ΗΡΑ. Ώστε απ᾽ την πατρική περιουσία
τίποτα δε μου ανήκει; ΠΙΣ. Μά το Δία,
τίποτα. Δε μου λες; Σ᾽ έχει γραμμένο
στο μητρώο ο πατέρας σου; ΗΡΑ. Δε μ᾽ έχει·
1670κι έλεγα πάντα μέσα μου: γιατί;
Παίρνει απειλητική στάση και κοιτάζει ψηλά.
ΠΙΣ. Τί χάσκεις και ψηλά κοιτάς κι αγριεύεις;
Έλα μαζί μου, να σε κάμω αφέντη,
να σε ταΐζω του πουλιού το γάλα.
ΗΡΑ. Δίκιο έχεις που γυρεύεις την κοπέλα·
απ᾽ την αρχή εγώ το ᾽πα· σου τη δίνω.
ΠΙΣ., στον Ποσειδώνα.
Εσύ τί λες; ΠΟΣ. Το αντίθετο ψηφίζω.
ΠΙΣ. Τη λύση ο Τριβαλλός θα δώσει. Λέγε.
ΤΡΙ. Όμορφο τσούπρα ρήγισσα μεγάλο
πουλιά να δώνει. ΗΡΑ. Λέει ότι τη δίνει.
1680ΠΟΣ. Καθόλου· λέει πως ρίγη θα την πιάσουν,
εξόν αν περπατά σα χελιδόνι.
ΠΙΣ. Λοιπόν τη δίνει, λέει, στα χελιδόνια.
ΠΟΣ. Ε τότε, κλείστε ειρήνη εσείς οι δύο·
αφού έτσι σας αρέσει, εγώ σωπαίνω.
ΗΡΑ., στον Πισθέταιρο.
Όσα μας είπες τα δεχόμαστε όλα.
Έλα ψηλά στον ουρανό μαζί μας,
τη Βασιλεία να πάρεις κι όλα τ᾽ άλλα.
ΠΙΣ., δείχνοντας τα πουλιά που είχε για μαγείρεμα.
Σα να το ξέραμε ότι θα γινόταν
γάμος· ορίστε, είν᾽ έτοιμα, σφαγμένα.
ΗΡΑ. Θέλετ᾽ εσείς να σύρετε, κι ωστόσο
1690να μείνω εγώ, τα κρέατα για να ψήσω;
ΠΟΣ. Α βρε λιχούδη· εσύ το κρέας θα ψήσεις;
Έλα μαζί μας. ΗΡΑ. Τί καλά που θα ᾽ταν!
ΠΙΣ., στους δούλους.
Δώστε μου αμέσως μια στολή του γάμου.
Φεύγουν όλοι αφήνοντας μόνο το Χορό.
ΧΟΡ. Μες στις Φανές, εκεί κοντά
που ᾽ναι η Κλεψύδρα, βρίσκεται
μια ράτσα κατεργάρικη,
γλωσσοκοπανοφάηδες·
αυτοί όλοι με τις γλώσσες τους
σπέρνουνε και θερίζουνε,
τρυγούνε και συκολογούν·
1700είναι μια ράτσα ξενικιά,
κάτι Γοργίες και Φίλιπποι.
Κι απ᾽ τους Φιλίππους, τους παλιούς
γλωσσοκοπανοφάηδες,
βγήκε η συνήθεια εδώ, παντού
στην Αττική, να κόβουνε
χώρια τη γλώσσα των σφαχτών.
|