Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (1.144.1-1.146.1)

[1.144.1] «Πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα ἔχω ἐς ἐλπίδα τοῦ περιέσεσθαι, ἢν ἐθέλητε ἀρχήν τε μὴ ἐπικτᾶσθαι ἅμα πολεμοῦντες καὶ κινδύνους αὐθαιρέτους μὴ προστίθεσθαι· μᾶλλον γὰρ πεφόβημαι τὰς οἰκείας ἡμῶν ἁμαρτίας ἢ τὰς τῶν ἐναντίων διανοίας. [1.144.2] ἀλλ᾽ ἐκεῖνα μὲν καὶ ἐν ἄλλῳ λόγῳ ἅμα τοῖς ἔργοις δηλωθήσεται· νῦν δὲ τούτοις ἀποκρινάμενοι ἀποπέμψωμεν, Μεγαρέας μὲν ὅτι ἐάσομεν ἀγορᾷ καὶ λιμέσι χρῆσθαι, ἢν καὶ Λακεδαιμόνιοι ξενηλασίας μὴ ποιῶσι μήτε ἡμῶν μήτε τῶν ἡμετέρων ξυμμάχων (οὔτε γὰρ ἐκεῖνο κωλύει ἐν ταῖς σπονδαῖς οὔτε τόδε), τὰς δὲ πόλεις ὅτι αὐτονόμους ἀφήσομεν, εἰ καὶ αὐτονόμους ἔχοντες ἐσπεισάμεθα, καὶ ὅταν κἀκεῖνοι ταῖς ἑαυτῶν ἀποδῶσι πόλεσι μὴ σφίσι [τοῖς Λακεδαιμονίοις] ἐπιτηδείως αὐτονομεῖσθαι, ἀλλ᾽ αὐτοῖς ἑκάστοις ὡς βούλονται· δίκας τε ὅτι ἐθέλομεν δοῦναι κατὰ τὰς ξυνθήκας, πολέμου δὲ οὐκ ἄρξομεν, ἀρχομένους δὲ ἀμυνούμεθα. ταῦτα γὰρ δίκαια καὶ πρέποντα ἅμα τῇδε τῇ πόλει ἀποκρίνασθαι. [1.144.3] εἰδέναι δὲ χρὴ ὅτι ἀνάγκη πολεμεῖν, ἢν δὲ ἑκούσιοι μᾶλλον δεχώμεθα, ἧσσον ἐγκεισομένους τοὺς ἐναντίους ἕξομεν, ἔκ τε τῶν μεγίστων κινδύνων ὅτι καὶ πόλει καὶ ἰδιώτῃ μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται. [1.144.4] οἱ γοῦν πατέρες ἡμῶν ὑποστάντες Μήδους καὶ οὐκ ἀπὸ τοσῶνδε ὁρμώμενοι, ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐκλιπόντες, γνώμῃ τε πλέονι ἢ τύχῃ καὶ τόλμῃ μείζονι ἢ δυνάμει τόν τε βάρβαρον ἀπεώσαντο καὶ ἐς τάδε προήγαγον αὐτά. ὧν οὐ χρὴ λείπεσθαι, ἀλλὰ τούς τε ἐχθροὺς παντὶ τρόπῳ ἀμύνεσθαι καὶ τοῖς ἐπιγιγνομένοις πειρᾶσθαι αὐτὰ μὴ ἐλάσσω παραδοῦναι.»
[1.145.1] Ὁ μὲν Περικλῆς τοιαῦτα εἶπεν, οἱ δὲ Ἀθηναῖοι νομίσαντες ἄριστα σφίσι παραινεῖν αὐτὸν ἐψηφίσαντο ἃ ἐκέλευε, καὶ τοῖς Λακεδαιμονίοις ἀπεκρίναντο τῇ ἐκείνου γνώμῃ, καθ᾽ ἕκαστά τε ὡς ἔφρασε καὶ τὸ ξύμπαν, οὐδὲν κελευόμενοι ποιήσειν, δίκῃ δὲ κατὰ τὰς ξυνθήκας ἑτοῖμοι εἶναι διαλύεσθαι περὶ τῶν ἐγκλημάτων ἐπὶ ἴσῃ καὶ ὁμοίᾳ. καὶ οἱ μὲν ἀπεχώρησαν ἐπ᾽ οἴκου καὶ οὐκέτι ὕστερον ἐπρεσβεύοντο· [1.146.1] αἰτίαι δὲ αὗται καὶ διαφοραὶ ἐγένοντο ἀμφοτέροις πρὸ τοῦ πολέμου, ἀρξάμεναι εὐθὺς ἀπὸ τῶν ἐν Ἐπιδάμνῳ καὶ Κερκύρᾳ· ἐπεμείγνυντο δὲ ὅμως ἐν αὐταῖς καὶ παρ᾽ ἀλλήλους ἐφοίτων ἀκηρύκτως μέν, ἀνυπόπτως δὲ οὔ· σπονδῶν γὰρ ξύγχυσις τὰ γιγνόμενα ἦν καὶ πρόφασις τοῦ πολεμεῖν.

