Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (2.46.1-2.50.3)

[2.46.1] Τὰς δὲ δὴ αἶγας καὶ τοὺς τράγους τῶνδε εἵνεκα οὐ θύουσι Αἰγυπτίων οἱ εἰρημένοι. τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ θεῶν λογίζονται εἶναι οἱ Μενδήσιοι, τοὺς δὲ ὀκτὼ θεοὺς τούτους προτέρους τῶν δυώδεκα θεῶν φασι γενέσθαι. [2.46.2] γράφουσί τε δὴ καὶ γλύφουσι οἱ ζωγράφοι καὶ οἱ ἀγαλματοποιοὶ τοῦ Πανὸς τὤγαλμα κατά περ Ἕλληνες αἰγοπρόσωπον καὶ τραγοσκελέα, οὔτι τοιοῦτον νομίζοντες εἶναί μιν ἀλλ᾽ ὅμοιον τοῖσι ἄλλοισι θεοῖσι. ὅτευ δὲ εἵνεκα τοιοῦτον γράφουσι αὐτόν, οὔ μοι ἥδιόν ἐστι λέγειν. [2.46.3] σέβονται δὲ πάντας τοὺς αἶγας οἱ Μενδήσιοι, καὶ μᾶλλον τοὺς ἔρσενας τῶν θηλέων, καὶ τούτων οἱ αἰπόλοι τιμὰς μέζονας ἔχουσι· ἐκ δὲ τούτων εἷς μάλιστα, ὅστις ἐπεὰν ἀποθάνῃ, πένθος μέγα παντὶ τῷ Μενδησίῳ νομῷ τίθεται. [2.46.4] καλέεται δὲ ὅ τε τράγος καὶ ὁ Πὰν αἰγυπτιστὶ Μένδης. ἐγένετο δὲ ἐν τῷ νομῷ τούτῳ ἐπ᾽ ἐμεῦ τοῦτο τὸ τέρας· γυναικὶ τράγος ἐμίσγετο ἀναφανδόν· τοῦτο ἐς ἐπίδεξιν ἀνθρώπων ἀπίκετο. [2.47.1] ὗν δὲ Αἰγύπτιοι μιαρὸν ἥγηνται θηρίον εἶναι· καὶ τοῦτο μέν, ἤν τις ψαύσῃ αὐτῶν παριὼν ὑός, αὐτοῖσι τοῖσι ἱματίοισι ἀπ᾽ ὦν ἔβαψε ἑωυτὸν βὰς ἐς τὸν ποταμόν, τοῦτο δὲ οἱ συβῶται ἐόντες Αἰγύπτιοι ἐγγενέες ἐς ἱρὸν οὐδὲν τῶν ἐν Αἰγύπτῳ ἐσέρχονται μοῦνοι πάντων, οὐδέ σφι ἐκδίδοσθαι οὐδεὶς θυγατέρα ἐθέλει οὐδ᾽ ἄγεσθαι ἐξ αὐτῶν, ἀλλ᾽ ἐκδίδονταί τε οἱ συβῶται καὶ ἄγονται ἐξ ἀλλήλων. [2.47.2] τοῖσι μέν νυν ἄλλοισι θεοῖσι θύειν ὗς οὐ δικαιεῦσι Αἰγύπτιοι, Σελήνῃ δὲ καὶ Διονύσῳ μούνοισι τοῦ αὐτοῦ χρόνου, τῇ αὐτῇ πανσελήνῳ, τοὺς ὗς θύσαντες πατέονται τῶν κρεῶν. δι᾽ ὅ τι δὲ τοὺς ὗς ἐν μὲν τῇσι ἄλλῃσι ὁρτῇσι ἀπεστυγήκασι, ἐν δὲ ταύτῃ θύουσι, ἔστι μὲν λόγος περὶ αὐτοῦ ὑπ᾽ Αἰγυπτίων λεγόμενος, ἐμοὶ μέντοι ἐπισταμένῳ οὐκ εὐπρεπέστερός ἐστι λέγεσθαι. [2.47.3] θυσίη δὲ ἥδε τῶν ὑῶν τῇ Σελήνῃ ποιέεται· ἐπεὰν θύσῃ, τὴν οὐρὴν ἄκρην καὶ τὸν σπλῆνα καὶ τὸν ἐπίπλοον συνθεὶς ὁμοῦ κατ᾽ ὦν ἐκάλυψε πάσῃ τοῦ κτήνεος τῇ πιμελῇ τῇ περὶ τὴν νηδὺν γινομένῃ καὶ ἔπειτα καταγίζει πυρί· τὰ δὲ ἄλλα [κρέα] σιτέονται ἐν τῇ πανσελήνῳ ἐν τῇ ἂν τὰ ἱρὰ θύωσι, ἐν ἄλλῃ δὲ ἡμέρῃ οὐκ ἂν ἔτι γευσαίατο. οἱ δὲ πένητες αὐτῶν ὑπ᾽ ἀσθενείης βίου σταιτίνας πλάσαντες ὗς καὶ ὀπτήσαντες ταύτας θύουσι.
