Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ὄρνιθες (1667-1705)


ΗΡ. ἐμοὶ δ᾽ ἄρ᾽ οὐδὲν τῶν πατρῴων χρημάτων
μέτεστιν; ΠΙ. οὐ μέντοι μὰ Δία. λέξον δέ μοι,
ἤδη σ᾽ ὁ πατὴρ εἰσήγαγ᾽ εἰς τοὺς φράτερας;
1670ΗΡ. οὐ δῆτ᾽ ἐμέ γε. καὶ δῆτ᾽ ἐθαύμαζον πάλαι.
ΠΙ. τί δῆτ᾽ ἄνω κέχηνας αἴκειαν βλέπων;
ἀλλ᾽ ἢν μεθ᾽ ἡμῶν ᾖς, καταστήσας σ᾽ ἐγὼ
τύραννον ὀρνίθων παρέξω σοι γάλα.
ΗΡ. δίκαι᾽ ἔμοιγε καὶ πάλαι δοκεῖς λέγειν
1675περὶ τῆς κόρης, κἄγωγε παραδίδωμί σοι.
ΠΙ. τί δαὶ σὺ φῄς; ΠΟ. τἀναντία ψηφίζομαι.
ΠΙ. ἐν τῷ Τριβαλλῷ πᾶν τὸ πρᾶγμα. τί σὺ λέγεις;
ΤΡ. καλαν κοραναυ καὶ μεγαλα βασιλιναυ
ὀρνιτο παραδίδωμι. ΗΡ. παραδοῦναι λέγει.
1680ΠΟ. μὰ τὸν Δί᾽ οὐχ οὗτός γε· παραδοῦναι λέγει,
εἰ μὴ βαδίζει γ᾽ ὥσπερ αἱ χελιδόνες.
ΠΙ. οὐκοῦν παραδοῦναι ταῖς χελιδόσιν λέγει.
ΠΟ. σφώ νυν διαλλάττεσθε καὶ ξυμβαίνετε·
ἐγὼ δ᾽, ἐπειδὴ σφῷν δοκεῖ, σιγήσομαι.
1685ΗΡ. ἡμῖν ἃ λέγεις σὺ πάντα συγχωρεῖν δοκεῖ.
ἀλλ᾽ ἴθι μεθ᾽ ἡμῶν αὐτὸς εἰς τὸν οὐρανόν,
ἵνα τὴν Βασιλείαν καὶ τὰ πάντ᾽ ἐκεῖ λάβῃς.
ΠΙ. εἰς καιρὸν ἆρα κατεκόπησαν οὑτοιὶ
εἰς τοὺς γάμους. ΗΡ. βούλεσθε δῆτ᾽ ἐγὼ τέως
1690ὀπτῶ τὰ κρέα ταυτὶ μένων; ὑμεῖς δ᾽ ἴτε.
ΠΟ. ὀπτᾷς τὰ κρέα; πολλήν γε τενθείαν λέγεις.
οὐκ εἶ μεθ᾽ ἡμῶν; ΗΡ. εὖ γε μέντἂν διετέθην.
ΠΙ. ἀλλὰ γαμικὴν χλανίδα δότω τις δεῦρό μοι.

ΧΟ. ἔστι δ᾽ ἐν Φαναῖσι πρὸς τῇ [ἀντ.]
1695Κλεψύδρᾳ πανοῦργον ἐγ-
γλωττογαστόρων γένος,
οἳ θερίζουσίν τε καὶ σπεί-
ρουσι καὶ τρυγῶσι ταῖς γλώτ-
ταισι συκάζουσί τε·
1700βάρβαροι δ᾽ εἰσὶν γένους,
Γοργίαι τε καὶ Φίλιπποι.
κἀπὸ τῶν ἐγγλωττογαστό-
ρων ἐκείνων τῶν Φιλίππων
πανταχοῦ τῆς Ἀττικῆς ἡ
1705γλῶττα χωρὶς τέμνεται.


ΗΡΑ. Ώστε απ᾽ την πατρική περιουσία
τίποτα δε μου ανήκει; ΠΙΣ. Μά το Δία,
τίποτα. Δε μου λες; Σ᾽ έχει γραμμένο
στο μητρώο ο πατέρας σου; ΗΡΑ. Δε μ᾽ έχει·
1670κι έλεγα πάντα μέσα μου: γιατί;
Παίρνει απειλητική στάση και κοιτάζει ψηλά.
ΠΙΣ. Τί χάσκεις και ψηλά κοιτάς κι αγριεύεις;
Έλα μαζί μου, να σε κάμω αφέντη,
να σε ταΐζω του πουλιού το γάλα.
ΗΡΑ. Δίκιο έχεις που γυρεύεις την κοπέλα·
απ᾽ την αρχή εγώ το ᾽πα· σου τη δίνω.
ΠΙΣ., στον Ποσειδώνα.
Εσύ τί λες; ΠΟΣ. Το αντίθετο ψηφίζω.
ΠΙΣ. Τη λύση ο Τριβαλλός θα δώσει. Λέγε.
ΤΡΙ. Όμορφο τσούπρα ρήγισσα μεγάλο
πουλιά να δώνει. ΗΡΑ. Λέει ότι τη δίνει.
1680ΠΟΣ. Καθόλου· λέει πως ρίγη θα την πιάσουν,
εξόν αν περπατά σα χελιδόνι.
ΠΙΣ. Λοιπόν τη δίνει, λέει, στα χελιδόνια.
ΠΟΣ. Ε τότε, κλείστε ειρήνη εσείς οι δύο·
αφού έτσι σας αρέσει, εγώ σωπαίνω.
ΗΡΑ., στον Πισθέταιρο.
Όσα μας είπες τα δεχόμαστε όλα.
Έλα ψηλά στον ουρανό μαζί μας,
τη Βασιλεία να πάρεις κι όλα τ᾽ άλλα.
ΠΙΣ., δείχνοντας τα πουλιά που είχε για μαγείρεμα.
Σα να το ξέραμε ότι θα γινόταν
γάμος· ορίστε, είν᾽ έτοιμα, σφαγμένα.
ΗΡΑ. Θέλετ᾽ εσείς να σύρετε, κι ωστόσο
1690να μείνω εγώ, τα κρέατα για να ψήσω;
ΠΟΣ. Α βρε λιχούδη· εσύ το κρέας θα ψήσεις;
Έλα μαζί μας. ΗΡΑ. Τί καλά που θα ᾽ταν!
ΠΙΣ., στους δούλους.
Δώστε μου αμέσως μια στολή του γάμου.
Φεύγουν όλοι αφήνοντας μόνο το Χορό.

ΧΟΡ. Μες στις Φανές, εκεί κοντά
που ᾽ναι η Κλεψύδρα, βρίσκεται
μια ράτσα κατεργάρικη,
γλωσσοκοπανοφάηδες·
αυτοί όλοι με τις γλώσσες τους
σπέρνουνε και θερίζουνε,
τρυγούνε και συκολογούν·
1700είναι μια ράτσα ξενικιά,
κάτι Γοργίες και Φίλιπποι.
Κι απ᾽ τους Φιλίππους, τους παλιούς
γλωσσοκοπανοφάηδες,
βγήκε η συνήθεια εδώ, παντού
στην Αττική, να κόβουνε
χώρια τη γλώσσα των σφαχτών.