Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (1.135.2-1.138.2)

[1.135.2] Τοῦ δὲ μηδισμοῦ τοῦ Παυσανίου οἱ Λακεδαιμόνιοι πρέσβεις πέμψαντες παρὰ τοὺς Ἀθηναίους ξυνεπῃτιῶντο καὶ τὸν Θεμιστοκλέα, ὡς ηὕρισκον ἐκ τῶν περὶ Παυσανίαν ἐλέγχων, ἠξίουν τε τοῖς αὐτοῖς κολάζεσθαι αὐτόν. [1.135.3] οἱ δὲ πεισθέντες (ἔτυχε γὰρ ὠστρακισμένος καὶ ἔχων δίαιταν μὲν ἐν Ἄργει, ἐπιφοιτῶν δὲ καὶ ἐς τὴν ἄλλην Πελοπόννησον) πέμπουσι μετὰ τῶν Λακεδαιμονίων ἑτοίμων ὄντων ξυνδιώκειν ἄνδρας οἷς εἴρητο ἄγειν ὅπου ἂν περιτύχωσιν. [1.136.1] ὁ δὲ Θεμιστοκλῆς προαισθόμενος φεύγει ἐκ Πελοποννήσου ἐς Κέρκυραν, ὢν αὐτῶν εὐεργέτης. δεδιέναι δὲ φασκόντων Κερκυραίων ἔχειν αὐτὸν ὥστε Λακεδαιμονίοις καὶ Ἀθηναίοις ἀπεχθέσθαι, διακομίζεται ὑπ᾽ αὐτῶν ἐς τὴν ἤπειρον τὴν καταντικρύ. [1.136.2] καὶ διωκόμενος ὑπὸ τῶν προστεταγμένων κατὰ πύστιν ᾗ χωροίη, ἀναγκάζεται κατά τι ἄπορον παρὰ Ἄδμητον τὸν Μολοσσῶν βασιλέα ὄντα αὐτῷ οὐ φίλον καταλῦσαι. [1.136.3] καὶ ὁ μὲν οὐκ ἔτυχεν ἐπιδημῶν, ὁ δὲ τῆς γυναικὸς ἱκέτης γενόμενος διδάσκεται ὑπ᾽ αὐτῆς τὸν παῖδα σφῶν λαβὼν καθέζεσθαι ἐπὶ τὴν ἑστίαν. [1.136.4] καὶ ἐλθόντος οὐ πολὺ ὕστερον τοῦ Ἀδμήτου δηλοῖ τε ὅς ἐστι καὶ οὐκ ἀξιοῖ, εἴ τι ἄρα αὐτὸς ἀντεῖπεν αὐτῷ Ἀθηναίων δεομένῳ, φεύγοντα τιμωρεῖσθαι· καὶ γὰρ ἂν ὑπ᾽ ἐκείνου πολλῷ ἀσθενεστέρου ἐν τῷ παρόντι κακῶς πάσχειν, γενναῖον δὲ εἶναι τοὺς ὁμοίους ἀπὸ τοῦ ἴσου τιμωρεῖσθαι. καὶ ἅμα αὐτὸς μὲν ἐκείνῳ χρείας τινὸς καὶ οὐκ ἐς τὸ σῶμα σῴζεσθαι ἐναντιωθῆναι, ἐκεῖνον δ᾽ ἄν, εἰ ἐκδοίη αὐτόν (εἰπὼν ὑφ᾽ ὧν καὶ ἐφ᾽ ᾧ διώκεται), σωτηρίας ἂν τῆς ψυχῆς ἀποστερῆσαι. [1.137.1] ὁ δὲ ἀκούσας ἀνίστησί τε αὐτὸν μετὰ τοῦ ἑαυτοῦ υἱέος, ὥσπερ καὶ ἔχων αὐτὸν ἐκαθέζετο, καὶ μέγιστον ἦν ἱκέτευμα τοῦτο, καὶ ὕστερον οὐ πολλῷ τοῖς τε Λακεδαιμονίοις καὶ Ἀθηναίοις ἐλθοῦσι καὶ πολλὰ εἰποῦσιν οὐκ ἐκδίδωσιν, ἀλλ᾽ ἀποστέλλει βουλόμενον ὡς βασιλέα πορευθῆναι ἐπὶ τὴν ἑτέραν θάλασσαν πεζῇ ἐς Πύδναν τὴν Ἀλεξάνδρου. [1.137.2] ἐν