Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (4.19.1-4.21.3)
[4.19.1] Οἱ μὲν ταῦτα συνθέμενοι ἀπῆλθον εἴσω πάλιν· ὁ δὲ Ἄστυλος σχολὴν ἄγοντι τῷ πατρὶ προσρυεὶς αἰτεῖ τὸν Δάφνιν εἰς τὴν πόλιν καταγαγεῖν ὡς καλόν τε ὄντα καὶ ἀγροικίας κρείττονα καὶ ταχέως ὑπὸ Γνάθωνος καὶ τὰ ἀστυκὰ διδαχθῆναι δυνάμενον. [4.19.2] Χαίρων ὁ πατὴρ δίδωσι καὶ μεταπεμψάμενος τὸν Λάμωνα καὶ τὴν Μυρτάλην εὐηγγελίζετο μὲν αὐτοῖς ὅτι Ἄστυλον θεραπεύσει λοιπὸν ἀντὶ αἰγῶν καὶ τράγων Δάφνις, ἐπηγγέλλετο δὲ δύο ἀντ᾽ ἐκείνου δώσειν αὐτοῖς αἰπόλους. [4.19.3] Ἐνταῦθα ὁ Λάμων, πάντων ἤδη συνερρυηκότων καὶ ὅτι καλὸν ὁμόδουλον ἕξουσιν ἡδομένων, αἰτήσας λόγον ἤρξατο λέγειν· «ἄκουσον, ὦ δέσποτα, παρ᾽ ἀνδρὸς γέροντος ἀληθῆ λόγον· ἐπόμνυμι δὲ τὸν Πᾶνα καὶ τὰς Νύμφας ὡς οὐδὲν ψεύσομαι. [4.19.4] Οὐκ εἰμὶ Δάφνιδος πατήρ, οὐδ᾽ εὐτύχησέ ποτε Μυρτάλη μήτηρ γενέσθαι. Ἄλλοι πατέρες ἐξέθηκαν τοῦτον, ἴσως παιδίων πρεσβυτέρων ἅλις ἔχοντες· ἐγὼ δὲ εὗρον ἐκκείμενον καὶ ὑπὸ αἰγὸς ἐμῆς τρεφόμενον, ἣν καὶ ἀποθανοῦσαν ἔθαψα ἐν τῷ περικήπῳ φιλῶν ὅτι ἐποίησε μητρὸς ἔργα. [4.19.5] Εὗρον αὐτῷ καὶ γνωρίσματα συνεκκείμενα· ὁμολογῶ, δέσποτα, καὶ φυλάττω· τύχης γάρ ἐστι μείζονος ἢ καθ᾽ ἡμᾶς σύμβολα. Ἀστύλου μὲν οὖν εἶναι δοῦλον αὐτὸν οὐχ ὑπερηφανῶ, καλὸν οἰκέτην καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ δεσπότου· παροίνημα δὲ Γνάθωνος οὐ δύναμαι περιιδεῖν γενόμενον, ὃς ἐς Μιτυλήνην αὐτὸν ἄγειν ἐπὶ γυναικῶν ἔργα σπουδάζει.» |
[4.19.1] Ύστερα απ᾽ αυτή τη συνεννόηση οι δυο τους ξαναμπήκαν πάλι μέσα. Στο μεταξύ ο Άστυλος, βρίσκοντας τον πατέρα του εύκαιρο, έτρεξε και του ζήτησε να πάρει τον Δάφνη στην πόλη· έτσι ωραίος που ήταν, είπε, του άξιζε ζωή καλύτερη από του χωριού, και σύντομα θα τον κατατόπιζε ο Γνάθων στις συνήθειες της πόλης. [4.19.2] Ο πατέρας του δέχτηκε μ᾽ ευχαρίστηση. Έστειλε να φωνάξουν το Λάμωνα και τη Μυρτάλη, τους ανάγγειλε το καλό νέο —ότι από δω κι εμπρός ο Δάφνης δεν θα περιποιέται γίδες και τράγους, αλλά τον Άστυλο— κι υποσχέθηκε ότι στη θέση του θα τους έδινε δυο γιδάδες. [4.19.3] Τότε, ενώ όλοι οι άλλοι υπηρέτες είχαν μαζευτεί τρεχάτοι, χαρούμενοι που θ᾽ αποχτούσαν έναν τόσο ωραίο συνάδελφο, ο Λάμων ζήτησε το λόγο κι άρχισε να μιλάει: «Άκουσε, αφέντη, τ᾽ αληθινά λόγια που έχει να σου πει ένας γέρος άνθρωπος — γιατί ορκίζομαι στον Πάνα και τις Νύμφες ότι δε θα πω το παραμικρό ψέμα. [4.19.4] Δεν είμαι εγώ πατέρας του Δάφνη, ούτε και της Μυρτάλης στάθηκε ποτέ τυχερό να γίνει μάνα. Άλλοι γονείς άφησαν έκθετο τούτο το παιδί, ίσως επειδή είχαν κιόλας αρκετά παιδιά πιο μεγάλα. Εγώ το βρήκα παραριγμένο, να το βυζαίνει μια γίδα μου — που όταν ψόφησε την έθαψα έξω στον κήπο, τόσο την είχα αγαπήσει γιατί του στάθηκε σα μάνα. [4.19.5] Μαζί μ᾽ αυτόν βρήκα και σημαδιακά φασκιά —τ᾽ ομολογώ αφέντη— που τα ᾽χω ακόμα φυλαγμένα, γιατί δείχνουν καταγωγή τρανότερη από τη δική μας τη σειρά. Να ᾽ναι υπηρέτης του Αστύλου δεν το κρίνω ανάξιο — ωραίος υπηρέτης ωραίου και καλού αφεντικού. Αλλά να τον γλεντάει στα μεθύσια του ο Γνάθων, που σκοπεύει να τον πάρει στη Μυτιλήνη για να τον μεταχειρίζεται σα γυναίκα, τούτο δεν μπορώ να το ανεχτώ». |