Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (2.14.1-2.14.9)

[2.14.1] Ἔτι δὲ ἐν Μαράθῳ Ἀλεξάνδρου ὄντος ἀφίκοντο παρὰ Δαρείου πρέσβεις, ἐπιστολήν τε κομίζοντες Δαρείου καὶ αὐτοὶ ἀπὸ γλώσσης δεησόμενοι ἀφεῖναι Δαρείῳ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τοὺς παῖδας. [2.14.2] ἐδήλου δὲ ἡ ἐπιστολή, ὅτι Φιλίππῳ τε πρὸς Ἀρτοξέρξην φιλία καὶ ξυμμαχία ἐγένετο καὶ, ἐπειδὴ Ἀρσῆς ὁ υἱὸς Ἀρτοξέρξου ἐβασίλευσεν, ὅτι Φίλιππος ἀδικίας πρῶτος ἐς βασιλέα Ἀρσῆν ἦρξεν οὐδὲν ἄχαρι ἐκ Περσῶν παθών. ἐξ οὗ δὲ αὐτὸς βασιλεύει Περσῶν, οὔτε πέμψαι τινὰ Ἀλέξανδρον παρ᾽ αὐτὸν ἐς βεβαίωσιν τῆς πάλαι οὔσης φιλίας τε καὶ ξυμμαχίας, διαβῆναί τε ξὺν στρατιᾷ ἐς τὴν Ἀσίαν καὶ πολλὰ κακὰ ἐργάσασθαι Πέρσας. [2.14.3] τούτου ἕνεκα καταβῆναι αὐτὸς τῇ χώρᾳ ἀμυνῶν καὶ τὴν ἀρχὴν τὴν πατρῴαν ἀνασώσων. τὴν μὲν δὴ μάχην ὡς θεῶν τῳ ἔδοξεν οὕτω κριθῆναι, αὐτὸς δὲ βασιλεὺς παρὰ βασιλέως γυναῖκά τε τὴν αὑτοῦ αἰτεῖν καὶ μητέρα καὶ παῖδας τοὺς ἁλόντας, καὶ φιλίαν ἐθέλειν ποιήσασθαι πρὸς Ἀλέξανδρον καὶ ξύμμαχος εἶναι Ἀλεξάνδρῳ· καὶ ὑπὲρ τούτων πέμπειν ἠξίου Ἀλέξανδρον παρ᾽ αὑτὸν ξὺν Μενίσκῳ τε καὶ Ἀρσίμᾳ τοῖς ἀγγέλοις τοῖς ἐκ Περσῶν ἥκουσι τοὺς τὰ πιστὰ ληψομένους τε καὶ ὑπὲρ Ἀλεξάνδρου δώσοντας.
[2.14.4] Πρὸς ταῦτα ἀντιγράφει Ἀλέξανδρος καὶ ξυμπέμπει τοῖς παρὰ Δαρείου ἐλθοῦσι Θέρσιππον, παραγγείλας τὴν ἐπιστολὴν δοῦναι Δαρείῳ, αὐτὸν δὲ μὴ διαλέγεσθαι ὑπὲρ μηδενός. ἡ δὲ ἐπιστολὴ ἡ Ἀλεξάνδρου ἔχει ὧδε· Οἱ ὑμέτεροι πρόγονοι ἐλθόντες εἰς Μακεδονίαν καὶ εἰς τὴν ἄλλην Ἑλλάδα κακῶς ἐποίησαν ἡμᾶς οὐδὲν προηδικημένοι· ἐγὼ δὲ τῶν Ἑλλήνων ἡγεμὼν κατασταθεὶς καὶ τιμωρήσασθαι βουλόμενος Πέρσας διέβην ἐς τὴν Ἀσίαν, ὑπαρξάντων ὑμῶν. [2.14.5] καὶ γὰρ Περινθίοις ἐβοηθήσατε, οἳ τὸν ἐμὸν πατέρα ἠδίκουν, καὶ εἰς Θρᾴκην, ἧς ἡμεῖς ἤρχομεν, δύναμιν ἔπεμψεν Ὦχος. τοῦ δὲ πατρὸς ἀποθανόντος ὑπὸ τῶν ἐπιβουλευσάντων, οὓς ὑμεῖς συνετάξατε, ὡς αὐτοὶ ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς πρὸς ἅπαντας ἐκομπάσατε, καὶ Ἀρσῆν ἀποκτείναντός σου μετὰ Βαγώου, καὶ τὴν ἀρχὴν κατασχόντος οὐ δικαίως οὐδὲ κατὰ τὸν Περσῶν νόμον, ἀλλὰ ἀδικοῦντος Πέρσας, [2.14.6] καὶ ὑπὲρ ἐμοῦ πρὸς τοὺς Ἕλληνας γράμματα οὐκ ἐπιτήδεια διαπέμποντος, ὅπως πρός με πολεμῶσι, καὶ χρήματα ἀποστέλλοντος πρὸς Λακεδαιμονίους καὶ ἄλλους τινὰς τῶν Ἑλλήνων, καὶ τῶν μὲν ἄλλων πόλεων οὐδεμιᾶς δεχομένης, Λακεδαιμονίων δὲ λαβόντων, καὶ τῶν παρὰ σοῦ πεμφθέντων τοὺς ἐμοὺς φίλους διαφθειράντων καὶ τὴν εἰρήνην, ἣν τοῖς Ἕλλησι κατεσκεύασα, διαλύειν ἐπιχειρούντων — ἐστράτευσα ἐπὶ σὲ ὑπάρξαντος σοῦ τῆς ἔχθρας. [2.14.7] ἐπεὶ δὲ μάχῃ νενίκηκα πρότερον μὲν τοὺς σοὺς στρατηγοὺς καὶ σατράπας, νῦν δὲ σὲ καὶ τὴν μετὰ σοῦ δύναμιν, καὶ τὴν χώραν ἔχω τῶν θεῶν μοι δόντων, ὅσοι τῶν μετὰ σοῦ παραταξαμένων μὴ ἐν τῇ μάχῃ ἀπέθανον, ἀλλὰ παρ᾽ ἐμὲ κατέφυγον, τούτων ἐπιμέλομαι καὶ οὐκ ἄκοντες παρ᾽ ἐμοί εἰσιν, ἀλλὰ αὐτοὶ ἑκόντες ξυστρατεύονται μετ᾽ ἐμοῦ. [2.14.8] ὡς οὖν ἐμοῦ τῆς Ἀσίας ἁπάσης κυρίου ὄντος ἧκε πρὸς ἐμέ. εἰ δὲ φοβῇ μὴ ἐλθὼν πάθῃς τι ἐξ ἐμοῦ ἄχαρι, πέμπε τινὰς τῶν φίλων τὰ πιστὰ ληψομένους. ἐλθὼν δὲ πρός με τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τοὺς παῖδας καὶ εἰ ἄλλο τι θέλεις αἴτει καὶ λάμβανε. ὅ τι γὰρ ἂν πείθῃς ἐμὲ ἔσται σοι. [2.14.9] καὶ τοῦ λοιποῦ ὅταν πέμπῃς παρ᾽ ἐμὲ, ὡς πρὸς βασιλέα τῆς Ἀσίας πέμπε, μηδὲ [ἃ] ἐξ ἴσου ἐπίστελλε, ἀλλ᾽ ὡς κυρίῳ ὄντι πάντων τῶν σῶν φράζε εἴ του δέῃ· εἰ δὲ μή, ἐγὼ βουλεύσομαι περὶ σοῦ ὡς ἀδικοῦντος. εἰ δ᾽ ἀντιλέγεις περὶ τῆς βασιλείας, ὑπομείνας ἔτι ἀγώνισαι περὶ αὐτῆς καὶ μὴ φεῦγε, ὡς ἐγὼ ἐπὶ σὲ πορεύσομαι οὗ ἂν ᾖς.

[2.14.1] Ενώ ο Αλέξανδρος βρισκόταν ακόμη στη Μάραθο, έφθασαν πρέσβεις από τον Δαρείο, για να του φέρουν επιστολή του και να τον παρακαλέσουν και οι ίδιοι προφορικά να απελευθερώσει για χάρη του βασιλιά τους τη μητέρα, τη γυναίκα και τα παιδιά του. [2.14.2] Στην επιστολή του ο Δαρείος έγραφε ότι ο Φίλιππος και ο Αρταξέρξης συνήψαν φιλία και συμμαχία και, όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Αρσής, ο γιος του Αρταξέρξη, ο Φίλιππος πρώτος άρχισε μιαν άδικη επίθεση εναντίον του, χωρίς να του έχουν κάμει οι Πέρσες κανένα κακό. Και από τότε όμως που ανέβηκε ο ίδιος στον θρόνο της Περσίας, δεν του έστειλε ο Αλέξανδρος κάποιον πρεσβευτή του για να τον διαβεβαιώσει για την παλιά φιλία και συμμαχία τους, αλλά απεναντίας εισέβαλε με τον στρατό του στην Ασία και προξένησε πολλές συμφορές στους Πέρσες. [2.14.3] Για τον λόγο αυτόν ανέλαβε ο ίδιος να υπερασπιστεί τη χώρα του και να διασώσει την προγονική εξουσία. Η μάχη βέβαια κρίθηκε όπως θέλησε κάποιος από τους θεούς· αυτός όμως ζητούσε ως βασιλιάς από έναν άλλο βασιλιά τη γυναίκα, τη μητέρα και τα παιδιά του, που αιχμαλωτίστηκαν, και ήταν πρόθυμος να συνάψει φιλία με τον Αλέξανδρο και να γίνει σύμμαχός του. Για τον σκοπό αυτόν τον παρακαλούσε να του στείλει μαζί με τον Μενίσκο και τον Αρσίμα, που είχαν έρθει ως απεσταλμένοι των Περσών, όσους επρόκειτο να ανταλλάξουν τις ένορκες διαβεβαιώσεις ανάμεσα σε αυτόν και τον Αλέξανδρο.
