Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΓΓΟΣ

Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (4.26.1-4.29.5)

[4.26.1] Ὁ δὲ Διονυσοφάνης κατεῖχε πάντας, κοινωνοὺς μετὰ τὴν εὐφροσύνην καὶ τῆς ἑορτῆς ἐσομένους. Παρεσκεύαστο δὲ πολὺς μὲν οἶνος, πολλὰ δὲ ἄλευρα, ὄρνιθες ἕλειοι, χοῖροι γαλαθηνοί, μελιτώματα ποικίλα· καὶ ἱερεῖα δὲ πολλὰ τοῖς ἐπιχωρίοις θεοῖς ἐθύετο. [4.26.2] Ἐνταῦθα ὁ Δάφνις συναθροίσας πάντα τὰ ποιμενικὰ κτήματα διένειμεν ἀναθήματα τοῖς θεοῖς. Τῷ Διονύσῳ μὲν ἀνέθηκε τὴν πήραν καὶ τὸ δέρμα, τῷ Πανὶ τὴν σύριγγα καὶ τὸν πλάγιον αὐλόν, τὴν καλαύροπα ταῖς Νύμφαις καὶ τοὺς γαυλοὺς οὓς αὐτὸς ἐτεκτήνατο. [4.26.3] Οὕτως δὲ ἄρα τὸ σύνηθες ξενιζούσης εὐδαιμονίας τερπνότερόν ἐστιν, ὥστε ἐδάκρυεν ἐφ᾽ ἑκάστῳ τούτων ἀπαλλαττόμενος· καὶ οὔτε τοὺς γαυλοὺς ἀνέθηκε πρὶν ἀμέλξαι, οὔτε τὸ δέρμα πρὶν ἐνδύσασθαι, οὔτε τὴν σύριγγα πρὶν συρίσαι· [4.26.4] ἀλλὰ καὶ ἐφίλησεν αὐτὰ πάντα καὶ τὰς αἶγας προσεῖπε καὶ τοὺς τράγους ἐκάλεσεν ὀνομαστί. Τῆς μὲν [γὰρ] πηγῆς καὶ ἔπιεν, ὅτι πολλάκις καὶ μετὰ Χλόης. Οὔπω δὲ ὡμολόγει τὸν ἔρωτα καιρὸν παραφυλάττων.
[4.27.1] Ἐν ᾧ δὲ Δάφνις ἐν θυσίαις ἦν, τάδε γίνεται περὶ τὴν Χλόην. Ἐκάθητο κλάουσα, τὰ πρόβατα νέμουσα, λέγουσα, οἷα εἰκὸς ἦν· «Ἐξελάθετό μου Δάφνις. Ὀνειροπολεῖ γάμους πλουσίους. [4.27.2] Τί γὰρ αὐτὸν ὀμνύειν ἀντὶ τῶν Νυμφῶν τὰς αἶγας ἐκέλευον; Κατέλιπε ταύτας ὡς καὶ Χλόην. Οὐδὲ θύων ταῖς Νύμφαις καὶ τῷ Πανὶ ἐπεθύμησεν ἰδεῖν Χλόην. Εὗρεν ἴσως παρὰ τῇ μητρὶ θεραπαίνας ἐμοῦ κρείττονας. Χαιρέτω· ἐγὼ δὲ οὐ ζήσομαι.»
[4.28.1] Τοιαῦτα λέγουσαν, ταῦτα ἐννοοῦσαν ὁ Λάμπις ὁ βουκόλος μετὰ χειρὸς γεωργικῆς ἐπιστὰς ἥρπασεν αὐτήν, ὡς οὔτε Δάφνιδος ἔτι γαμήσοντος καὶ Δρύαντος ἐκεῖνον ἀγαπήσοντος. Ἡ μὲν οὖν ἐκομίζετο βοῶσα ἐλεεινόν, τῶν δέ τις ἰδόντων ἐμήνυσε τῇ Νάπῃ κἀκείνη τῷ Δρύαντι καὶ ὁ Δρύας τῷ Δάφνιδι. [4.28.2] Ὁ δὲ ἔξω τῶν φρενῶν γενόμενος οὔτε εἰπεῖν πρὸς τὸν πατέρα ἐτόλμα καὶ καρτερεῖν μὴ δυνάμενος εἰς τὸν περίκηπον εἰσελθὼν ὠδύρετο «ὢ πικρᾶς ἀνευρέσεως» λέγων· [4.28.3] «πόσον ἦν μοι κρεῖττον νέμειν; πόσον ἤμην μακαριώτερος, δοῦλος ὤν. Τότε ἔβλεπον Χλόην, τότε ‹...› νῦν δὲ τὴν μὲν Λάμπις ἁρπάσας οἴχεται, νυκτὸς δὲ γενομένης ‹συγ›κοιμήσεται. Ἐγὼ δὲ πίνω καὶ τρυφῶ καὶ μάτην τὸν Πᾶνα καὶ τὰς αἶγας καὶ τὰς Νύμφας ὤμοσα.»