ᾗ ὁλκάδος τυχὼν ἀναγομένης ἐπ᾽ Ἰωνίας καὶ ἐπιβὰς καταφέρεται χειμῶνι ἐς τὸ Ἀθηναίων στρατόπεδον, ὃ ἐπολιόρκει Νάξον. καί (ἦν γὰρ ἀγνὼς τοῖς ἐν τῇ νηί) δείσας φράζει τῷ ναυκλήρῳ ὅστις ἐστὶ καὶ δι᾽ ἃ φεύγει, καὶ εἰ μὴ σώσει αὐτόν, ἔφη ἐρεῖν ὅτι χρήμασι πεισθεὶς αὐτὸν ἄγει· τὴν δὲ ἀσφάλειαν εἶναι μηδένα ἐκβῆναι ἐκ τῆς νεὼς μέχρι πλοῦς γένηται· πειθομένῳ δ᾽ αὐτῷ χάριν ἀπομνήσεσθαι ἀξίαν. ὁ δὲ ναύκληρος ποιεῖ τε ταῦτα καὶ ἀποσαλεύσας ἡμέραν καὶ νύκτα ὑπὲρ τοῦ στρατοπέδου ὕστε ρον ἀφικνεῖται ἐς Ἔφεσον. [1.137.3] καὶ ὁ Θεμιστοκλῆς ἐκεῖνόν τε ἐθεράπευσε χρημάτων δόσει (ἦλθε γὰρ αὐτῷ ὕστερον ἔκ τε Ἀθηνῶν παρὰ τῶν φίλων καὶ ἐξ Ἄργους ἃ ὑπεξέκειτο) καὶ μετὰ τῶν κάτω Περσῶν τινὸς πορευθεὶς ἄνω ἐσπέμπει γράμματα πρὸς βασιλέα Ἀρταξέρξην τὸν Ξέρξου νεωστὶ βασιλεύοντα. [1.137.4] ἐδήλου δὲ ἡ γραφὴ ὅτι «Θεμιστοκλῆς ἥκω παρὰ σέ, ὃς κακὰ μὲν πλεῖστα Ἑλλήνων εἴργασμαι τὸν ὑμέτερον οἶκον, ὅσον χρόνον τὸν σὸν πατέρα ἐπιόντα ἐμοὶ ἀνάγκῃ ἠμυνόμην, πολὺ δ᾽ ἔτι πλείω ἀγαθά, ἐπειδὴ ἐν τῷ ἀσφαλεῖ μὲν ἐμοί, ἐκείνῳ δὲ ἐν ἐπικινδύνῳ πάλιν ἡ ἀποκομιδὴ ἐγίγνετο. καί μοι εὐεργεσία ὀφείλεται (γράψας τήν τε ἐκ Σαλαμῖνος προάγγελσιν τῆς ἀναχωρήσεως καὶ τὴν τῶν γεφυρῶν, ἣν ψευδῶς προσεποιήσατο, τότε δι᾽ αὑτὸν οὐ διάλυσιν), καὶ νῦν ἔχων σε μεγάλα ἀγαθὰ δρᾶσαι πάρειμι διωκόμενος ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων διὰ τὴν σὴν φιλίαν. βούλομαι δ᾽ ἐνιαυτὸν ἐπισχὼν αὐτός σοι περὶ ὧν ἥκω δηλῶσαι.» [1.138.1] βασιλεὺς δέ, ὡς λέγεται, ἐθαύμασέ τε αὐτοῦ τὴν διάνοιαν καὶ ἐκέλευε ποιεῖν οὕτως. ὁ δ᾽ ἐν τῷ χρόνῳ ὃν ἐπέσχε τῆς τε Περσίδος γλώσσης ὅσα ἐδύνατο κατενόησε καὶ τῶν ἐπιτηδευμάτων τῆς χώρας· [1.138.2] ἀφικόμενος δὲ μετὰ τὸν ἐνιαυτὸν γίγνεται παρ᾽ αὐτῷ μέγας καὶ ὅσος οὐδείς πω Ἑλλήνων διά τε τὴν προϋπάρχουσαν ἀξίωσιν καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐλπίδα, ἣν ὑπετίθει αὐτῷ δουλώσειν, μάλιστα δὲ ἀπὸ τοῦ πεῖραν διδοὺς ξυνετὸς φαίνεσθαι.

