Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (211.1-215.1)


211. ΟΦΙΣ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ
[211.1] ὄφις καὶ καρκίνος ἐν ταὐτῷ διέτριβον. καὶ ὁ μὲν καρκίνος ἁπλῶς τῷ ὄφει καὶ εὐνοϊκῶς προσεφέρετο, ὁ δὲ ἀεὶ ὕπουλος καὶ πονηρὸς ἦν. τοῦ δὲ καρκίνου συνεχῶς αὐτὸν παραινοῦντος ἐξαπλοῦσθαι τὰ κατ᾽ αὐτὸν καὶ τὴν αὐτοῦ διάθεσιν μιμεῖσθαι ἐκεῖνος οὐκ ἐπείθετο. διόπερ ἀγανακτήσας παρατηρησάμενος αὐτὸν κοιμώμενον τοῦ φάρυγγος ἐπιλαβόμενος ‹τῇ χηλῇ καὶ ὅσον οἷόν τε πιέσας› ἀνεῖλε. ἰδὼν ‹δὲ› αὐτὸν ἐκτεταμένον εἶπεν· «ὦ οὗτος, ἀλλ᾽ οὐ νῦν σε ἐχρῆν ἁπλοῦν εἶναι, ὅτε τέθνηκας, ὅτε δέ σε παρῄνουν ‹καὶ› οὐκ ἐπείθου».
οὗτος ὁ λόγος εἰκότως ἂν λέγοιτο ἐπ᾽ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, οἳ παρὰ τὸν ἑαυτῶν βίον εἰς τοὺς φίλους πονηρευόμενοι μετὰ θάνατον εὐεργεσίας κατατίθενται.

212. ΟΦΙΣ, ΓΑΛΗ ΚΑΙ ΜΥΕΣ
[212.1] ὄφις καὶ γαλῆ ἔν τινι οἰκίᾳ ἐμάχοντο. οἱ δὲ ἐνταῦθα μύες ἀεὶ καταναλισκόμενοι ὑπ᾽ ἀμφοτέρων ὡς † ἐθεάσαντο τὴν μάχην ἐξῄεσαν. οἱ δὲ τούτους θεασάμενοι ἀφέντες τὴν πρὸς ἑαυτοὺς μάχην ἐπ᾽ ἐκείνους ἐτράπησαν.
οὕτω καὶ τῶν πόλεων οἱ ἐν ταῖς τῶν δημαγωγῶν στάσεσιν ἑαυτοὺς παρεισκυλίοντες λανθάνουσιν αὐτοὶ ἑκατέρων ἀνάλωμα γινόμενοι.

213. ΟΦΙΣ ΠΑΤΟΥΜΕΝΟΣ
[213.1] ὄφις ὑπὸ πολλῶν πατούμενος ἀνθρώπων τῷ Διὶ ἐνετύγχανεν. ὁ δὲ Ζεὺς πρὸς αὐτὸν εἶπεν· «ἀλλ᾽ εἰ τὸν πρότερόν σε πατήσαντα ἔπληξας, οὐκ ἂν ὁ δεύτερος ἐπεχείρησε τοῦτο ποιῆσαι».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ τοῖς πρώτοις ἀμυνόμενοι τοῖς ἄλλοις φοβεροὶ γίνονται.

214. ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗΝ ΕΙΛΗΦΩΣ ΚΑΙ ΟΡΚΟΣ
[214.1α] παρακαταθήκην τις λαβὼν φίλου ἀποστερεῖν διενοεῖτο. καὶ δὴ προσκαλουμένου αὐτὸν ἐκείνου ἐπὶ ὅρκον εὐλαβούμενος εἰς ἀγρὸν ἐπορεύετο. γενόμενος δὲ κατὰ τὰς πύλας ὡς ἐθεάσατό τινα χωλὸν ἐξιόντα, ἐπυνθάνετο αὐτοῦ, τίς τε εἴη καὶ ποῖ πορεύοιτο. τοῦ δὲ εἰπόντος αὑτὸν Ὅρκον εἶναι καὶ ἐπὶ τοὺς ἀσεβεῖς βαδίζειν, ἐκ δευτέρου ἠρώτα, διὰ πόσου χρόνου ἐπιφοιτᾶν ταῖς πόλεσιν εἴωθεν. ὁ δὲ ἔφη· «διὰ τεσσαράκοντα ἐτῶν, ἐνίοτε δὲ καὶ διὰ τριάκοντα». καὶ ὃς οὐδὲν μελλήσας τῇ ὑστεραίᾳ ὤμοσε μὴ εἰληφέναι τὴν παρακαταθήκην. περιπεσὼν δὲ τῷ Ὅρκῳ καὶ ἀπαγόμενος ὑπ᾽ αὐτοῦ ἐπὶ κρημνὸν ᾐτιᾶτο αὐτόν, ὡς προειπὼν αὐτῷ διὰ τριάκοντα ἐτῶν ἐπιπορεύεσθαι, οὐδὲ πρὸς μίαν ἡμέραν ἄδειαν δέδωκεν. ὁ δὲ ὑπολαβὼν ἔφη· «ἀλλ᾽ εὖ ἴσθι, ὡς, ὅταν με λίαν τις ἀνιάσῃ, καὶ αὐθήμερον ἐπιφοιτᾶν εἴωθα».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἀδιόριστός ἐστι τοῖς κακοῖς κατὰ τῶν ἀσεβῶν ἡ ἐκ θεῶν τιμωρία.

