Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (2.18.3-2.19.6)

[2.18.3] Ὡς δὲ ταῦτα ὅμως ἐκράτησε, χῶμα ἔγνω χωννύναι ἐκ τῆς ἠπείρου ὡς ἐπὶ τὴν πόλιν. ἔστι δὲ πορθμὸς τεναγώδης τὸ χωρίον καὶ τὰ μὲν πρὸς τῇ ἠπείρῳ τῆς θαλάσσης βραχέα καὶ πηλώδη αὐτοῦ, τὰ δὲ πρὸς αὐτῇ τῇ πόλει, ἵνα τὸ βαθύτατον τοῦ διάπλου, τριῶν μάλιστα ὀργυιῶν τὸ βάθος. ἀλλὰ λίθων τε πολλῶν ἀφθονία ἦν καὶ ὕλης, ἥντινα τοῖς λίθοις ἄνωθεν ἐπεφόρουν, χάρακές τε οὐ χαλεπῶς κατεπήγνυντο ἐν τῷ πηλῷ καὶ αὐτὸς ὁ πηλὸς ξύνδεσμος τοῖς λίθοις ἐς τὸ ἐπιμένειν ἐγίγνετο. [2.18.4] καὶ προθυμία τῶν τε Μακεδόνων ἐς τὸ ἔργον καὶ Ἀλεξάνδρου πολλὴ ἦν παρόντος τε καὶ αὐτοῦ ἕκαστα ἐξηγουμένου καὶ τὰ μὲν λόγῳ ἐπαίροντος, τὰ δὲ καὶ χρήμασι τούς τι ἐκπρεπέστερον κατ᾽ ἀρετὴν πονουμένους ἐπικουφίζοντος. ἀλλ᾽ ἔστε μὲν τὸ πρὸς τῇ ἠπείρῳ ἐχώννυτο, οὐ χαλεπῶς προὐχώρει τὸ ἔργον, ἐπὶ βάθος τε ὀλίγον χωννύμενον καὶ οὐδενὸς ἐξείργοντος. [2.18.5] ὡς δὲ τῷ τε βαθυτέρῳ ἤδη ἐπέλαζον καὶ ἅμα τῇ πόλει αὐτῇ ἐγγὺς ἐγίγνοντο, ἀπό τε τῶν τειχῶν ὑψηλῶν ὄντων βαλλόμενοι ἐκακοπάθουν, ἅτε καὶ ἐπ᾽ ἐργασίᾳ μᾶλλόν τι ἢ ὡς ἐς μάχην ἀκριβῶς ἐσταλμένοι, καὶ ταῖς τριήρεσιν ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ τοῦ χώματος ἐπιπλέοντες οἱ Τύριοι, ἅτε δὴ θαλασσοκρατοῦντες ἔτι, ἄπορον πολλαχῇ τὴν πρόσχωσιν τοῖς Μακεδόσιν ἐποίουν. [2.18.6] καὶ οἱ Μακεδόνες πύργους ἐπ᾽ ἄκρου τοῦ χώματος, ὅ τι περ προκεχωρήκει αὐτοῖς ἐπὶ πολὺ τῆς θαλάσσης, ἐπέστησαν δύο καὶ μηχανὰς ἐπὶ τοῖς πύργοις. προκαλύμματα δὲ δέρρεις καὶ διφθέραι αὐτοῖς ἦσαν, ὡς μήτε πυρφόροις βέλεσιν ἀπὸ τοῦ τείχους βάλλεσθαι, τοῖς τε ἐργαζομένοις προβολὴν ἐν τῷ αὐτῷ εἶναι πρὸς τὰ τοξεύματα· ἅμα τε ὅσοι προσπλέοντες τῶν Τυρίων ἔβλαπτον τοὺς χωννύντας, ἀπὸ τῶν πύργων βαλλόμενοι οὐ χαλεπῶς ἀνασταλήσεσθαι ἔμελλον.