[2.48.1] Τῷ δὲ Διονύσῳ τῆς ὁρτῆς τῇ δορπίῃ χοῖρον πρὸ τῶν θυρέων σφάξας ἕκαστος διδοῖ ἀποφέρεσθαι τὸν χοῖρον αὐτῷ τῷ ἀποδομένῳ τῶν συβωτέων. [2.48.2] τὴν δὲ ἄλλην ἀνάγουσι ὁρτὴν τῷ Διονύσῳ οἱ Αἰγύπτιοι πλὴν χορῶν κατὰ ταὐτὰ σχεδὸν πάντα Ἕλλησι· ἀντὶ δὲ φαλλῶν ἄλλα σφί ἐστι ἐξευρημένα, ὅσον τε πηχυαῖα ἀγάλματα νευρόσπαστα, τὰ περιφορέουσι κατὰ κώμας γυναῖκες, νεῦον τὸ αἰδοῖον, οὐ πολλῷ τεῳ ἔλασσον ἐὸν τοῦ ἄλλου σώματος· προηγέεται δὲ αὐλός, αἱ δὲ ἕπονται ἀείδουσαι τὸν Διόνυσον. [2.48.3] δι᾽ ὅ τι δὲ μέζον τε ἔχει τὸ αἰδοῖον καὶ κινέει μοῦνον τοῦ σώματος, ἔστι λόγος περὶ αὐτοῦ ἱρὸς λεγόμενος. [2.49.1] ἤδη ὦν δοκέει μοι Μελάμπους ὁ Ἀμυθέωνος τῆς θυσίης ταύτης οὐκ εἶναι ἀδαὴς ἀλλ᾽ ἔμπειρος. Ἕλλησι γὰρ δὴ Μελάμπους ἐστὶ ὁ ἐξηγησάμενος τοῦ Διονύσου τό τε οὔνομα καὶ τὴν θυσίην καὶ τὴν πομπὴν τοῦ φαλλοῦ· ἀτρεκέως μὲν οὐ πάντα συλλαβὼν τὸν λόγον ἔφηνε, ἀλλ᾽ οἱ ἐπιγενόμενοι τούτῳ σοφισταὶ μεζόνως ἐξέφηναν· τὸν δ᾽ ὦν φαλλὸν τὸν τῷ Διονύσῳ πεμπόμενον Μελάμπους ἐστὶ ὁ κατηγησάμενος, καὶ ἀπὸ τούτου μαθόντες ποιεῦσι τὰ ποιεῦσι Ἕλληνες. [2.49.2] ἐγὼ μέν νύν φημι Μελάμποδα γενόμενον ἄνδρα σοφὸν μαντικήν τε ἑωυτῷ συστῆσαι καὶ πυθόμενον ἀπ᾽ Αἰγύπτου ἄλλα τε πολλὰ ἐσηγήσασθαι Ἕλλησι καὶ τὰ περὶ τὸν Διόνυσον, ὀλίγα αὐτῶν παραλλάξαντα· οὐ γὰρ δὴ συμπεσεῖν γε φήσω τά τε ἐν Αἰγύπτῳ ποιεύμενα τῷ θεῷ καὶ τὰ ἐν τοῖσι Ἕλλησι· ὁμότροπα γὰρ ἂν ἦν τοῖσι Ἕλλησι καὶ οὐ νεωστὶ ἐσηγμένα. [2.49.3] οὐ μὲν οὐδὲ φήσω ὅκως Αἰγύπτιοι παρ᾽ Ἑλλήνων ἔλαβον ἢ τοῦτο ἢ ἄλλο κού τι νόμαιον. πυθέσθαι δέ μοι δοκέει μάλιστα Μελάμπους τὰ περὶ τὸν Διόνυσον παρὰ Κάδμου τε τοῦ Τυρίου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ἐκ Φοινίκης ἀπικομένων ἐς τὴν νῦν Βοιωτίην καλεομένην χώρην. [2.50.1] σχεδὸν δὲ καὶ πάντων τὰ οὐνόματα τῶν θεῶν ἐξ Αἰγύπτου ἐλήλυθε ἐς τὴν Ἑλλάδα. διότι μὲν γὰρ ἐκ τῶν βαρβάρων ἥκει, πυνθανόμενος οὕτω εὑρίσκω ἐόν· δοκέω δ᾽ ὦν μάλιστα ἀπ᾽ Αἰγύπτου ἀπῖχθαι. [2.50.2] ὅτι γὰρ δὴ μὴ Ποσειδέωνος καὶ Διοσκόρων, ὡς καὶ πρότερόν μοι ταῦτα εἴρηται, καὶ Ἥρης καὶ Ἰστίης καὶ Θέμιος καὶ Χαρίτων καὶ Νηρηίδων, τῶν ἄλλων θεῶν Αἰγυπτίοισι αἰεί κοτε τὰ οὐνόματά ἐστι ἐν τῇ χώρῃ. λέγω δὲ τὰ λέγουσι αὐτοὶ Αἰγύπτιοι. τῶν δὲ οὔ φασι θεῶν γινώσκειν τὰ οὐνόματα, οὗτοι δέ μοι δοκέουσι ὑπὸ Πελασγῶν ὀνομασθῆναι, πλὴν Ποσειδέωνος· τοῦτον δὲ τὸν θεὸν παρὰ Λιβύων ἐπύθοντο. [2.50.3] οὐδαμοὶ γὰρ ἀπ᾽ ἀρχῆς Ποσειδέωνος οὔνομα ἔκτηνται εἰ μὴ Λίβυες, καὶ τιμῶσι τὸν θεὸν τοῦτον αἰεί. Νομίζουσι δ᾽ ὦν Αἰγύπτιοι οὐδ᾽ ἥρωσι οὐδέν.

[2.46.1] Όσο για τους Αιγυπτίους για τους οποίους είπα προηγουμένως ότι δεν θυσίαζαν γίδες και τράγους, ο λόγος είναι ο εξής: οι Μενδήσιοι θεωρούν ότι ο Παν είναι ένας από τους οκτώ θεούς, και υποστηρίζουν ότι οι οκτώ θεοί δημιουργήθηκαν πριν από τους δώδεκα. [2.46.2] Και το ομοίωμα του Πάνα ζωγράφοι και αγαλματοποιοί το κατασκευάζουν όπως ακριβώς και οι Έλληνες, δηλαδή με πρόσωπο γίδας και πόδια τράγου, και όχι βέβαια επειδή θαρρούν ότι έτσι είναι: το ξέρουν ότι είναι ίδιος με τους άλλους θεούς. Για ποιό λόγο όμως τον παριστάνουν έτσι, θα προτιμούσα να μην το πω. [2.46.3] Σέβονται πάντως οι Μενδήσιοι και τις γίδες και τους τράγους, και περισσότερο τους τράγους, και ανάμεσά τους οι γιδοβοσκοί κατέχουν τιμητική θέση· από τους τράγους μάλιστα τιμούν ιδιαίτερα έναν, που όταν πεθάνει, μεγάλο πένθος κηρύσσεται σε όλον τον Μενδήσιο νομό. [2.46.4] Στα αιγυπτιακά μάλιστα τόσο ο τράγος όσο και ο Παν λέγονται Μένδης. Επί των ημερών μου πάντως έγινε κάτι τερατώδες: τράγος έσμιξε με γυναίκα, και μάλιστα μπροστά στα μάτια του κόσμου.
