221. Οι πλούσιοι και οι μοιρολογίστρες. [221.1] Ήταν κάποτε ένας πλούσιος που είχε δύο θυγατέρες. Δυστυχώς η μία από αυτές πέθανε, και έτσι ο πατέρας μίσθωσε μοιρολογίστρες για να την κλάψουν. Η άλλη κόρη, που λέτε, παραπονέθηκε τότε στη μάνα της: «Αλήθεια, τώρα, δεν είμαστε ελεεινές; Δικό μας είναι το πένθος, και παρ᾽ όλα αυτά εμείς δεν είμαστε σε θέση να θρηνήσουμε. Δες όμως τούτες εδώ, πώς κλαίνε και χτυπιούνται με την ψυχή τους, δίχως να έχουν την παραμικρή σχέση με την πεθαμένη!». Εντούτοις η μάνα της αποκρίθηκε: «Μη σε παραξενεύει, κορίτσι μου, που σήκωσαν οι λεγάμενες τέτοιους θρήνους. Βλέπεις, τις πληρώνουμε για να το κάνουν». Έτσι ενεργούν και μερικοί άνθρωποι: Τέτοια είναι η φιλοχρηματία τους, που δεν διστάζουν να βγάλουν κέρδος ακόμη και από τις συμφορές των άλλων. 222. Ο τσοπάνης και το σκυλί. [222.1] Κάποιος βοσκός είχε ένα πελώριο τσοπανόσκυλο και συνήθιζε να το ταΐζει με τα έμβρυα που απόρριχναν οι προβατίνες και με τα ετοιμοθάνατα αρνιά. Μια φορά, λοιπόν, μόλις μπήκε το κοπάδι μέσα στο μαντρί, ο άνθρωπός μας είδε τον σκύλο του να τρέχει κοντά στα πρόβατα και να τους κάνει χαρές, κουνώντας την ουρά του. Νά τί του έκραξε τότε: «Βρε κερατά, ξέρω τί εύχεσαι μέσα σου για τούτα εδώ τα καημένα — στο κεφάλι σου να πέσει το κακό!». Ο μύθος αυτός ταιριάζει για κανέναν κόλακα. 223. Ο βοσκός και η θάλασσα. [223.1] Ήταν ένας τσοπάνης που έβοσκε το κοπάδι του σε παραθαλάσσιο μέρος. Κάποια μέρα, λοιπόν, παρατήρησε τί γαλήνια και ήσυχη που ήταν η θάλασσα, και τον έπιασε λαχτάρα να ταξιδέψει με καράβι. Μια και δυο, που λέτε, πούλησε τα πρόβατά του και αγόρασε ένα απόθεμα χουρμάδες· μετά φόρτωσε το εμπόρευμά του σε πλοίο και άνοιξε πανιά. Έλα όμως που πάνω στην ώρα ξέσπασε σφοδρή καταιγίδα και το καράβι του αναποδογύρισε, με αποτέλεσμα ο άνθρωπός μας να τα χάσει όλα. Μόλις που κατάφερε ο ίδιος να κολυμπήσει μέχρι την ακτή. Λίγο αργότερα, φυσικά, γαλήνεψε πάλι ο καιρός. Τότε ο τσοπάνης πρόσεξε κάποιον στην ακρογιαλιά, ο οποίος θαύμαζε την ηρεμία της θάλασσας. Τον προειδοποίησε λοιπόν: «Πρόσεχέ την, βρε κακομοίρη, έχει βάλει στο μάτι τους χουρμάδες σου!». Έτσι και για τους μυαλωμένους ανθρώπους, τα παθήματα τους γίνονται μαθήματα. 224. Ο βοσκός και τα πρόβατα. [224.1] Μια φορά ένας βοσκός σαλάγησε τα πρόβατά του μέσα στον δρυμό. Εκεί πήρε το μάτι του μια πανύψηλη βελανιδιά, γεμάτη βελανίδια. Μια και δυο, λοιπόν, έστρωσε το πανωφόρι του από κάτω της, σκαρφάλωσε στο δέντρο και βάλθηκε να τινάζει και να ρίχνει χάμω τους καρπούς. Τα πρόβατα, που λέτε, πέσαν με τα μούτρα στο φαΐ· έλα όμως που μαζί με τα βελανίδια ροκάνισαν δίχως να το καταλάβουν και το πανωφόρι του αφέντη τους από κάτω. Ύστερα από λίγο, ο τσοπάνης κατέβηκε πάλι στο έδαφος και είδε τί είχε συμβεί. Έβαλε τότε τις φωνές: «Βρε αχαΐρευτα πλάσματα, εσείς χαρίζετε το μαλλί σας από εδώ και από εκεί για να φτιάχνει ο κόσμος τα ρούχα του. Εμένα, που σας θρέφω, βρήκατε απεναντίας να μου στερήσετε το πανωφόρι μου;». Έτσι συμβαίνει και με πολλούς ανθρώπους: Από καθαρή άγνοια κάνουν καλό σε άσχετο κόσμο, ενώ ταυτόχρονα προξενούν ζημιές στους ίδιους τους δικούς τους. 225. Ο βοσκός και τα λυκόπουλα. [225.1] Ήταν κάποτε ένας βοσκός που βρήκε κάτι μικρά λυκόπουλα. Τα περιμάζεψε, που λέτε, και βάλθηκε να τα ανατρέφει με περισσή φροντίδα. Θαρρούσε, βλέπετε, ότι άμα φτάσουν σε πλήρη ανάπτυξη όχι μόνο θα φυλάνε τα δικά του πρόβατα, αλλά θα αρπάζουν και τα αρνιά των άλλων για να του τα φέρνουν. Μόλις όμως τα κουτάβια τούτα μεγάλωσαν, ξέρετε τί έκαναν; Καθώς είχαν απόλυτη ελευθερία κινήσεων, κατασπάραξαν πρώτα-πρώτα το κοπάδι του σωτήρα τους. Τότε ο βοσκός ξέσπασε σε αναστεναγμούς και αυτοκατηγορούνταν: «Μωρέ καλά να πάθω. Τί μου ήρθε και τα γλίτωσα τότε που ήσαν μικρούτσικα; Αν υποθέσουμε ότι τα είχα βρει μεγάλα, δεν θα ήμουν αναγκασμένος να τα ξεπαστρέψω;». Έτσι είναι: Όποιος γλιτώνει από τον χαμό έναν αχρείο, ασυναίσθητα του δίνει δύναμη που εκείνος θα τη στρέψει πρώτα-πρώτα ενάντια στον ίδιο τον σωτήρα του.
|