[4.29.1] Ταῦτα τοῦ Δάφνιδος λέγοντος ἤκουσεν ὁ Γνάθων ἐν τῷ παραδείσῳ λανθάνων· καὶ καιρὸν ἥκειν διαλλαγῶν πρὸς αὐτὸν νομίζων τινὰς τῶν τοῦ Ἀστύλου νεανίσκων προσλαβὼν μεταδιώκει τὸν Δρύαντα. [4.29.2] Καὶ ἡγεῖσθαι κελεύσας ἐπὶ τὴν τοῦ Λάμπιδος ἔπαυλιν συνέτεινε δρόμον· καὶ καταλαβὼν ἄρτι εἰσάγοντα τὴν Χλόην, ἐκείνην τε ἀφαιρεῖται καὶ ἀνθρώπους γεωργοὺς συνηλόησε πληγαῖς. [4.29.3] Ἐσπούδαζε δὲ καὶ τὸν Λάμπιν δήσας ἄγειν ὡς αἰχμάλωτον ἐκ πολέμου τινός, εἰ μὴ φθάσας ἀπέδρα. [4.29.4] Καὶ τὸν μὲν Διονυσοφάνην εὑρίσκει καθεύδοντα, τὸν δὲ Δάφνιν ἀγρυπνοῦντα καὶ ἔτι ἐν τῷ περικήπῳ δακρύοντα. Προσάγει δὴ τὴν Χλόην αὐτῷ καὶ διδοὺς διηγεῖται πάντα· καὶ δεῖται μηδὲν ἔτι μνησικακοῦντα δοῦλον ἔχειν οὐκ ἄχρηστον, μηδὲ ἀφελέσθαι τραπέζης, μεθ᾽ ἣν τεθνήξεται λιμῷ. [4.29.5] Ὁ δὲ ἰδὼν Χλόην καὶ ἔχων ἐν ταῖς χερσὶ Χλόην τῷ μὲν ὡς εὐεργέτῃ διηλλάττετο, τῇ δὲ ὑπὲρ τῆς ἀμελείας ἀπελογεῖτο.

[4.26.1] Ο Διονυσοφάνης τούς κράτησε όλους να τον συντροφέψουν στο γλέντι, καθώς τον είχαν συντροφέψει στη χαρά του. Ήταν έτοιμο άφθονο κρασί, πολλά ζυμαρικά, πουλιά του βάλτου, γουρουνόπουλα του γάλακτος, διάφορα γλυκά. Θυσιάστηκαν κάμποσα ζώα στους ντόπιους θεούς, [4.26.2] κι ο Δάφνης τούς μοίρασε, αφιερώματα, όλα τα σύνεργα που είχε σα βοσκός και που ᾽χε συγκεντρώσει στο αναμεταξύ: στο Διόνυσο το ταγάρι και την προβιά του, στον Πάνα τη φλογέρα και το σουραύλι, στις Νύμφες τη γκλίτσα και τις καρδάρες που ο ίδιος είχε φτιάξει. [4.26.3] Και τόσο πιο αγαπητές είν᾽ οι παλιές συνήθειες από μια πρωτόγνωρη καλοτυχία, ώστε δάκρυζε την ώρα που αποχωριζόταν το καθένα απ᾽ αυτά. Θέλησε ν᾽ αρμέξει στις καρδάρες, να παίξει στη φλογέρα πριν τις αφιερώσει. [4.26.4] Τα φίλησε όλα τούτα, φώναξε τις γίδες και τους τράγους με τα ονόματά τους. Ήπιε και νερό απ᾽ την πηγή, όπως τόσες φορές άλλοτε με τη Χλόη· για τον έρωτά του ωστόσο δεν έκανε ακόμα λόγο, περιμένοντας κατάλληλη ευκαιρία.
