18. ΕΛΕΝΗΣ ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΟΣ Όταν ο γιος ο πιο στερνός του Ατρέως, ο ξανθομάλλης
Μενέλαος, με την όμορφη κι αγαπημένη Ελένη,
την κόρη του Τυνδάρεου, παντρεύτηκε στη Σπάρτη,
δώδεκ᾽ ανθοστεφάνωτα κι απάρθενα κοράσια,
οι πρώτες και καλύτερες στη χώρα αρχοντοπούλες,
5έστησαν όλες το χορό κι εχόρευαν αντάμα
απ᾽ έξω από την κάμαρα τη μυριοστολισμένη.
Κι έπλεκαν τα ποδάρια των και ρυθμικά εκροτούσαν
κι αντικροτούσε δυνατά κι η κάμαρα του γάμου·
κι όλες ετραγουδούσανε κι έλεγαν τέτοια λόγια:
(ΥΜΕΝΑΙΟΣ)
Τί τόσο βιάστηκες, γαμπρέ, στον ύπνο να το ρίξεις;
10δεν σου βαστάν τα γόνατα ή μη αγαπάς τον ύπνο;
ή μήπως ήπιες πιο πολύ πριν πέσεις στο κρεβάτι;
Αν ήθελες να κοιμηθείς, ας διάλεγες την ώρα
κι ας άφηνες την κορασιά με τ᾽ άλλα τα κοράσια
να παίζει ως τα χαράματα στης μάνας της το πλάγι,
15αφού δική σου θα ᾽ναι αυτή και σήμερα και πάντα.
Καλότυχε γαμπρέ, οιωνός καλός θα ᾽χε πετάξει
όταν στη Σπάρτη ερχόσουνα που ήταν κι οι άλλοι αρχόντοι.
Μονάχα εσύ, Μενέλαε, από τους ημιθέους
εσύ θενά ᾽χεις πεθερό το Δία, το γιο του Κρόνου.
Μαζί σου τώρα επλάγιασε του Δία η θυγατέρα,
20που σαν αυτήν άλλη καμιά στην Αχαΐα δεν είναι·
κι όμορφη θα ᾽ναι η γέννα της, αν το παιδί τής μοιάζει.
Εμείς οι συνομήλικες που κατά τον Ευρώτα
σαν άντρες θενα τρέξομε, διακόσες τόσες κόρες,
μόλις η Ελένη η όμορφη προβάλει ανάμεσά μας
25καμιά από μας δε δείχνεται, καμιά δίχως ψεγάδι.
Αυγή, δείχνοντας όμορφη τη διάφανή της όψη,
σελήνη, ωραία βασίλισσα στη σκοτεινιά της νύχτας,
άνοιξη ανθοπερίχυτη κι ύστερ᾽ απ᾽ το χειμώνα,
τέτοια η χρυσή η Ελένη μας ανάμεσά μας λάμπει.
Κι όπως στολίδ᾽ είναι της γης το αθέριστο χωράφι,
30στολίδι του περιβολιού τ᾽ ολόρθο κυπαρίσσι,
στολίδι στο άρμα η όμορφη θεσσαλική φοράδα,
έτσι στη Λακεδαίμονα στολίδι είν᾽ η Ελένη.
|