[2.19.1] Οἱ δὲ Τύριοι πρὸς ταῦτα ἀντιμηχανῶνται τοιόνδε. ναῦν ἱππαγωγὸν κλημάτων τε ξηρῶν καὶ ἄλλης ὕλης εὐφλέκτου ἐμπλήσαντες δύο ἱστοὺς ἐπὶ τῇ πρώρᾳ καταπηγνύουσι καὶ ἐν κύκλῳ περιφράσσουσιν ἐς ὅσον μακρότατον, ὡς φορυτόν τε ταύτῃ καὶ δᾷδας ὅσας πλείστας δέξασθαι· πρὸς δὲ πίσσαν τε καὶ θεῖον καὶ ὅσα ἄλλα ἐς τὸ παρακαλέσαι μεγάλην φλόγα ἐπὶ ταύτῃ ἐπεφόρησαν. [2.19.2] παρέτειναν δὲ καὶ κεραίαν διπλῆν ἐπὶ τοῖς ἱστοῖς ἀμφοτέροις, καὶ ἀπὸ ταύτης ἐξήρτησαν ἐν λέβησιν ὅσα ἐπιχυθέντα ἢ ἐπιβληθέντα ἐπὶ μέγα τὴν φλόγα ἐξάψειν ἔμελλεν, ἕρματά τε ἐς τὴν πρύμναν ἐνέθεσαν, τοῦ ἐξᾶραι ἐς ὕψος τὴν πρῶραν πιεζομένης κατὰ πρύμναν τῆς νεώς. [2.19.3] ἔπειτα ἄνεμον τηρήσαντες ὡς ἐπὶ τὸ χῶμα ἐπιφέροντα ἐξάψαντες τριήρεσι τὴν ναῦν κατ᾽ οὐρὰν εἷλκον. ὡς δὲ ἐπέλαζον ἤδη τῷ τε χώματι καὶ τοῖς πύργοις, πῦρ ἐμβαλόντες ἐς τὴν ὕλην καὶ ὡς βιαιότατα ἅμα ταῖς τριήρεσιν ἐπανελκύσαντες τὴν ναῦν ἐνσείουσιν ἄκρῳ τῷ χώματι· αὐτοὶ δὲ οἱ ἐν τῇ νηῒ καιομένῃ ἤδη ἐξενήξαντο οὐ χαλεπῶς. [2.19.4] καὶ ἐν τούτῳ ἥ τε φλὸξ πολλὴ ἐνέπιπτε τοῖς πύργοις καὶ αἱ κεραῖαι περικλασθεῖσαι ἐξέχεαν ἐς τὸ πῦρ ὅσα ἐς ἔξαψιν τῆς φλογὸς παρεσκευασμένα ἦν. οἱ δ᾽ ἀπὸ τῶν τριήρων πλησίον τοῦ χώματος ἀνακωχεύοντες ἐτόξευον ἐς τοὺς πύργους, ὡς μὴ ἀσφαλὲς εἶναι πελάσαι ὅσοι σβεστήριόν τι τῇ φλογὶ ἐπέφερον. [2.19.5] καὶ ἐν τούτῳ κατεχομένων ἤδη ἐκ τοῦ πυρὸς τῶν πύργων ἐκδραμόντες ἐκ τῆς πόλεως πολλοὶ καὶ ἐς κελήτια ἐμβάντες ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ ἐποκείλαντες τοῦ χώματος τόν τε χάρακα οὐ χαλεπῶς διέσπασαν τὸν πρὸ αὐτοῦ προβεβλημένον καὶ τὰς μηχανὰς ξυμπάσας κατέφλεξαν, ὅσας μὴ τὸ ἀπὸ τῆς νεὼς πῦρ ἐπέσχεν. [2.19.6] Ἀλέξανδρος δὲ τό τε χῶμα ἀπὸ τῆς ἠπείρου ἀρξαμένους πλατύτερον χωννύναι, ὡς πλείονας δέξασθαι πύργους, καὶ τοὺς μηχανοποιοὺς μηχανὰς ἄλλας κατασκευάζειν ἐκέλευσεν. ὡς δὲ ταῦτα παρεσκευάζετο, αὐτὸς τούς τε ὑπασπιστὰς ἀναλαβὼν καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας ἐπὶ Σιδῶνος ἐστάλη, ὡς ἀθροίσων ἐκεῖ ὅσαι ἤδη ἦσαν αὐτῷ τριήρεις, ὅτι ἀπορώτερα τὰ τῆς πολιορκίας ἐφαίνετο θαλασσοκρατούντων τῶν Τυρίων.

[2.18.3] Επειδή όμως επικράτησαν οι απόψεις του, αποφάσισε ο Αλέξανδρος να κατασκευάσει έναν μώλο από τη στεριά ως την πόλη. Στη θέση αυτή σχηματίζεται ένας αβαθής πορθμός, του οποίου τα μέρη που πλησιάζουν προς την ξηρά είναι ρηχά και λασπώδη, ενώ τα μέρη που είναι κοντά στην ίδια την πόλη, όπου είναι και το βαθύτερο μέρος της θαλάσσιας διόδου, έχουν βάθος τριών περίπου οργυιών. Υπήρχαν όμως εδώ άφθονες πέτρες και πολλά ξύλα, που τα στοίβαζαν επάνω στις πέτρες· με ευκολία επίσης έμπηγαν πασσάλους στον πηλό, χρησιμοποιώντας συγχρόνως τον ίδιο τον πηλό για να συνδέει και να συγκρατεί τις πέτρες. [2.18.4] Για την κατασκευή του έργου και οι Μακεδόνες έδειξαν μεγάλη προθυμία και ο Αλέξανδρος, που παρευρισκόταν ο ίδιος εκεί και έδινε οδηγίες για όλα, άλλοτε παρακινώντας με λόγους και άλλοτε ανακουφίζοντας με χρηματικές παροχές όσους κοπίαζαν περισσότερο και διακρίνονταν για την εργατικότητά τους. Όσο η πρόσχωση γινόταν προς το μέρος της ξηράς, το έργο προχωρούσε με ευκολία, επειδή το βάθος ήταν μικρό και τίποτε δεν τους εμπόδιζε. [2.18.5] Όταν όμως άρχισαν να προχωρούν προς τα βαθύτερα μέρη της θάλασσας και να πλησιάζουν συνάμα προς την πόλη, επειδή τους χτυπούσαν από τα τείχη που ήταν ψηλά, άρχισαν να υποφέρουν, γιατί είχαν σταλεί μάλλον για δουλειά παρά για μάχη, και γιατί οι Τύριοι, που εξουσίαζαν τότε ακόμη τη θάλασσα, έπλεαν με τα πολεμικά πλοία τους πότε στο ένα μέρος του μόλου και πότε στο άλλο και ματαίωναν την πρόσχωση των Μακεδόνων σε πολλά σημεία. [2.18.6] Τότε οι Μακεδόνες κατασκεύασαν δύο πύργους στο άκρο του μόλου, που είχε τώρα προχωρήσει πολύ προς τη θάλασσα, και τοποθέτησαν μηχανές επάνω σε αυτούς. Χρησιμοποίησαν για προκαλύμματα προβιές και δέρματα για να μην τους ρίχνουν πυρακτωμένα βέλη από το τείχος και συνάμα για να προφυλάγονται οι εργαζόμενοι από τα τόξα· συγχρόνως όσοι Τύριοι επιχειρούσαν πλησιάζοντας με τα πλοία τους να βλάψουν αυτούς που κατασκεύαζαν τον μόλο, θα αποκρούονταν εύκολα με τα βλήματα που δέχονταν από τους πύργους.
