Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (4.22.1-4.25.3)
[4.22.1] Ἔτι λεγούσης αὐτῆς καὶ τοῦ Διονυσοφάνους τὰ γνωρίσματα φιλοῦντος καὶ ὑπὸ περιττῆς ἡδονῆς δακρύοντος ὁ Ἄστυλος συνεὶς ὡς ἀδελφός ἐστι, ῥίψας θοἰμάτιον ἔθει κατὰ τοῦ παραδείσου, πρῶτος τὸν Δάφνιν φιλῆσαι θέλων. [4.22.2] Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Δάφνις θέοντα μετὰ πολλῶν καὶ βοῶντα «Δάφνι», νομίσας ὅτι συλλαβεῖν αὐτὸν βουλόμενος τρέχει, ῥίψας τὴν πήραν καὶ τὴν σύριγγα πρὸς τὴν θάλασσαν ἐφέρετο ῥίψων ἑαυτὸν ἀπὸ τῆς μεγάλης πέτρας. [4.22.3] Καὶ ἴσως ἄν, τὸ καινότατον, εὑρεθεὶς ἀπωλώλει Δάφνις, εἰ μὴ συνεὶς ὁ Ἄστυλος ἐβόα πάλιν· «στῆθι, Δάφνι, μηδὲν φοβηθῇς· ἀδελφός εἰμί σου, καὶ γονεῖς οἱ μέχρι νῦν δεσπόται. [4.22.4] Νῦν ἡμῖν Λάμων τὴν αἶγα εἶπε καὶ τὰ γνωρίσματα ἔδειξεν· ὅρα δὲ ἐπιστραφεὶς πῶς ἴασι φαιδροὶ καὶ γελῶντες. Ἀλλ᾽ ἐμὲ πρῶτον φίλησον· ὄμνυμι δὲ τὰς Νύμφας ὡς οὐ ψεύδομαι.» |
[4.22.1] Ενώ εκείνη μιλούσε ακόμα, κι ο Διονυσοφάνης φιλούσε τα φασκιά δακρύζοντας απ᾽ την πολλή χαρά, ο Άστυλος —καταλαβαίνοντας ότι ο Δάφνης ήταν αδελφός του— πέταξε το πανωφόρι του κι έτρεξε προς τον κήπο, για να ᾽ν᾽ ο πρώτος που θα τον φιλήσει. [4.22.2] Ο Δάφνης όμως, βλέποντάς τον να τρέχει καταπάνω του μ᾽ άλλους πολλούς φωνάζοντας «Δάφνη!», νόμισε πως ερχόταν να τον πιάσει· έριξε λοιπόν το ταγάρι και τη φλογέρα του και το ᾽βαλε στα πόδια προς τη θάλασσα, με σκοπό να ριχτεί απ᾽ το μεγάλο βράχο. [4.22.3] Και δεν αποκλείεται να ᾽χε συμβεί το πρωτάκουστο —να χαθεί ο Δάφνης ευθύς ως βρέθηκε— αν ο Άστυλος, καταλαβαίνοντας τί συνέβαινε, δεν του φώναζε ξανά: «Στάσου, Δάφνη, τίποτα δεν έχεις να φοβηθείς! Είμαι αδελφός σου, και γονείς σου αυτοί που ήταν ως τώρα αφεντικά σου! [4.22.4] Τώρα μόλις μας είπε ο Λάμων για τη γίδα και μας έδειξε τα φασκιά. Γύρνα να δεις, με τί χαρές και γέλια έρχονται! Εμένα όμως να πρωτοφιλήσεις — ορκίζομαι στις Νύμφες ότι δε λέω ψέματα». |