Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (414d-416a)

[414d] Λέγω δή —καίτοι οὐκ οἶδα ὁποίᾳ τόλμῃ ἢ ποίοις λόγοις χρώμενος ἐρῶ— καὶ ἐπιχειρήσω πρῶτον μὲν αὐτοὺς τοὺς ἄρχοντας πείθειν καὶ τοὺς στρατιώτας, ἔπειτα δὲ καὶ τὴν ἄλλην πόλιν, ὡς ἄρ᾽ ἃ ἡμεῖς αὐτοὺς ἐτρέφομέν τε καὶ ἐπαιδεύομεν, ὥσπερ ὀνείρατα ἐδόκουν ταῦτα πάντα πάσχειν τε καὶ γίγνεσθαι περὶ αὐτούς, ἦσαν δὲ τότε τῇ ἀληθείᾳ ὑπὸ γῆς ἐντὸς πλαττόμενοι καὶ τρεφόμενοι καὶ αὐτοὶ καὶ τὰ [414e] ὅπλα αὐτῶν καὶ ἡ ἄλλη σκευὴ δημιουργουμένη, ἐπειδὴ δὲ παντελῶς ἐξειργασμένοι ἦσαν, καὶ ἡ γῆ αὐτοὺς μήτηρ οὖσα ἀνῆκεν, καὶ νῦν δεῖ ὡς περὶ μητρὸς καὶ τροφοῦ τῆς χώρας ἐν ᾗ εἰσι βουλεύεσθαί τε καὶ ἀμύνειν αὐτούς, ἐάν τις ἐπ᾽ αὐτὴν ἴῃ, καὶ ὑπὲρ τῶν ἄλλων πολιτῶν ὡς ἀδελφῶν ὄντων καὶ γηγενῶν διανοεῖσθαι.
Οὐκ ἐτός, ἔφη, πάλαι ᾐσχύνου τὸ ψεῦδος λέγειν.
[415a] Πάνυ, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰκότως· ἀλλ᾽ ὅμως ἄκουε καὶ τὸ λοιπὸν τοῦ μύθου. ἐστὲ μὲν γὰρ δὴ πάντες οἱ ἐν τῇ πόλει ἀδελφοί, ὡς φήσομεν πρὸς αὐτοὺς μυθολογοῦντες, ἀλλ᾽ ὁ θεὸς πλάττων, ὅσοι μὲν ὑμῶν ἱκανοὶ ἄρχειν, χρυσὸν ἐν τῇ γενέσει συνέμειξεν αὐτοῖς, διὸ τιμιώτατοί εἰσιν· ὅσοι δ᾽ ἐπίκουροι, ἄργυρον· σίδηρον δὲ καὶ χαλκὸν τοῖς τε γεωργοῖς καὶ τοῖς ἄλλοις δημιουργοῖς. ἅτε οὖν συγγενεῖς ὄντες πάντες τὸ μὲν πολὺ ὁμοίους ἂν ὑμῖν αὐτοῖς γεννῷτε, [415b] ἔστι δ᾽ ὅτε ἐκ χρυσοῦ γεννηθείη ἂν ἀργυροῦν καὶ ἐξ ἀργύρου χρυσοῦν ἔκγονον καὶ τἆλλα πάντα οὕτως ἐξ ἀλλήλων. τοῖς οὖν ἄρχουσι καὶ πρῶτον καὶ μάλιστα παραγγέλλει ὁ θεός, ὅπως μηδενὸς οὕτω φύλακες ἀγαθοὶ ἔσονται μηδ᾽ οὕτω σφόδρα φυλάξουσι μηδὲν ὡς τοὺς ἐκγόνους, ὅτι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμεικται, καὶ ἐάν τε σφέτερος ἔκγονος ὑπόχαλκος ἢ ὑποσίδηρος γένηται, μηδενὶ [415c] τρόπῳ κατελεήσουσιν, ἀλλὰ τὴν τῇ φύσει προσήκουσαν τιμὴν ἀποδόντες ὤσουσιν εἰς δημιουργοὺς ἢ εἰς γεωργούς, καὶ ἂν αὖ ἐκ τούτων τις ὑπόχρυσος ἢ ὑπάργυρος φυῇ, τιμήσαντες ἀνάξουσι τοὺς μὲν εἰς φυλακήν, τοὺς δὲ εἰς ἐπικουρίαν, ὡς χρησμοῦ ὄντος τότε τὴν πόλιν διαφθαρῆναι, ὅταν αὐτὴν ὁ σιδηροῦς φύλαξ ἢ ὁ χαλκοῦς φυλάξῃ. τοῦτον οὖν τὸν μῦθον ὅπως ἂν πεισθεῖεν, ἔχεις τινὰ μηχανήν;
[415d] Οὐδαμῶς, ἔφη, ὅπως γ᾽ ἂν αὐτοὶ οὗτοι· ὅπως μεντἂν οἱ τούτων ὑεῖς καὶ οἱ ἔπειτα οἵ τ᾽ ἄλλοι ἄνθρωποι οἱ ὕστερον.