[2.14.4] Στην επιστολή του Δαρείου απάντησε ο Αλέξανδρος με δική του και έστειλε μαζί με τους απεσταλμένους του Δαρείου τον Θέρσιππο με την εντολή να την παραδώσει στον Δαρείο, αλλά να αποφύγει να συζητήσει ο ίδιος ο,τιδήποτε μαζί του. Η επιστολή του Αλεξάνδρου ανέφερε τα εξής: «Οι πρόγονοί σου εισέβαλαν στη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα και μας προξένησαν καταστροφές, χωρίς εμείς να τους έχουμε κάμει προηγουμένως κανένα κακό· εμένα οι Έλληνες με όρισαν για αρχηγό τους και εισέβαλα στην Ασία, επειδή ήθελα να τιμωρήσω τους Πέρσες, εφόσον εσείς πρώτοι αρχίσατε τις εχθροπραξίες. [2.14.5] Γιατί και τους Περινθίους βοηθήσατε, οι οποίοι αδικούσαν τον πατέρα μου, και στη Θράκη, που ήταν υπό την εξουσία μας, έστειλε ο Αρταξέρξης ο Ώχος στρατιωτικές δυνάμεις του. Ο πατέρας μου εκτελέσθηκε από συνωμότες, που εσείς υποκινήσατε, όπως άλλωστε οι ίδιοι καυχηθήκατε με επιστολές, τις οποίες στείλατε παντού· εσύ δολοφόνησες τον Αρσή μαζί με τον Βαγώα και κατέλαβες την εξουσία παράνομα και όχι σύμφωνα με τον περσικό νόμο, αδικώντας έτσι τους Πέρσες· [2.14.6] έστειλες ακόμα εχθρικά γράμματα εναντίον μου στους Έλληνες προτρέποντάς τους να με πολεμούν, καθώς και χρήματα στους Λακεδαιμονίους και σε μερικούς άλλους Έλληνες, τα οποία καμιά άλλη ελληνική πόλη, εκτός από τους Λακεδαιμονίους, δεν τα δέχθηκε. Επειδή λοιπόν οι απεσταλμένοι σου προσπάθησαν να διαφθείρουν με χρήματα τους φίλους μου και επειδή επιχείρησαν να διαλύσουν την ειρήνη που εγώ συνήψα με τους Έλληνες, εξεστράτευσα εναντίον σου, εφόσον πρώτος εσύ έδειξες εχθρική στάση απέναντί μου. [2.14.7] Επειδή νίκησα σε μάχη πρώτα τους στρατηγούς και τους σατράπες σου και τώρα νίκησα εσένα και τις στρατιωτικές δυνάμεις, που ήταν μαζί σου, και κατέχω τη χώρα σου, που μου χάρισαν οι θεοί, φροντίζω για όσους πολέμησαν μαζί σου και δεν σκοτώθηκαν στη μάχη, αλλά κατέφυγαν σε μένα· αυτοί με τη θέλησή τους μένουν κοντά μου και με τη θέλησή τους συνεκστρατεύουν μαζί μου. [2.14.8] Έλα λοιπόν σε μένα σαν να είμαι κύριος όλης της Ασίας. Αν πάλι φοβάσαι μήπως πάθεις κανένα κακό με τον ερχομό σου, στείλε μερικούς φίλους σου να πάρουν από μένα ένορκες διαβεβαιώσεις. Και όταν έρθεις σε μένα, ζήτησε και πάρε τη μητέρα, τη γυναίκα και τα παιδιά σου, καθώς και ό,τι άλλο θέλεις. Ό,τι με πείσεις να σου δώσω, θα είναι δικό σου. [2.14.9] Και στο μέλλον, κάθε φορά που στέλνεις ανθρώπους σου σε μένα, είναι σαν να τους στέλνεις στον βασιλιά της Ασίας· ούτε να μου στέλνεις επιστολές ως ίσος προς ίσον, αλλ᾽ αν χρειάζεσαι τίποτα, να απευθύνεσαι προς εμένα σαν να είμαι εγώ κύριος όλων των κτήσεών σου. Διαφορετικά θα αποφασίσω για σένα σαν να διαπράττεις αδίκημα. Αν όμως μου αμφισβητείς την εξουσία, στάσου και αγωνίσου ακόμη μαζί μου γι᾽ αυτήν και μη φεύγεις, γιατί θα σε καταδιώξω, όπου και αν πας».