Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΑΡΡΙΑΝΟΣ
Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (2.15.1-2.16.6)
[2.15.1] Πρὸς μὲν Δαρεῖον ταῦτ᾽ ἐπέστειλεν. ἐπεὶ δ᾽ ἔμαθεν τά τε χρήματα ὅσα σὺν Κωφῆνι τῷ Ἀρταβάζου ἀποπεπόμφει εἰς Δαμασκὸν Δαρεῖος ὅτι ἑάλωκε, καὶ ὅσοι Περσῶν ἀμφ᾽ αὐτὰ ἐγκατελείφθησαν ξὺν τῇ ἄλλῃ βασιλικῇ κατασκευῇ ὅτι καὶ οὗτοι ἑάλωσαν, ταῦτα μὲν ὀπίσω κομίσαντα ἐς Δαμασκὸν Παρμενίωνα φυλάσσειν ἐκέλευε. [2.15.2] τοὺς δὲ πρέσβεις τῶν Ἑλλήνων οἳ πρὸς Δαρεῖον πρὸ τῆς μάχης ἀφιγμένοι ἦσαν, ἐπεὶ καὶ τούτους ἑαλωκέναι ἔμαθεν, παρ᾽ αὑτὸν πέμπειν ἐκέλευεν. ἦσαν δὲ Εὐθυκλῆς μὲν Σπαρτιάτης, Θεσσαλίσκος δὲ Ἰσμηνίου καὶ Διονυσόδωρος Ὀλυμπιονίκης Θηβαῖοι, Ἰφικράτης δὲ ὁ Ἰφικράτους τοῦ στρατηγοῦ Ἀθηναῖος. [2.15.3] καὶ οὗτοι ὡς ἧκον παρὰ Ἀλέξανδρον, Θεσσαλίσκον μὲν καὶ Διονυσόδωρον καίπερ Θηβαίους ὄντας εὐθὺς ἀφῆκεν, τὸ μέν τι κατοικτίσει τῶν Θηβῶν, τὸ δὲ ὅτι συγγνωστὰ δεδρακέναι ἐφαίνοντο, ἠνδραποδισμένης ὑπὸ Μακεδόνων τῆς πατρίδος σφίσιν τε ἥντινα ἠδύναντο ὠφέλειαν εὑρισκόμενοι καὶ εἰ δή τινα καὶ τῇ πατρίδι ἐκ Περσῶν καὶ Δαρείου· [2.15.4] ταῦτα μὲν ὑπὲρ ἀμφοῖν ἐπιεικῆ ἐνθυμηθείς, ἰδίᾳ δὲ Θεσσαλίσκον μὲν αἰδοῖ τοῦ γένους ἀφιέναι εἶπεν, ὅτι τῶν ἐπιφανῶν Θηβαίων ἦν, Διονυσόδωρον δὲ ἐπὶ τῇ νίκῃ τῶν Ὀλυμπίων. Ἰφικράτην δὲ φιλίᾳ τε τῆς Ἀθηναίων πόλεως καὶ μνήμῃ τῆς δόξης τοῦ πατρὸς ζῶντά τε ἀμφ᾽ αὑτὸν ἔχων ἐς τὰ μάλιστα ἐτίμησε καὶ νόσῳ τελευτήσαντος τὰ ὀστᾶ ἐς τὰς Ἀθήνας τοῖς πρὸς γένους ἀπέπεμψεν. [2.15.5] Εὐθυκλέα δὲ Λακεδαιμόνιόν τε ὄντα, πόλεως περιφανῶς ἐχθρᾶς ἐν τῷ τότε, καὶ αὐτὸν οὐδὲν ἰδίᾳ εὑρισκόμενον ἐς ξυγγνώμην ὅ τι καὶ λόγου ἄξιον, τὰ μὲν πρῶτα ἐν φυλακῇ ἀδέσμῳ εἶχεν, ὕστερον δέ, ὡς ἐπὶ μέγα εὐτύχει, καὶ τοῦτον ἀφῆκεν. |
[2.15.1] Αυτά λοιπόν έγραψε στον Δαρείο. Όταν όμως έμαθε ότι κυριεύθηκαν τα χρήματα που ο Δαρείος είχε στείλει στη Δαμασκό με τον Κωφήνα, τον γιο του Αρτάβαζου, και ότι αιχμαλωτίστηκαν και οι Πέρσες που είχαν μείνει πίσω για να τα φυλάγουν μαζί με τις άλλες βασιλικές αποσκευές, διέταξε τον Παρμενίωνα να τα μεταφέρει πίσω στη Δαμασκό και να τα φυλάγει εκεί. [2.15.2] Διέταξε επίσης να του στείλουν τους πρέσβεις των Ελλήνων που είχαν έρθει στον Δαρείο πριν από τη μάχη, μόλις πληροφορήθηκε ότι αιχμαλωτίστηκαν και αυτοί. Οι πρέσβεις αυτοί ήταν ο Ευθυκλής ο Σπαρτιάτης, ο Θεσσαλίσκος, ο γιος του Ισμηνία, και ο Διονυσόδωρος ο Ολυμπιονίκης, που ήταν Θηβαίοι, καθώς και ο Ιφικράτης, ο γιος του στρατηγού Ιφικράτη, που ήταν Αθηναίος. [2.15.3] Όταν αυτοί παρουσιάσθηκαν στον Αλέξανδρο, άφησε αμέσως ελεύθερους τον Θεσσαλίσκο και τον Διονυσόδωρο, αν και ήταν Θηβαίοι· το έκανε αυτό, από τη μια, γιατί αισθάνθηκε κάποιον οίκτο για τη Θήβα και από την άλλη, γιατί οι άνδρες αυτοί φαίνονταν ότι είχαν ενεργήσει με τρόπο που άξιζε να συγχωρηθούν, εφόσον είχε εξανδραποδισθεί η πατρίδα τους από τους Μακεδόνες και αναζητούσαν οποιαδήποτε δυνατή βοήθεια από τους Πέρσες και τον Δαρείο τόσο για τον εαυτό τους όσο ίσως και για την πατρίδα τους· [2.15.4] Αυτά λοιπόν τα ελαφρυντικά έλαβε υπόψη του για τους δύο Θηβαίους· ειδικά για τον Θεσσαλίσκο είπε ότι τον αφήνει ελεύθερο από σεβασμό προς τη γενιά του, γιατί καταγόταν από επιφανή θηβαϊκή οικογένεια, και για τον Διονυσόδωρο, γιατί είχε νικήσει στους Ολυμπιακούς αγώνες. Τον Ιφικράτη από φιλία για την πόλη της Αθήνας και επειδή σεβόταν τη μνήμη του δοξασμένου πατέρα του, τον κράτησε κοντά του όσο ζούσε και τον τίμησε πολύ και, όταν αρρώστησε και πέθανε, έστειλε τα οστά του στους συγγενείς του στην Αθήνα. [2.15.5] Τον Ευθυκλή όμως, επειδή ήταν Λακεδαιμόνιος, καταγόταν δηλαδή από πόλη που ήταν τότε φανερά εχθρική απέναντί του, και επειδή ακόμη δεν μπορούσε να βρει καμιά σοβαρή δικαιολογία για να τον συγχωρήσει ως άτομο, τον κράτησε στην αρχή υπό περιορισμό, όχι όμως δέσμιο, αργότερα όμως, όταν πια πέτυχε τις μεγάλες του νίκες, τον απέλυσε και αυτόν. |