[1.135.2] Την εποχή που ο Παυσανίας είχε προδώσει, οι Λακεδαιμόνιοι είχαν στείλει πρέσβεις στην Αθήνα και κατηγόρησαν τον Θεμιστοκλή σαν συνένοχό του, όπως φαινόταν από τα στοιχεία που είχαν εναντίον του Παυσανία. Ζητούσαν από τους Αθηναίους να επιβάλουν στον Θεμιστοκλή την ίδια ποινή. [1.135.3] Οι Αθηναίοι πείστηκαν, κι επειδή ο Θεμιστοκλής ήταν τότε εξόριστος και ζούσε στο Άργος, αλλά ταξίδευε και σ᾽ άλλα μέρη της Πελοποννήσου, έστειλαν, μαζί με τους Λακεδαιμονίους οι οποίοι ήσαν πρόθυμοι να βοηθήσουν, ανθρώπους με διαταγή να τον πιάσουν όπου κι αν τον βρουν.
[1.136.1] Ο Θεμιστοκλής, όμως, το πληροφορήθηκε, έφυγε από την Πελοπόννησο και πήγε στην Κέρκυρα, όπου είχε το αξίωμα του ευεργέτη. Οι Κερκυραίοι, όμως, του είπαν ότι φοβούνται να τον κρατήσουν για να μην προκαλέσουν την έχθρα των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων, και τον πέρασαν στην αντικρινή ηπειρωτική ακτή. [1.136.2] Εκείνοι που είχαν πάρει διαταγές να τον πιάσουν τον καταδίωκαν όπου μάθαιναν ότι πήγαινε, και, σε μια δύσκολη περίσταση, αναγκάστηκε να καταφύγει στον βασιλέα των Μολοσσών Άδμητο, που δεν είχε απέναντί του φιλικές διαθέσεις. [1.136.3] [1.136.4] Ο Άδμητος απουσίαζε και ο Θεμιστοκλής πήγε να προσπέσει ικέτης στην γυναίκα του που τον συμβούλεψε να πάρει στα χέρια το παιδί τους και να καθίσει κοντά στην εστία. Ο Άδμητος δεν άργησε να γυρίσει και ο Θεμιστοκλής του φανέρωσε ποιός είναι και του είπε ότι αν, κάποτε, όταν ο Άδμητος είχε ζητήσει βοήθεια από τους Αθηναίους, είχε μιλήσει εναντίον του, δεν έπρεπε τώρα που ήταν φυγάς να τον εκδικηθεί. Θα έβλαπτε έναν πολύ ασθενέστερό του, ενώ ο γενναιόψυχος άνθρωπος παίρνει την εκδίκηση από εκείνους που βρίσκονται σε ίση μοίρα μ᾽ αυτόν. Άλλωστε είχε εναντιωθεί στον βασιλέα για κάποια βοήθεια που ζητούσε και όχι για ζήτημα ζωής, ενώ, αν ο Άδμητος τον παράδινε τώρα (του εξήγησε από ποιούς και γιατί καταδιωκόταν), θα τον στερούσε από την δυνατότητα να σώσει την ζωή του. [1.137.1] Ο Άδμητος τον άκουσε, τον σήκωσε από εκεί που καθόταν έχοντας το παιδί αγκαλιά (το κρατούσε ακόμα ο Θεμιστοκλής και αυτό είναι ο επισημότερος τρόπος ικεσίας).