[2.19.1] Για αντιπερισπασμό οι Τύριοι επινόησαν το εξής: γέμισαν με ξερά κλήματα και άλλα εύφλεκτα ξύλα ένα πλοίο μεταφοράς αλόγων, έμπηξαν στην πλώρη του δυο κατάρτια, το περίφραξαν κυκλικά σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση, ώστε να χωρέσουν εκεί όσο περισσότερα γίνεται φρύγανα και δαδιά· έριξαν ακόμη στην πλώρη πίσσα και θειάφι καθώς και όλα τα άλλα υλικά που μπορούσαν να προκαλέσουν δυνατή φλόγα. [2.19.2] Ύστερα τοποθέτησαν στο κάθε κατάρτι από μια διπλή κεραία και από αυτήν κρέμασαν σε καζάνια υλικά, που θα δυνάμωναν πολύ τη φλόγα, αν χύνονταν ή ρίχνονταν επάνω της· κατόπιν τοποθέτησαν στην πρύμνη του πλοίου σαβούρα, ώστε να σηκωθεί ψηλά η πλώρη του, αν το τραβούσαν από την πρύμνη. [2.19.3] Έπειτα περίμεναν, ώσπου να πετύχουν άνεμο που να φυσά προς τον μόλο, και, αφού συνέδεσαν το πυρπολικό με άλλα πολεμικά πλοία, το έσυραν από την πρύμνη. Μόλις πλησίασαν στον μόλο και στους πύργους, έβαλαν φωτιά στα εύφλεκτα υλικά και με τα πολεμικά πλοία τους τράβηξαν το πυρπολικό όσο πιο δυνατά μπορούσαν προς τα πάνω και το έριξαν στην άκρη του μόλου. Το πλήρωμα του πλοίου, που τώρα πια καιόταν, με ευκολία κολύμπησε προς την ξηρά. [2.19.4] Στο μεταξύ άρχισε να πέφτει πάνω στους πύργους η δυνατή φλόγα και οι κεραίες που έσπασαν τροφοδότησαν τη φωτιά με όσα είχαν προετοιμαστεί για το δυνάμωμα της φλόγας. Εξάλλου οι Τύριοι, που ήταν μέσα στα πολεμικά πλοία, σταμάτησαν κοντά στον μόλο και άρχισαν να ρίχνουν βέλη στους πύργους, ώστε να μην πλησιάζουν με ασφάλεια όσοι επιχειρούσαν να σβήσουν με κατάλληλα μέσα τη φωτιά. [2.19.5] Τη στιγμή ακριβώς αυτή που μαινόταν πια η φωτιά στους πύργους εξόρμησαν από την πόλη πολλοί, επιβιβάστηκαν σε γρήγορα πλοιάρια και, αράζοντας σε διάφορα σημεία του μόλου, κατέστρεψαν με ευκολία το οχύρωμα, που είχε τοποθετηθεί μπροστά στον μόλο, και κατέκαυσαν όλες τις μηχανές, που η φωτιά του πυρπολικού δεν είχε καταστρέψει. [2.19.6] Ο Αλέξανδρος όμως διέταξε τους άνδρες του να πλατύνουν τον μόλο αρχίζοντας από τη στεριά, ώστε να χωρέσει περισσότερους πύργους, και τους μηχανικούς του να κατασκευάσουν άλλες μηχανές. Και ενώ ετοιμάζονταν αυτά, πήρε μαζί του τους υπασπιστές και τους Αγριάνες και ξεκίνησε για τη Σιδώνα, για να συγκεντρώσει όσα πλοία του ήταν ήδη εκεί, επειδή η πολιορκία φαινόταν πιο δύσκολη όσο κυριαρχούσαν στη θάλασσα οι Τύριοι.