλά ενώ το συζητούσαν ακόμα, οι Πλαταιείς το υποπτεύθηκαν και φοβήθηκαν για όσους ήσαν έξω, στα χωράφια. Έστειλαν κήρυκα στους Θηβαίους και τους μήνυσαν πως η επιχείρησή τους αυτή και η προσπάθειά τους να κυριέψουν την πολιτεία σε καιρό ειρήνης ήταν άνομη πράξη. Τους παράγγειλαν να μην πειράξουν κανένα από τους Πλαταιείς που ήσαν στα χωράφια, ειδεμή θα σκότωναν όλους τους αιχμαλώτους που είχαν στα χέρια τους. Αν, όμως, έφευγαν από το έδαφος της Πλάταιας, τότε θ᾽ άφηναν ελεύθερους τους αιχμαλώτους. [2.5.6] Έτσι ιστορούν τα πράγματα οι Θηβαίοι και ισχυρίζονται, μάλιστα, ότι οι Πλαταιείς έδωσαν όρκο. Αλλά οι Πλαταιείς αρνιούνται ότι υποσχέθηκαν να ελευθερώσουν τους αιχμαλώτους αμέσως, αλλά μόνον αν κατάληγαν σε συμφωνία και δεν παραδέχονται ότι ορκίστηκαν. [2.5.7] Οι Θηβαίοι αποσύρθηκαν από το έδαφος της Πλάταιας χωρίς να κάνουν λεηλασίες, και οι Πλαταιείς, μόλις συγκέντρωσαν βιαστικά τα κινητά τους από την ύπαιθρο, σκότωσαν αμέσως όλους τους αιχμαλώτους. Ήταν εκατόν ογδόντα και μεταξύ τους ο Ευρύμαχος, με τον οποίο είχαν συνεννοηθεί οι προδότες. [2.6.1] Μετά απ᾽ αυτό, έστειλαν αγγελιαφόρο στην Αθήνα, έκαναν σύντομη ανακωχή με τους Θηβαίους για να σηκώσουν αυτοί τους νεκρούς τους και πήραν, μέσα στην πόλη, όλα τα μέτρα που τους φαίνονταν κατάλληλα για την περίσταση. [2.6.2] Οι Αθηναίοι έμαθαν αμέσως τα όσα έγιναν στην Πλάταια και συνέλαβαν ευθύς όσους Βοιωτούς ήσαν στην Αττική. Έστειλαν βιαστικά κήρυκα στην Πλάταια παραγγέλλοντάς τους να μην πειράξουν τους Θηβαίους αιχμαλώτους προτού τους πουν τί έπρεπε να κάνουν. [2.6.3] Δεν είχε ακόμα φτάσει η πληροφορία ότι τους είχαν σκοτώσει, επειδή οι Πλαταιείς είχαν στείλει τον πρώτο αγγελιαφόρο μόλις είχαν μπει οι Θηβαίοι στην Πλάταια και το δεύτερο μόλις τους νίκησαν και αιχμαλώτισαν τους Θηβαίους. Έτσι, οι Αθηναίοι δεν ήξεραν τίποτε από τα όσα έγιναν μετά κι έστειλαν τις οδηγίες τους χωρίς να ξέρουν ότι οι αιχμάλωτοι είχαν σκοτωθεί. Όταν λοιπόν έφτασε ο κήρυκας, τους βρήκε νεκρούς. [2.6.4] Λίγο αργότερα, οι Αθηναίοι έστειλαν στρατό στην Πλάταια με εφοδιοπομπή, άφησαν φρουρά και παράλαβαν τους ανίκανους και τα γυναικόπαιδα.
|