Ξαναπαρουσιάζονται ο Πλούτωνας, ο Διόνυσος και ο Αισχύλος.
1500ΠΛΟΥ. Στο καλό τώρα, Αισχύλε, να πας,
και στην πόλη μας δίνε καλές
σωστικές συμβουλές, και να βάλεις μυαλό
στους ανόητους· κι αυτοί ᾽ναι πολλοί.
Του δίνει ένα σπαθί.
Στον Κλεοφώντα να δώσεις αυτό.
Ξετυλίγει ένα σκοινί.
Τούτο πάλι το στέλνω στους δυο ποριστές,
το Νικόμαχο δα και το Μύρμηκα.
Του δείχνει ένα ποτήρι με κώνειο.
Αυτό,
στον Αρχένομο. Δωσ᾽ τα και πες,
δίχως άργητα εδώ να κατέβουν σ᾽ εμέ.
1510Αν δεν έρθουν αμέσως —τ᾽ ορκίζομαι, ναι,
στον Απόλλωνα— τότε με σίδερο εγώ
καυτερό θα τους κάμω σημάδια, κι αφού
χεροπόδαρα πω να τους δέσουν (κι ο γιος
του Λευκόλοφου, ο Αδείμαντος, θα ᾽ναι μαζί),
μες στα βάθη της γης θα τους στείλω.
ΑΙΣ. Όπως είπες θα γίνει· μα εσύ να γνοιαστείς
να καθίσει στο θρόνο μου εδώ ο Σοφοκλής
και στο πόδι μου αυτός να τον έχει, ώσπου εγώ
να γυρίσω εδώ κάτω και πάλι· γιατί
είν᾽ ο δεύτερος, λέω, στην αξία.
1520Και το νου σου, στο θρόνο μου απάνω ποτέ
να μην πάει και καθίσει ο εργάτης αυτός
μπερμπαντιάς και ψευτιάς και χοντρών χωρατών,
κι αν ακόμα δε θέλει.
ΠΛΟΥ., στο Χορό.
Με λαμπάδες ιερές τώρα φέξτε του εσείς,
προβοδίστε τον κιόλας, δικούς του σκοπούς
ξεφωνώντας, δικά του τραγούδια.
ΚΟΡ. Πρώτα, ω του Κάτω εσείς Κόσμου θεοί,
στον ποιητή που μας φεύγει,
νά, κι ανεβαίνει στο φως, καλό δώστε ταξίδι, και δώστε
1530σκέψεις στην πόλη καλές, που μεγάλα καλά να της φέρουν.
Έτσι από πίκρες βαριές, πολυστέναχτες σύναξες με όπλα,
τέλος κι εμείς θα γλιτώσουμε. Κι ας πολεμά ο Κλεοφώντας
πέρα στους κάμπους του τόπου του,
κι άλλοι μαζί του, όσοι θέλουν.
|