215. ΠΑΙΣ ΑΚΡΙΔΑΣ ΘΗΡΕΥΩΝ
[215.1] παῖς πρὸ τοῦ τείχους ἀκρίδας ἐθήρευε. πολλὰς δὲ συλλαβὼν ὡς ἐθεάσατο σκορπίον, νομίσας ἀκρίδα εἶναι, κοιλάνας τὴν χεῖρα οἷός τε ἦν καταφέρειν αὐτοῦ. καὶ ὃς τὸ κέντρον ἐπάρας εἶπεν· «εἴθε γὰρ τοῦτο ποιήσαις, ἵνα καὶ ἃς συνείληφας ἀκρίδας ἀποβάλῃς».
οὗτος ὁ λόγος διδάσκει ἡμᾶς μὴ δεῖν πᾶσι τοῖς χρηστοῖς καὶ τοῖς πονηροῖς κατὰ τὰ αὐτὰ προσφέρεσθαι.


211. Το φίδι και ο κάβουρας.
[211.1] Κάποτε ζούσαν μαζί στο ίδιο μέρος το φίδι και ο κάβουρας. Αυτός ο δεύτερος, που λέτε, συμπεριφερόταν προς το φίδι ντόμπρα και φιλικά· εκείνο όμως ήταν αγιάτρευτα ύπουλο και όλο πανουργίες. Ο κάβουρας, βέβαια, το νουθετούσε συνέχεια να ισιώσει τον χαρακτήρα του: «Να παίρνεις για παράδειγμα το δικό μου φέρσιμο», του έλεγε. Όμως το φίδι δεν του έδινε σημασία. Γι᾽ αυτό στο τέλος εκείνος αγανάκτησε πια. Κάποια φορά, λοιπόν, παραφύλαξε το ερπετό μέχρι να αποκοιμηθεί, και κατόπιν το άδραξε από τον λαιμό με τη δαγκάνα του και το έσφιγγε όσο πιο δυνατά μπορούσε, μέχρι που το αποτελείωσε. Τότε πλέον είδε το ψόφιο κορμί του φιδιού να τεντώνεται άκαμπτο, και κάγχασε: «Βρε κατεργάρη, τώρα πια που ψόφησες, δεν έχει νόημα να ισιώνεις. Τότε ήταν ο καιρός να το κάνεις, όταν σε ορμήνευα και εσύ δεν με άκουγες».
Τούτος ο μύθος ταιριάζει κατεξοχήν σε ορισμένη κατηγορία ανθρώπων: Εννοώ όποιους περνούν όλη τους τη ζωή κάνοντας πονηριές σε βάρος των δικών τους, αλλά μετά θάνατον τούς αφήνουν κληρονομιά ευεργετήματα με τη διαθήκη τους.

212. Το φίδι, η νυφίτσα και τα ποντίκια.
[212.1] Μια φορά σε κάποιο σπίτι τσακώνονταν μεταξύ τους το φίδι και η νυφίτσα. Τα ποντίκια του σπιτιού, ως συνήθως, εξολοθρεύονταν και από τους δυο αυτούς εχθρούς. Μόλις λοιπόν τους αντιλήφθηκαν να καυγαδίζουν μεταξύ τους, βγήκαν έξω για βόλτα. Έλα όμως που τα πρόσεξαν τότε οι δύο αντίπαλοι, και ξέρετε τί έκαναν; Μεμιάς ξέχασαν τη διένεξή τους και όρμησαν καταπάνω στους ποντικούς.
Έτσι ακριβώς συμβαίνει και στον πολιτικό βίο: Όποιοι ανακατώνονται ασυλλόγιστα στις έριδες μεταξύ των πολιτικάντηδων θα φαγωθούν είτε από τη μία είτε από την άλλη αντίπαλη μερίδα, τους αρέσει δεν τους αρέσει.