Ἀλλὰ καὶ τοῦτο, ἦν δ᾽ ἐγώ, εὖ ἂν ἔχοι πρὸς τὸ μᾶλλον αὐτοὺς τῆς πόλεώς τε καὶ ἀλλήλων κήδεσθαι· σχεδὸν γάρ τι μανθάνω ὃ λέγεις.
Καὶ τοῦτο μὲν δὴ ἕξει ὅπῃ ἂν αὐτὸ ἡ φήμη ἀγάγῃ· ἡμεῖς δὲ τούτους τοὺς γηγενεῖς ὁπλίσαντες προάγωμεν ἡγουμένων τῶν ἀρχόντων. ἐλθόντες δὲ θεασάσθων τῆς πόλεως ὅπου κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι, ὅθεν τούς τε [415e] ἔνδον μάλιστ᾽ ἂν κατέχοιεν, εἴ τις μὴ ἐθέλοι τοῖς νόμοις πείθεσθαι, τούς τε ἔξωθεν ἀπαμύνοιεν, εἰ πολέμιος ὥσπερ λύκος ἐπὶ ποίμνην τις ἴοι· στρατοπεδευσάμενοι δέ, θύσαντες οἷς χρή, εὐνὰς ποιησάσθων. ἢ πῶς;
Οὕτως, ἔφη.
Οὐκοῦν τοιαύτας, οἵας χειμῶνός τε στέγειν καὶ θέρους ἱκανὰς εἶναι;
Πῶς γὰρ οὐχί; οἰκήσεις γάρ, ἔφη, δοκεῖς μοι λέγειν.
Ναί, ἦν δ᾽ ἐγώ, στρατιωτικάς γε, ἀλλ᾽ οὐ χρηματιστικάς.
[416a] Πῶς, ἔφη, αὖ τοῦτο λέγεις διαφέρειν ἐκείνου;
Ἐγώ σοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, πειράσομαι εἰπεῖν. δεινότατον γάρ που πάντων καὶ αἴσχιστον ποιμέσι τοιούτους γε καὶ οὕτω τρέφειν κύνας ἐπικούρους ποιμνίων, ὥστε ὑπὸ ἀκολασίας ἢ λιμοῦ ἤ τινος ἄλλου κακοῦ ἔθους αὐτοὺς τοὺς κύνας ἐπιχειρῆσαι τοῖς προβάτοις κακουργεῖν καὶ ἀντὶ κυνῶν λύκοις ὁμοιωθῆναι.
Δεινόν, ἦ δ᾽ ὅς· πῶς δ᾽ οὔ;

[414d] Το λέγω λοιπόν· αν και δεν γνωρίζω πού να βρω την τόλμη που χρειάζεται και ποιά λόγια να μεταχειριστώ· και θα προσπαθήσω να πείσω πρώτα πρώτα αυτούς τους ίδιους άρχοντες και τους στρατιώτες, έπειτα και όλους τους άλλους πολίτες, πως όλη εκείνη η ανατροφή και η εκπαίδευση, που τους δίναμε εμείς κι έπαιρναν εκείνοι, δεν ήταν τίποτ᾽ άλλο παρά όνειρα που έβλεπαν, ενώ στ᾽ αλήθεια ήτανε τότε κάτω από τη γη και εκεί, μέσα στους κόρφους της, επλάθονταν και τρέφονταν και αυτοί οι ίδιοι και τα [414e] όπλα τους και όλα τ᾽ άλλα σύνεργά τους εκεί μέσα κατασκευάζονταν, και αφού συμπληρώθηκε στην εντέλεια η επεξεργασία, τους έβγαλε η Γη, η μητέρα τους, στο φως και τώρα λοιπόν σα μητέρα τους και τροφό τους πρέπει να τη γνοιάζονται τη χώρα που κατοικούν, και να την υπερασπίζονται, αν κανείς εχθρός ερθεί να την πατήσει, και τους άλλους πολίτες να τους θεωρούν σαν αδερφούς που βγήκαν από την κοιλιά της ίδιας μάνας, της Γης.
Δεν είχες άδικο που εδίστασες πριν να μας πεις αυτό το παραμύθι.
