Ραψωδία ζ Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας
Βαθιά κοιμότανε εκεί εκείνος, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
στον ύπνο και στον κάματο δοσμένος.
Ωστόσο η Αθηνά τον δρόμο πήρε για τους Φαίακες,
να πάει στη χώρα και στην πόλη τους.
Που άλλοτε κατοικούσαν στην ευρύχωρη Υπερεία,
κοντά στους αλαζόνες Κύκλωπες.
Όμως αυτοί, ασυναγώνιστοι όπως ήταν στη βία και στη δύναμη,
συχνά τους έβλαπταν.
Ώσπου ο ωραίος σαν θεός Ναυσίθοος
τους ξεσηκώνει, και τους πήγε να μείνουν στη Σχερία,
από τους σιτοφάγους γείτονες μακριά.
Εκεί, γύρω στην πόλη τείχος ύψωσε,
έχτισε κατοικίες, για τους θεούς ανάστησε ναούς,
10μοίρασε και τη γη.
Στο μεταξύ πάει καιρός που είχε στον κάτω κόσμο κατεβεί,
από τη μοίρα του θανάτου χτυπημένος.
Τώρα κρατούσε την αρχή ο Αλκίνοος,
νους προικισμένος με τη γνώση των θεών.
Για το δικό του το παλάτι πήρε τον δρόμο η Αθηνά,
τα μάτια λάμποντας, και με τη σκέψη της στραμμένη
στον γυρισμό του μεγαλόψυχου Οδυσσέα.
Φτάνει πηγαίνοντας στον στολισμένο θάλαμο,
όπου κοιμότανε μια κόρη, σαν τις αθάνατες στην όψη και στο ανάστημα:
η Ναυσικά, του μεγαλόκαρδου Αλκινόου η θυγατέρα.
Κοντά της, πλάι στον κάθε παραστάτη, ησύχαζαν ακόλουθες,
κοπέλες δύο σαν τις Χάριτες ωραίες.
Και τα κλειστά θυρόφυλλα να λάμπουν.
Σαν την πνοή του ανέμου η θεά περνώντας,
20ρίγησε το κλινοσκέπασμα της κόρης.
Στάθηκε πάνω απ᾽ το κεφάλι της κι όπως ξεκίνησε να της μιλήσει,
την όψη πήρε της θυγατέρας κάποιου Δύμαντα,
θαλασσινού με φήμη — της ήταν συνομήλικη, φίλη επιστήθια κι αγαπημένη.
Με το δικό της πρόσωπο, τα μάτια λάμποντας, της είπε η Αθηνά:
«Ω Ναυσικά, γιατί τόσο νωθρή να σε γεννήσει η μάνα σου;
Αφρόντιστα σου μένουν τα λαμπρά σου ρούχα,
κι όμως ο γάμος πια σου γνέφει·
πρέπει κι εσύ τα ωραία σου να τα φορέσεις,
να τα χαρίσεις όμως και στους άλλους που θα σε πάνε στου γαμπρού.
Έτσι στοχάζομαι πως ανεβαίνει ένδοξη η φήμη στους ανθρώπους,
30και καμαρώνουν ο πατέρας σου κι η σεβαστή σου μάνα.
Εμπρός λοιπόν, μόλις χαράξει,
ας πάμε να τα πλύνουμε μαζί. Σκοπεύω να σ᾽ ακολουθήσω,
να ετοιμαστείς το γρηγορότερο, θα σου παρασταθώ κι εγώ,
αφού δεν θα ᾽σαι για καιρό παρθένα.
Κιόλας σε ορέγονται πολλοί για νύφη,
οι ευγενέστεροι άντρες σ᾽ όλο τον δήμο των Φαιάκων,
απ᾽ όπου έχει αναβλαστήσει κι η δική σου φύτρα.
Γι᾽ αυτό σου λέω, παρότρυνε τον ξακουστό πατέρα σου,
πριν καλοξημερώσει, να σου ετοιμάσει άμαξα και μούλες,
για να φορτώσουν τους ζωστούς χιτώνες,
πέπλους λυτούς κι ενδύματα χρωματιστά που λάμπουν.
Καλύτερα κι εσύ στην άμαξα ν᾽ ανέβεις, μην πας πεζοπορώντας,
40οι γούρνες βρίσκονται τόσο μακριά απ᾽ την πόλη.»
Είπε τον λόγο της, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά,
και για τον Όλυμπο κινούσε, όπου, καθώς διηγούνται,
τη μόνιμή τους έδρα έχουν οι θεοί ασφαλισμένη·
δεν τη χτυπούν ανέμοι, δεν τη λασπώνουν οι νεροποντές,
χιόνι δεν τη βαραίνει·
μόνο αιθρία απλώνεται παντού, λάμψη λευκή την περιβάλλει.
Εκεί μακαρισμένοι χαίρονται οι θεοί την αιωνία ζωή·
εκεί κατέφυγε, τα μάτια λάμποντας, κι η Αθηνά
που φανερώθηκε στην κόρη.
Και πρόβαλε στην ώρα της καλλίθρονη η Αυγή
τη Ναυσικά ξυπνώντας, που τη στόλιζαν εξαίσιοι πέπλοι.
Από το θαυμαστό της όνειρο συνεπαρμένη,
έτρεξε από κάμαρη σε κάμαρη,
50το μήνυμα να φέρει στους γονείς, στον κύρη και στη μάνα της.
Τους βρήκε μέσα· ήταν εκείνη στην εστία καθισμένη με τις ακόλουθές της,
κλώθοντας νήματα βαμμένα στην πορφύρα της θαλάσσης·
εκείνον τον απάντησε στην πόρτα,
έτοιμο να προσέλθει στη βουλή με τους βασιλικούς συμβούλους,
όπου και τον καλούσαν φημισμένοι οι Φαίακες.
Πήγε και στάθηκε πολύ κοντά του, και τον πατέρα της προσφώνησε:
«Ω κύρη μου ακριβέ, δεν θ᾽ αρνηθείς στην κόρη σου ένα αμάξι,
ψηλό όσο πρέπει και καλλίτροχο,
ρούχα πολύτιμα στον ποταμό να φέρει, να τα πλύνω,
που βρίσκονται στο σπίτι λερωμένα.
60Πρώτος εσύ μέσα στους πρώτους της βουλής που αποφασίζει,
το σώμα σου δεν πρέπει να ντύνεις με ρούχα καθαρά;
Έχεις και πέντε γιους. Οι δυο τους είναι κιόλας παντρεμένοι,
οι τρεις ακόμη παλληκάρια θαλερά κι ανύπαντρα.
Όλοι τους θέλουν, στο χοροστάσι όταν πηγαίνουν,
φρεσκοπλυμένα ρούχα να φορούν.
Κι είναι δικό μου χρέος όλα να τα σκέφτομαι.»
Έτσι του μίλησε, σεμνά, διστάζοντας να ομολογήσει
στον πατέρα της για τον δικό της γάμο, που τη συγκινούσε.
Εκείνος όμως πιάνοντας καλά το νόημα, της αποκρίθηκε αναλόγως:
«Όχι, παιδί μου, μήτε οι μούλες θα σου λείψουν
μήτε και τ᾽ άλλα, τ᾽ απαραίτητα.
Πήγαινε όπου λες. Το αμάξι σου οι δούλοι θα ετοιμάσουν,
70ψηλό όσο πρέπει και καλλίτροχο, με την καρότσα του γερά δεμένη.»
|