213. Το φίδι που το πατούσανε κάτω.
[213.1] Ήταν ένα φίδι που όλο το πατούσανε κάτω ένα σωρό άνθρωποι. Έκανε λοιπόν και αυτό το ταλαίπωρο τα παράπονά του στον Δία. Νά όμως τί του αποκρίθηκε ο θεός: «Δικό σου είναι το φταίξιμο. Βλέπεις, αν είχες δαγκάσει τον πρώτο που σε πάτησε, δεν θα βρισκόταν δεύτερος να το επιχειρήσει».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιος ανταποδίδει το χτύπημα στον πρώτο που του επιτέθηκε εμπνέει μετά φόβο στους υπόλοιπους.

214. Ο εγγυητής και ο Όρκος.
[214.1α] Μια φορά κάποιος εμπιστεύθηκε σε έναν φίλο του ορισμένο χρηματικό ποσό για να το φυλάξει. Ο φίλος αυτός, που λέτε, μπήκε στον πειρασμό να το κρατήσει για τον εαυτό του. Ο καταθέτης, βέβαια, τον προκάλεσε να πάρει όρκο σχετικά, και φυσικά ο άνθρωπός μας είχε ενδοιασμούς να το κάνει. Σηκώθηκε λοιπόν να φύγει για το αγρόκτημά του. Τώρα, όταν έφτασε εκεί κοντά στην έξοδο της πόλης, πήρε το μάτι του έναν κουτσό που τραβούσε και αυτός για την εξοχή. Κάπως του ήρθε και ρώτησε τον σακάτη ποιός είναι και πού κατευθύνεται. «Το όνομά μου είναι Όρκος», αποκρίθηκε εκείνος, «και πηγαίνω να τιμωρήσω τους παραβάτες». Τότε ο άνθρωπός μας τον ρώτησε εκ νέου κάθε πόσον καιρό το έχει συνήθειο να επισκέπτεται ξανά την ίδια πόλη. «Πάνω στα σαράντα χρόνια», απάντησε ο κουτσός, «άντε καμιά φορά και πάνω στα τριάντα». Ύστερα από αυτό, ο πλεονέκτης δεν είχε πια δισταγμούς: την επόμενη μέρα κιόλας πήγε και ορκίστηκε επισήμως ότι ουδέποτε έλαβε το εν λόγω χρηματικό ποσό. Έλα όμως που μετά από λίγο έπεσε πάλι πάνω στον Όρκο. Τούτος τον γράπωσε ευθύς και τον τραβολογούσε προς τον γκρεμό. Ο άνθρωπος ασφαλώς άρχισε τις διαμαρτυρίες: «Καλά, μόλις προ ολίγου δεν μου δήλωνες ότι δεν ξαναγυρνάς παρά μετά από τριάντα χρόνια; Πώς γίνεται και εμένα δεν μου έδωσες ούτε μια μέρα προθεσμία;». Όμως ο Όρκος τον έκοψε: «Ε καλά, τώρα μάθε και κάτι ακόμη: Άμα με εκνευρίσει κανένας πολύ, έχω και άλλη τακτική — να επιστρέφω την ίδια μέρα!».
Το δίδαγμα του μύθου: Η εκ θεού τιμωρία για τους κακούργους και θεομπαίχτες δεν υπόκειται σε καθορισμένες προθεσμίες.

215. Το αγόρι που έπιανε ακρίδες.
[215.1] Ήταν κάποιο αγόρι που τσάκωνε ακρίδες στο ύπαιθρο, έξω από τα τείχη. Είχε ήδη μαζέψει ένα σωρό όταν πήρε το μάτι του έναν σκορπιό. Για κακή του τύχη, τον πέρασε και αυτόν για ακρίδα. Στρογγύλεψε λοιπόν τη φούχτα του και ετοιμαζόταν να του την φέρει από ψηλά. Τότε όμως ο σκορπιός σήκωσε το κεντρί του και προειδοποίησε: «Έλα, για κάνε το! Έλα, άμα θες να αμολήσεις και όσες ακρίδες μάζεψες!».
Τούτος ο μύθος έχει το εξής δίδαγμα: Δεν πρέπει να φερόμαστε με τον ίδιο τρόπο σε όλους, καλούς και κακούς.