[415a] Και πολύ φυσικά· μ᾽ άκουε λοιπόν τώρα και τη συνέχεια. Ναι μεν, είστε βέβαια όλοι μες στην πόλη αδελφοί —έτσι θα συνεχίσομε το παραμύθι— ο θεός όμως, όταν σας έπλαττε, όσοι από σας είναι ικανοί να κυβερνούν, ανακάτωσε χρυσάφι μέσα στα συστατικά τους, και γι᾽ αυτό είναι οι πιο πολύτιμοι απ᾽ όλους. Σ᾽ όσους πάλι κάνουν για επίκουροι, ασήμι· σίδερο τέλος και χαλκό, στους γεωργούς και τους άλλους τεχνίτες. Και μια που έχετε όλοι την ίδια καταγωγή, θα γεννάτε τις περισσότερες φορές παιδιά που να σας μοιάζουν, [415b] μπορεί όμως και κάποτε από τον χρυσαφένιο να γεννηθεί ασημένιο παιδί, κι απ᾽ αυτό πάλι χρυσαφένιο, το ίδιο και μ᾽ όλα τ᾽ άλλα μεταξύ τους. Στους άρχοντες λοιπόν το πρώτο και κυριότερο που παραγγέλλει ο θεός είναι τίποτ᾽ άλλο να μην εξετάζουν με περισσότερη φροντίδα και προσοχή, παρά ποιό απ᾽ αυτά τα μέταλλα βρίσκεται ανεκατωμένο μέσα στις ψυχές των παιδιών, και αν και δικό τους παιδί ακόμα βρεθεί να ᾽χει τίποτα κράμα από χαλκό ή σίδερο μέσα του, με κανένα [415c] τρόπο να μη το σπλαχνιστούν, αλλά να του δώσουν τη σειρά που του αξίζει από τη φυσική του κατασκευή και να το παραμερίσουν μες στους γεωργούς και τους τεχνίτες· κι αν απεναντίας βρεθεί κανείς απ᾽ αυτούς τους τελευταίους με κάπως περισσότερο χρυσάφι ή ασήμι μέσα του, θα τους ανεβάσουν κατά την αξία του τον καθένα στην τάξη των φυλάκων ή των επικούρων, επειδή υπάρχει χρησμός ότι τότε θα χαθεί η πόλη, όταν την κυβερνήσει ο χαλκός ή το σίδερο. Ξέρεις λοιπόν κανένα τρόπο να τους πείσομε πως είναι αληθινός αυτός ο μύθος;
[415d] Όχι, κανένα για να πείσομε αυτούς τους ίδιους· ίσως όμως τους γιους των και τους απογόνους και όλους τους επίλοιπους ανθρώπους που θά ᾽ρθουν κατόπι.
Μα κι αυτό θα ήταν οπωσδήποτε αρκετό, για να τους έκανε να ενδιαφέρονται περισσότερο για την πόλη τους και τους συμπολίτες των. Γιατί απάνω κάτω καταλαβαίνω τί θέλεις να πεις.

Πώς να ζουν οι άρχοντες
Μα αυτό βέβαια το επινόημά μας θα ᾽χει να τραβήξει το δρόμο του, όπου θα το φέρει η φήμη· εμείς όμως τώρα ας οπλίσομε αυτά τα παιδιά της Γης και με τους άρχοντές των επικεφαλής ας τα βάλομε να προχωρήσουν μπρος. Ας έρθουν να εξετάσουν ποιό μέρος στην πόλη είναι το καταλληλότερο για να στρατοπεδεύσουν, απ᾽ όπου και [415e] τους πολίτες μέσα θα μπορούν καλύτερα να συγκρατούν, αν κανείς ήθελε δείξει τη διάθεση να μην υπακούει στους νόμους, και κάθε απέξω προσβολή ν᾽ αποκρούουν, αν κανείς εχθρός έρχονταν σα λύκος να ριχτεί πάνω στο κοπάδι· κι αφού διαλέξουν τον τόπο του στρατοπέδου και θυσιάσουν σε κείνους που πρέπει, ας στήσουν τις σκηνές των. Δεν είναι έτσι;
Έτσι.
Και τέτοιες βέβαια, που να τους προφυλάγουν κι από το κρύο κι από τη ζέστη.
Πώς όχι; γιατί εννοείς, μου φαίνεται, πραγματικές κατοικίες.
Ναι· μα κατοικίες για στρατιώτες κι όχι έξαφνα για τραπεζίτες.
[416a] Και ποιά διαφορά λες να υπάρχει;
Θα προσπαθήσω να σου το εξηγήσω· δεν θα ήταν, υποθέτω, τίποτα χειρότερο πράγμα, ούτε καμιά μεγαλύτερη ντροπή για τους βοσκούς, παρά να έχουν και να τρέφουν τέτοιους σκύλους για να τους φυλάγουν τα κοπάδια τους, που είτε από φυσική τους αγριάδα, ή από πείνα, ή από καμιάν άλλη τέτοια κακή τους συνήθεια, αυτοί οι ίδιοι να βαλθούν να χαλούν τα πρόβατα κι αντίς σκύλοι να γίνουν σωστοί λύκοι.