Μιλώντας, σύναξε τα νέφη και, πιάνοντας την τρίαινα στα χέρια του,
συντάραξε τον πόντο, συννέφιασε θάλασσα και στεριά,
ξεσήκωσε όλες μαζί τις θύελλες και τους ανέμους όλους,
έγινε η μέρα νύχτα, πέφτοντας ψηλά απ᾽ τον ουρανό.
Λεβάντες και νοτιάς, άγριος πουνέντες και βοριάς αιθερογέννητος
συγχρόνως φύσηξαν και σήκωσαν τεράστιο κύμα.
Λύθηκαν τότε του Οδυσσέα τα γόνατα, λύγισε η ψυχή του,
βάρυνε η γενναία καρδιά του, και μόνος του μιλούσε:
«Άμοιρος και τρισάμοιρος εγώ. Τι άλλο, πιο μεγάλο, κακό με περιμένει;
300Τρέμω μήπως όλα τα είπε αλάθευτα η θεά,
που μου προφήτεψε πως θα χορτάσω πάθη του πελάγου,
προτού πατήσω χώμα της πατρίδας.
Και να που τώρα όλα επαληθεύονται, αφού ο Ζευς
με τέτοια νέφη απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη σκέπασε τον μέγα ουρανό,
τον πόντο τάραξε, η θύελλα λυσσομανά, σφυρίζουνε από παντού ανέμοι.
Καμιά πια σωτηρία, σκέτος όλεθρος. Ευτυχισμένοι
τρεις και τέσσερις φορές οι Δαναοί που είχαν την τύχη
στην ευρύχωρη Τροία να χαθούν για τους Ατρείδες.
Κι εγώ μακάρι εκεί να ᾽χα τελειώσει,
εκεί να μ᾽ έβρισκε η μοίρα του θανάτου, τη μέρα εκείνη που Τρώες
αμέτρητοι με σημαδεύαν με τα χάλκινά τους δόρατα,
310καθώς για τον νεκρό Αχιλλέα πολεμούσα.
Τότε θα με τιμούσαν και με του τάφου τα κτερίσματα,
το όνομά μου οι Αχαιοί θα το είχαν δοξασμένο. Μα τώρα το γραφτό μου
ήταν να γίνω λεία ανήκουστου θανάτου.»
Δεν είχε καν τον λόγο του τελειώσει, κι έπεσε μέγα κύμα πάνω του
σαρωτικό που ταρακούνησε και τη σχεδία.
Βρέθηκε ξαφνικά μακριά της, του ξέφυγε απ᾽ το χέρι το τιμόνι.
Η θυμωμένη θύελλα με τους μεικτούς ανέμους σύντριψε το κατάρτι,
πανί κι αντένα σφενδονίστηκαν πέρα στο πέλαγο.
Κι έμεινε αυτός ώρα πολλή μέσα στη δίνη,
κεφάλι δεν μπορούσε να σηκώσει
320μπρος στην ορμή των φοβερών κυμάτων. Τον βάρυναν ακόμη
και τα ρούχα, αυτά που η θεία Καλυψώ τού είχε φορέσει.
Κάποια στιγμή ωστόσο ανάβλεψε, φτύνει από το στόμα του πικρή την άρμη
(σαν χείμαρρος κελάρυσε καθώς του βγαίνει απ᾽ το κεφάλι),
όμως και τη σχεδία του θυμάται, κι ας είχε πια αποκάμει.
Βρήκε ξανά τη δύναμη κι αρπάζεται
μέσα απ᾽ τα κύματα επάνω της και, καθισμένος τώρα
εκεί στη μέση, δοκίμαζε πώς να ξεφύγει το τέλος του θανάτου.
Όμως το μέγα κύμα την πήγαινε όπου ήθελε· τη μιαν εδώ,
την άλλη εκεί. Πώς ο χειμερινός βοριάς σαρώνει στον κάμπο αγκάθια,
κι αυτά σφιχταγκαλιάζονται και γίνονται ένα πράμα,
330έτσι και τη σχεδία οι άνεμοι εδώ και εκεί τη φέρναν και την πήγαιναν·
τη μια ο νότος στον βοριά την άφηνε κουμάντο,
την άλλη ο λεβάντες την παράδινε για να τη σέρνει ο πουνέντες.
Ώσπου τον πήρε είδηση η καλλίσφυρη Ινώ, του Κάδμου η θυγατέρα,
η Λευκοθέη, που πρώτα είχε ανθρώπινη φωνή και φύση, μα τώρα
οι θεοί τής έδωσαν θεϊκή τιμή μες στα πελάγη.
Αυτή τον Οδυσσέα ελέησε όπως τον είδε θλιβερά παραδαρμένο·
σκούρο πουλί με την ουρά σχιστή, παρόμοια πέταξε και βγήκε
από το κύμα, κάθησε πάνω στη σχεδία του, και του είπε τον δικό της λόγο:
«Δύσμοιρε, γιατί ο κοσμοσείστης Ποσειδών τόσο πολύ μαζί σου τα ᾽βαλε;
340γιατί σου σπέρνει τόσα πάθη;
Κι όμως, παρ᾽ όλο τον θυμό του, δεν θα μπορέσει να σε θανατώσει.
Να κάνεις μόνο ό,τι σου πω, και δεν μου φαίνεσαι ασύνετος:
βγάλε από πάνω σου αυτά τα ρούχα, ξέχασε τη σχεδία σου
και χάρισέ τη στους ανέμους· βάλε
τα δυνατά σου να κολυμπήσεις μ᾽ απλωτές, νόστο να βρεις
στη χώρα των Φαιάκων, όπου η μοίρα σου σου γράφει να γλιτώσεις.
Πάρε και τούτο το άφθαρτο μαγνάδι, ζώσε μ᾽ αυτό το στέρνο σου,
και φόβος πια θανάτου δεν θα σ᾽ απειλήσει,
μήτε και τ᾽ άλλα πάθη.
Κι όταν με το καλό πιάσουν τα χέρια σου στεριά,
λύσε το πάλι το μαγνάδι, στο μπλάβο πέλαγο να το πετάξεις,
350όσο μπορείς μακρύτερα, κοιτάζοντας εσύ στην άλλην άκρη.»
|