[2.47.1] Για τον χοίρο οι Αιγύπτιοι πιστεύουν ότι είναι ακάθαρτο ζώο· λόγου χάρη, ο Αιγύπτιος που θα τύχει στο πέρασμά του ν᾽ αγγίξει χοίρο, πηγαίνει αμέσως και βουτάει στο ποτάμι, όπως είναι, με τα ρούχα· έπειτα, οι χοιροβοσκοί, ακόμη και όταν είναι ιθαγενείς Αιγύπτιοι, είναι οι μόνοι άνθρωποι στην Αίγυπτο που δεν μπορούν να μπουν σε κανέναν ναό, και οι άλλοι δεν δέχονται να τους δώσουν τις θυγατέρες τους για συζύγους ούτε παίρνουν οι ίδιοι θυγατέρες χοιροβοσκών· έτσι, οι χοιροβοσκοί παίρνουν και δίνουν τις θυγατέρες τους για συζύγους μεταξύ τους. [2.47.2] Στους Αιγυπτίους δεν επιτρέπεται να θυσιάσουν χοίρους σε άλλους θεούς παρεκτός στη Σελήνη και στον Διόνυσο, πράγμα που γίνεται την ίδια εποχή, κατά την ίδια πανσέληνο, οπότε οι Αιγύπτιοι τρώνε το κρέας των χοίρων που θυσιάζουν. Για το γεγονός ότι στις άλλες εορτές αποστρέφονται τους χοίρους ενώ σε αυτήν τους θυσιάζουν, υπάρχει σχετική εξήγηση που την αναφέρουν οι Αιγύπτιοι και που εγώ τη γνωρίζω, αλλά δεν θα ήταν ευπρεπές από μέρους μου να την παραθέσω. [2.47.3] Πάντως, η θυσία των χοίρων στη Σελήνη γίνεται ως εξής: αφού θυσιάσουν το ζώο, σκεπάζουν την άκρη της ουράς, τη σπλήνα και τη μπόλια, όλα μαζί, με το λίπος που υπάρχει γύρω στην κοιλιά του, και ύστερα τα καίνε στη φωτιά· το υπόλοιπο κρέας το τρώνε κατά την πανσέληνο όπου γίνεται η θυσία, αλλά τις άλλες ημέρες δεν το βάζουν στο στόμα τους. Όσο για τους φτωχούς, που δεν έχουν τα μέσα, πλάθουν χοίρους από ζυμάρι, τους ψήνουν και τους θυσιάζουν.
[2.48.1] Στην εορτή του Διόνυσου τώρα, την παραμονή, ο καθένας σφάζει μπροστά στην πόρτα του έναν χοίρο και ύστερα τον δίνει πίσω στον χοιροβοσκό που του τον πούλησε να τον πάρει μακριά. [2.48.2] Όσο για την υπόλοιπη εορτή του Διόνυσου, σε όλα σχεδόν, παρεκτός στους χορούς, οι Αιγύπτιοι την τελούν όπως και οι Έλληνες· ωστόσο, αντί για τους φαλλούς, αυτοί έχουν βρει και κάνουν άλλα πράγματα, όπως οι μαριονέτες, έναν πήχη ψηλές, που τις περιφέρουν στα χωριά οι γυναίκες και που το γεννητικό τους όργανο κουνιέται και δεν είναι πολύ μικρότερο από το υπόλοιπο σώμα· μπροστά πηγαίνει το σουραύλι και ακολουθούν οι γυναίκες τραγουδώντας τον Διόνυσο. [2.48.3] Για το γεγονός ότι το γεννητικό όργανο είναι τόσο μεγάλο και ότι μόνο αυτό κουνιέται από όλο το σώμα, υπάρχει κάποια ιερή εξήγηση που αναφέρεται σχετικά.