[4.27.1] Ενόσω ο Δάφνης έκανε τις θυσίες, η Χλόη είχε άλλες περιπέτειες. Καθόταν κι έκλαιγε, βόσκοντας τα πρόβατα, κι όπως ήταν φυσικό παραπονιόταν: «Με ξέχασε ο Δάφνης, ονειρεύεται πλούσιο γάμο. [4.27.2] Τί τον έβαλα να μου ορκιστεί στις γίδες αντί στις Νύμφες; Τις παράτησε κι εκείνες όπως τη Χλόη. Ούτε κι όταν έκανε θυσίες στις Νύμφες και στον Πάνα αποζήτησε να δει τη Χλόη. Ίσως να βρήκε κοντά στη μάνα του δούλες πιο όμορφες από μένα. Εγώ δεν τη θέλω πια τη ζωή».
[4.28.1] Ενώ έλεγε και συλλογιόταν παρόμοια, παρουσιάστηκε ο Λάμπης ο γελαδάρης με μερικούς ζευγάδες και την άρπαξε, βέβαιος ότι δεν υπήρχε πια περίπτωση να την παντρευτεί ο Δάφνης κι ότι ευχαρίστως θα του την έδινε ο Δρύας αυτουνού. Καθώς εκείνη φώναζε αξιολύπητα την ώρα που την έπαιρναν, κάποιος που είδε την απαγωγή ειδοποίησε τη Νάπη κι εκείνη τον Δρύα και τούτος τον Δάφνη, [4.28.2] που έγινε έξω φρενών αλλά μήτε να το πει στον πατέρα του τολμούσε μήτε να το πάρει απόφαση μπορούσε. Βγήκε λοιπόν γύρω στον κήπο θρηνώντας: «Μαύρη η ώρα που με βρήκαν!» έλεγε. [4.28.3] «Πόσο καλύτερα ήμουν όταν έβοσκα, πόσο πιο ευτυχισμένος όταν ήμουν δούλος! Τότε έβλεπα τη Χλόη, ενώ τώρα την άρπαξε ο Λάμπης κι έφυγε, κι όταν βραδιάσει θα κοιμηθεί μαζί της. Κι εγώ πίνω και γλεντάω, μ᾽ όλους τους όρκους που έδωσα στον Πάνα και στις γίδες και στις Νύμφες».
[4.29.1] Αυτά τα λόγια του Δάφνη τ᾽ άκουσε ο Γνάθων, κρυμμένος στον κήπο, κι είδε πως του δινόταν ευκαιρία να συμφιλιωθεί μαζί του· πήρε λοιπόν μερικούς νεαρούς υπηρέτες του Αστύλου κι έτρεξε να βρει τον Δρύα. [4.29.2] Ζήτησε από τούτον να τους οδηγήσει στο σπίτι του Λάμπη, πήγε εκεί τρεχάτος, και, πετυχαίνοντάς τον την ώρα ακριβώς που είχε μόλις φέρει τη Χλόη μέσα, του την πήρε από τα χέρια και τσάκισε τους ζευγάδες στο ξύλο. [4.29.3] Σκόπευε να φέρει πίσω τον Λάμπη δεμένο, σα να ᾽ταν αιχμάλωτος από κανένα πόλεμο, αλλά εκείνος πρόλαβε να το σκάσει. [4.29.4] Ύστερα απ᾽ αυτό το σπουδαίο κατόρθωμα γυρίζει πίσω με το σούρουπο και βρίσκει τον Διονυσοφάνη να κοιμάται και τον Δάφνη να ξαγρυπνάει ακόμα κλαίγοντας έξω απ᾽ τον κήπο. Του φέρνει λοιπόν τη Χλόη, του την παραδίνει και του τα διηγιέται όλα, τελειώνοντας με την παράκληση να μην του βαστήξει πια κακία μήτε να τον διώξει από το τραπέζι του, γιατί θα πεθάνει της πείνας, παρά να τον κρατήσει σα χρήσιμο δούλο του. [4.29.5] Ο Δάφνης, αντικρίζοντας τη Χλόη κι έχοντάς τη στην αγκαλιά του, είδε το Γνάθωνα σαν ευεργέτη και συμφιλιώθηκε μαζί του· συνάμα δικαιολογήθηκε στη Χλόη που την είχε παραμελήσει.