[1.144.1] »Έχω πολλούς άλλους λόγους να ελπίζω ότι θα νικήσομε, υπό τον όρο όμως να μην επιδιώξομε, ταυτόχρονα με την διεξαγωγή του πολέμου, να επεκτείνομε την κυριαρχία μας και να μην εκτεθούμε σε κινδύνους περιττούς. Περισσότερο φοβούμαι τα δικά μας σφάλματα παρά τα σχέδια του εχθρού, [1.144.2] αλλά γι᾽ αυτό θα σας μιλήσω σ᾽ άλλην ευκαιρία, την ώρα της δράσης. Τώρα ας στείλομε πίσω τους πρέσβεις, δίνοντάς τους την ακόλουθη απάντηση: ότι θα επιτρέψομε στα Μέγαρα την χρήση της αγοράς μας και των λιμανιών μας υπό τον όρο και οι Λακεδαιμόνιοι να καταργήσουν τον θεσμό της ξενηλασίας που εφαρμόζουν εναντίον μας και εναντίον των συμμάχων μας. Οι σπονδές δεν εμποδίζουν να γίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Θ᾽ αποδώσομε την ανεξαρτησία τους σε όσες πολιτείες ήσαν αυτόνομες όταν κάναμε τις σπονδές, υπό τον όρο και οι Λακεδαιμόνιοι ν᾽ αποδώσουν στις εξαρτώμενες απ᾽ αυτούς πολιτείες αυτονομία που να εξυπηρετεί όχι τα συμφέροντα της Σπάρτης, αλλά τα συμφέροντα της καθεμιάς πολιτείας. Τέλος, ότι, σύμφωνα με τις συνθήκες, δεχόμαστε διαιτησία, ότι δεν θα επιτεθούμε πρώτοι αλλά ότι, αν μας επιτεθούν, θ᾽ αμυνθούμε. Αυτή είναι η σωστή απάντηση που ταιριάζει στην πολιτεία μας. [1.144.3] Πρέπει, όμως, να καταλάβομε ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος και ότι, όσο περισσότερο πρόθυμα τον δεχτούμε εμείς, τόσο λιγότερο τολμηροί θα είναι οι εχθροί μας. Ας έχομε συνείδηση του ότι, για τις πολιτείες, όπως και για τους ιδιώτες, η μεγαλύτερη δόξα αποκτιέται με την αντιμετώπιση του μεγαλύτερου κινδύνου. Οι πατέρες μας αντιστάθηκαν στους Μήδους χωρίς καν να έχουν την μεγαλύτερη δύναμη που διαθέτομε εμείς σήμερα. Εγκαταλείποντας τα λίγα που είχαν και με περισσότερη θέληση παρά τύχη, με περισσότερη τόλμη παρά δύναμη, όχι μόνο έδιωξαν τους βαρβάρους, αλλά δημιούργησαν την δύναμη που έχομε σήμερα. Ας μην φανούμε κατώτεροί τους. Ας πολεμήσομε τους εχθρούς μας με όλη μας τη δύναμη κι ας προσπαθήσομε να μην αφήσομε στους απογόνους μας μικρότερη κληρονομιά από εκείνη που λάβαμε».
[1.145.1] Αυτά είπε ο Περικλής και οι Αθηναίοι, θεωρώντας ότι οι συμβουλές του ήσαν οι καλύτερες, εψήφισαν τα όσα είχε προτείνει κι έδωσαν στους Λακεδαιμονίους απάντηση σύμφωνη με τα όσα είχε πει ο Περικλής, δηλαδή στο καθένα ζήτημα χωριστά, όπως τους είχε συμβουλέψει, και γενικά ότι δεν δέχονται διαταγές αλλά ότι είναι πρόθυμοι, σύμφωνα με τις συνθήκες, να λύσουν τις διαφορές τους με διαιτησία σαν ίσοι προς ίσους. Οι πρέσβεις γύρισαν στην Σπάρτη και οι Λακεδαιμόνιοι δεν έστειλαν πια άλλη πρεσβεία.
[1.146.1] Αυτές, λοιπόν, ήσαν οι διαφορές και οι αμοιβαίες κατηγορίες μεταξύ των δύο, πριν από τον πόλεμο που άρχισε αμέσως μετά τα γεγονότα της Επιδάμνου και της Κέρκυρας. Αλλά οι μεταξύ τους σχέσεις εξακολουθούσαν ακόμα και οι άνθρωποι εταξίδευαν χωρίς κήρυκα, βέβαια, αλλά με φόβο, γιατί η κατάσταση ήταν τέτοια, ώστε ήταν βέβαιο πως θα οδηγούσε στην ανατροπή των συνθηκών και στην κήρυξη πολέμου.