[2.49.1] Έτσι, μου φαίνεται ότι ο Μελάμπους του Αμυθάωνα δεν είχε άγνοια γι᾽ αυτή τη θυσία αλλά τη γνώριζε καλά. Γιατί ο Μελάμπους ήταν εκείνος που έμαθε στους Έλληνες το όνομα του Διόνυσου, τη θυσία και την πομπή του φαλλού· για την ακρίβεια, δεν εξέθεσε αυτός την υπόθεση στο σύνολό της, αλλά οι κατοπινότεροι διδάσκαλοι, που πρόσθεσαν περισσότερα· πάντως όμως, ο Μελάμπους ήταν εκείνος που δίδαξε την περιφορά του φαλλού προς τιμήν του Διόνυσου, και απ᾽ αυτόν έμαθαν οι Έλληνες να κάνουν τα όσα κάνουν. [2.49.2] Σοφός άνθρωπος, καθώς υποστηρίζω ότι ήταν, ο Μελάμπους έγινε κύριος της μαντικής τέχνης, και από την Αίγυπτο έμαθε πολλά και διάφορα, μεταξύ τους και τα σχετικά με τον Διόνυσο και τα μετέδωσε στους Έλληνες με μικρές παραλλαγές· γιατί δεν παραδέχομαι ότι από απλή σύμπτωση μοιάζουν τα όσα γίνονται στην Αίγυπτο προς τιμήν του θεού με τα όσα κάνουν οι Έλληνες, αφού, αν ήταν έτσι, τα τελευταία αυτά θα έμοιαζαν με τις άλλες συνήθειες των Ελλήνων και δεν θα είχαν παρουσιαστεί τόσο πρόσφατα. [2.49.3] Ούτε παραδέχομαι ότι οι Αιγύπτιοι πήραν από τους Έλληνες αυτό το έθιμο ή οποιοδήποτε άλλο. Αλλά έχω τη γνώμη ότι τα σχετικά με τον Διόνυσο ο Μελάμπους τα έμαθε κυρίως από τον Κάδμο τον Τύριο και από τους συντρόφους του που ήρθαν από τη Φοινίκη στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Βοιωτία.
[2.50.1] Άλλωστε, όλων σχεδόν των θεών τα ονόματα έχουν έρθει στην Ελλάδα από την Αίγυπτο. Το γεγονός ότι έγινε έτσι, ότι δηλαδή ήρθαν από τους βαρβάρους, το εξακρίβωσα χάρη στις έρευνές μου· και έχω τη γνώμη ότι ήρθαν κυρίως από την Αίγυπτο. [2.50.2] Γιατί εκτός από του Ποσειδώνα και των Διοσκούρων, πράγμα που το ανέφερα και προηγουμένως, καθώς επίσης της Ήρας, της Εστίας, της Θέμιδας, των Χαρίτων και των Νηρηίδων, τα ονόματα των άλλων θεών των Αιγυπτίων υπάρχουν από πάντα στην Αίγυπτο. Λέω πάντως ό,τι λένε οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι. Όσο για τα ονόματα των θεών που οι Αιγύπτιοι λένε ότι δεν τα γνωρίζουν, τα έβγαλαν, έχω τη γνώμη, οι Πελασγοί, με εξαίρεση τον Ποσειδώνα: αυτόν τον θεό οι Αιγύπτιοι τον έμαθαν από τους Λίβυους. [2.50.3] Γιατί μόνο οι Λίβυοι, και κανένας άλλος, κατείχαν εξαρχής το όνομα του Ποσειδώνα και τιμούν ανέκαθεν αυτόν τον θεό. Λατρευτικά έθιμα για τους ήρωες οι Αιγύπτιοι δεν έχουν καθόλου.