Και όταν μετά από λίγο καιρό οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι πήγαν και του ζήτησαν, επίμονα, να τους τον παραδώσει, αρνήθηκε, κι επειδή ο Θεμιστοκλής ήθελε να πάει στον βασιλέα των Περσών, τον έστειλε από στεριά στον Θερμαϊκό κόλπο, στην Πύδνα του Αλεξάνδρου. [1.137.2] Εκεί βρήκε καράβι που έφευγε για την Ιωνία κι επιβιβάστηκε, αλλά η τρικυμία τον έριξε στο στρατόπεδο των Αθηναίων που πολιορκούσαν την Νάξο. Το πλήρωμα του καραβιού δεν ήξερε ποιός ήταν και ο Θεμιστοκλής φανέρωσε στον πλοίαρχο ποιός είναι και γιατί τον καταδιώκουν. Του είπε ότι, αν δεν τον έσωζε, θα έλεγε στους Αθηναίους ότι τον είχε δωροδοκήσει για να τον φυγαδεύσει. Του είπε ότι για περισσότερη ασφάλεια δεν έπρεπε κανείς να κατέβει απ᾽ το καράβι έως ότου μπορέσουν να φύγουν. Πρόσθεσε ότι, αν τον υπάκουε, τότε θα του έδινε γενναία αμοιβή. Ο πλοίαρχος τον άκουσε κι αφού έμεινε αγκυροβολημένος στ᾽ ανοιχτά του αθηναϊκού στρατοπέδου μια νύχτα και μια μέρα, έφτασε στην Έφεσο. [1.137.3] Ο Θεμιστοκλής του έδωσε γενναία χρηματική αμοιβή (οι φίλοι του τού έστειλαν αργότερα χρήματα από το Άργος και την Αθήνα όπου είχε καταθέσεις) και μετά προχώρησε στο εσωτερικό συνοδευόμενος από κάποιον Πέρση της παραλίας κι έστειλε γραφή στον βασιλέα Αρταξέρξη — γιo του Ξέρξη, που είχε μόλις ανέβει στον θρόνο. [1.137.4] Η γραφή έλεγε τα εξής: «Ο Θεμιστοκλής εγώ, έρχομαι προς εσένα. Έβλαψα περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα τον Οίκο σου όσον καιρό ήμουν αναγκασμένος ν᾽ αμύνομαι εναντίον του πατέρα σου, αλλά και τον ευεργέτησα περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα όταν άρχισε να υποχωρεί και βρέθηκε σ᾽ επικίνδυνη θέση, ενώ εγώ ήμουν ασφαλής. Μου χρωστάτε χάρη (εδώ μνημόνευε ότι είχε προειδοποιήσει από την Σαλαμίνα τον Πέρση να φύγει και ότι —πράγμα που ήταν ψέμα— είχε εκείνος εμποδίσει να καταστραφούν οι γέφυρες του Ελλησπόντου), αλλά και σήμερα μπορώ πολλά να προσφέρω και έρχομαι τώρα προς εσένα καταδιωγμένος απ᾽ τους Έλληνες εξαιτίας της φιλίας που σου έχω. Θα ήθελα, μετά από έναν χρόνο, να παρουσιαστώ να σου εξηγήσω ο ίδιος για ποιόν σκοπό ήρθα».
[1.138.1] Λέγεται ότι ο Βασιλεύς θαύμασε την τόλμη του και του παράγγειλε να ενεργήσει όπως ήθελε. Στο χρονικό διάστημα που είχε ορίσει, ο Θεμιστοκλής εξοικειώθηκε όσο μπορούσε με την περσική γλώσσα και τα περσικά έθιμα. [1.138.2] Αφού πέρασε ο χρόνος, παρουσιάστηκε στον Βασιλέα που του έδωσε μεγάλη θέση κοντά του, τέτοια που κανείς Έλληνας δεν είχε πότε αποκτήσει. Τούτο επειδή είχε κιόλας μεγάλη φήμη κι επειδή καλλιέργησε στον Βασιλέα την ελπίδα ότι χάρη σ᾽ αυτόν θα μπορούσε να υποδουλώσει την Ελλάδα. Προπάντων, όμως, επειδή είχε δώσει αποδείξεις πολλές της ιδιοφυίας του.